Να μιμηθεί το παράδειγμα των Γερμανών Καγκελάριων Χέλμουτ Κολ και Βίλλυ Μπραντ οι οποίοι ζήτησαν συγγνώμη για τα εγκλήματα των Ναζί καλεί τον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν ο Ευριπίδης Στυλιανίδης.
Μιλώντας σε εκδήλωση του Εθνικού Αρμενικού Συμβουλίου το Σάββατο (28/4) στην Καβάλα επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης των 100 χρόνων απο την Ανεξαρτησία της Αρμενίας και των 103 χρόνων απο την Αρμενική Γενοκτονία, ο πρώην υπουργός και πρώην βουλευτής Ροδόπης διαφώτισε για τις πτυχές της ιστορίας και ανέλυσε παλιές και σύγχρονες πολιτικές.
Τον Θρακιώτη πολιτικό προλόγισαν η Πρόξενος της Αρμενίας στην Ελλάδα κ. Αννα Αβακιάν, ο Αντιπεριφερειάρχης Καβάλας κ. Θόδωρος Μαρκόπουλος, η Δήμαρχος Καβάλας κ. Δήμητρα Τσανάκα και η πρόεδρος της Αρμενικής Οργανωτικής Επιτροπής κ. Μαρία Καλατζιάν.
Ως εκπρόσωπος της Βουλής των Ελλήνων χαιρέτισε ο Βουλευτής Καβάλας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Μορφίδης. Μουσικά θέματα παρουσίασε η ορχήστρα του Δημου Καβάλας.
Παρόντες ήταν εκπρόσωποι της Αρμενικής και της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι πρώην Υπουργοί και Βουλευτές κκ. Νίκος Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Καλατζής, ο Αντιπεριφερειάρχης τουρισμού Κ. Αντωνιάδης, εκπρόσωποι του Ελληνικού Στρατού, οι πρόεδροι των Αρμενικών Κοινοτήτων της Β. Ελλάδας και πλήθος κόσμου Αρμενίων και Ελλήνων.
Η ομιλία του Ευριπίδη Στυλιανίδη:
«Κυρίες και κύριοι
Η σημερινή σας πρόσκληση να μιλήσω για την ημέρα της Γενοκτονίας των Αρμενίων αποτελεί ξεχωριστή τιμή για μένα, για αυτό σας ευχαριστώ από καρδιάς.
Μου παραχωρείται αυτό το σημαντικό ιστορικό πολιτικό βήμα για να εκφράσω σκέψεις αλλά και συναισθήματα, εμπειρίες αλλά και προτάσεις, προβληματισμούς αλλά και ελπίδες, όχι απλά για δύο λαούς, αλλά για δύο έθνη που παρότι ανάδελφα στον κόσμο, τα συνέδεσε μεταξύ τους αναπόσπαστα η Ιστορία. Ο κοινός πόνος και ο θάνατος, ο πόλεμος και η προσφυγιά, η αξιοπρέπεια και η εθνική υπερηφάνεια, η κοινή πίστη στην Ορθοδοξία και η απαράμμιλη αγωνιστικότητα για την Ελευθερία, την Δημοκρατία και την Εθνική Ανόρθωση έφερε κοντά τους Αρμένιους και τους Έλληνες.
Έσμιξαν όχι απλά δύο φίλοι Λαοί, αλλά δύο αδελφά Έθνη με κοινή μοίρα και λέω Έθνη και όχι απλά Λαοί διότι τα έθνη δεν αφορούν μόνο τους πολίτες του σήμερα, αλλά συμπεριλαμβάνουν τους νεκρούς και τους αγέννητους, δηλαδή τους γονείς μας στους οποίους οφείλουμε το Σήμερα, και τα παιδιά μας στα οποία χρωστάμε το Αύριο.
Στη Θράκη, από την οποία προέρχομαι, η ιστορία είναι ακόμη ζωντανή όπως την ξέρανε οι παππούδες μας.
Οι εποχές δεν διαδέχονται η μία την άλλη, όπως στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά συνυπάρχουν.
Οι θρησκείες και οι πολιτισμοί δεν πολεμούν ο ένας τον άλλον, όπως αλλού αλλά συνεργάζονται με αλληλοσεβασμό.
Οι γενοκτονίες και οι διωγμοί σταμάτησαν στο φυσικό σύνορο με την Τουρκία- στον ποταμό Έβρο- πριν από αρκετές δεκαετίες το 1923 με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών.
Τα κάρα των προσφύγων έσωσαν όμως τις θύμησες της ιστορίας. Και αυτές οι μνήμες μας κράτησαν και μας κρατούν ακόμη όρθιους.
Μας έδωσαν ταυτότητα. Μας ενίσχυσαν την Πίστη. Μας έσωσαν τη γλώσσα. Μας έκαναν δυνατούς απέναντι στις απειλές της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης και μας θωρακίζουν σήμερα απέναντι σε παράλογες και αναχρονιστικές αναθεωρητικές νεοθωμανικές προσεγγίσεις και πολιτικές που επανεμφανίζονται στη γειτονιά μας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον γνώρισα για πρώτη φορά τον Αρμένικο Πολιτισμό.
Βίωσα τη συνάντηση των δύο Επιταφίων το Πάσχα στην Κομοτηνή και τους αδελφικούς εναγκαλισμούς κλήρου και λαού Ελλήνων και Αρμενίων πάνω στο μνήμα του Ιησού, που αναβιώνουν τα πάθη των Εθνών μας.
Μεγάλωσα μαζί με Αρμένιους γείτονες και φίλους με τους οποίους μοιράστηκαμε κοινές αξίες και ιδανικά, εκφράσαμε την κοινή μας αγωνία και ελπίδα για το αύριο της πόλης μας, του τόπου μας, της πατρίδας μας.
Παρά τις καταβολές και τις εμπειρίες μου όμως, αγαπητοί φίλοι, αυτό που πραγματικά με σοκαριστικό τρόπο μπόλιασε τη συνείδησή μου και ενίσχυσε την εκτίμησή μου στο Αρμενικό Έθνος, ήταν η επίσκεψή μου ως νέου τότε Υφυπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας -το 2005 -στον πρόεδρο Κοτσαριάν στην Αρμενία για τα εγκαίνια του σχολείου 132 που είχε χρηματοδοτήσει η Hellenic Aid και το προσκύνημα μου στο μνημείο της Γενοκτονίας στο Ερεβάν.
Το ταπεινό λουλούδι που κατέθεσα στον τόπο της Θυσίας των Αρμενίων, ξεκλείδωσε την πόρτα της ιστορίας και μας βοήθησε να δούμε πιο καθαρά αυτά που έγιναν και δεν πρέπει να ξαναγίνουν σε βάρος κανενός Ανθρώπου και κανενός Έθνους.
Είδαμε αυτά που δεν μπορούν ούτε να δουν, ούτε να καταλάβουν οι σημερινοί εθνομηδενιστές, οι οποίοι έχουν την ψευδαίσθηση, ότι όταν ξεχνάς ή διαστρεβλώνεις την ιστορία διορθώνεις τον κόσμο.
Όχι φίλες και φίλοι, η ιστορία δεν πρέπει ούτε να αλλοιώνεται ούτε να ξεχνιέται.
Η ιστορική αλήθεια είναι το πιο στέρεο θεμέλιο για την οικοδόμηση του Κόσμου που έρχεται και θέλουμε να είναι καλύτερος.
Έθνη που δεν μπορούν να δούν κατάματα την ιστορία τους, είναι έθνη ένοχα που μάταια προσπαθούν να δραπετεύσουν από αυτήν.
Η 24 Απριλίου του 1915 καθιερώθηκε ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας και του Ολοκαυτώματος των Αρμενίων.
Οι Τούρκοι τότε συνέλαβαν και εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες 225 ηγετικά στελέχη των Αρμενίων της Κωνσταντινούπολης (διανοούμενους, πολιτικούς, κληρικούς, δημόσιους λειτουργούς, εκπαιδευτικούς).
Οι σφαγές αυτές είχαν ξεκινήσει νωρίτερα μαζικά από το σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ και συνεχίστηκαν από τους Νεότουρκους αφήνοντας πίσω πάνω από 1,5 εκατομμύριο θύματα.
Εκτός από τις θανατώσεις συμπεριλαμβάνονταν μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών, βιασμοί, απαγωγές γυναικών και παιδιών, βιαιοί εξισλαμισμοί και εμπόριο ανθρώπων, τους οποίους σημάδευαν με τατουάζ στο λαιμό ή στο πρόσωπο για να μη μπορούν να δραπετεύσουν ως συγχρονοι σκλάβοι.
Οι πόλεις Χαρπούτ (Δ.Αρμενια)και Μεζρέ (Αν.Τουρκία) είχαν μεταβληθεί σε σκλαβοπαζάρα Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων, αυτό δηλαδή που σήμερα ο πολιτισμένος κόσμος αποκαλεί Human Trafficking.
Με το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου οι σύμμαχοι που κατέλαβαν τα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απελευθέρωσαν πάνω από 90.000 ορφανά Αρμενόπουλα, πολλά από τις περιοχές της Τουρκίας, της Συρίας, της Κύπρου, της Αιγύπτου, της Αρμενίας και της Γεωργίας.
Τα ονόματα Ταλαάτ, Εμβέρ, Τζεμάλ, Σαΐντ-Πασά, Σακήρ-Μπέη και αρκετά άλλα ταυτίζονται με αυτούς που εμπνεύστηκαν και εκτέλεσαν αδίστακτα και απάνθρωπα τη Γενοκτονία.
Συγκλονιστικά ντοκουμέντα, φωτογραφίες, films, μνήμες και μαρτυρίες από διπλωμάτες, περιηγητές, δημοσιογράφους, Γερμανούς στρατιωτικούς παρατηρητές επιβεβαιώνουν το οργανωμένο έγκλημα κατά των Αρμενίων στα εδάφη της Ανατολίας.
Το 1919 ο Ενβέρ-πασάς συζητώντας με τον πρόξενο της Γερμανίας είπε: ‘’θα λύσω το Ελληνικό πρόβλημα όπως έλυσα και το Αρμενικό’’.
Την αντίστοιχη διαδρομή προς τη Δύση και τον κόσμο έμελλε παράλληλα να ακολουθήσει και ο Ελληνισμός του Πόντου,της Ιωνίας, της Καππαδοκίας, της Ανατολικής Θράκης και της Αν. Ρωμυλίας και πιο πρόσφατα ο Ελληνισμός της Κύπρου.
Πάνω από 450.000 Έλληνες μόνο από την Ανατολική Θράκη μετακινήθηκαν προς την κυρίως Ελλάδα.
353.000 Πόντιοι σφαγιάστηκαν.
Εκατομμύρια πρόσφυγες από την Ιωνία αφήσαν και αυτοί πίσω τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και κυρίως τις Αλησμόνητες Πατρίδες.
Η τραγική ιστορική συνάντηση Ελλήνων και Αρμενίων τους έφερε κοντύτερα.
Η κοινή μοίρα ένωσε όχι μόνο όσους βρήκαν καταφύγιο στην Ελεύθερη Ελλάδα αλλά και παντού στον κόσμο, στη διασπορά.
Το κοινό μήνυμα ‘’ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ’’ στη Συνείδηση του Κόσμου – παρότι κάποιοι το επιδίωξαν – δεν ταυτίστηκε ποτέ με τον εθνικισμό ή την εκδικητικότητα, αλλά με την ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας, την αποκατάσταση της διεθνούς δικαιοσύνης και την επιδίωξη ενός καλύτερου κόσμου που θα οικοδομηθεί όχι με υλικό τις ψευδαισθήσεις ή την ιδεοληψία των εθνομηδενιστών, αλλά το γνήσιο πατριωτισμό, την ανθρωπιά και την αυτοκριτική των Λαών και των Εθνών.
Ο αγώνας για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, ξεκίνησε από το 1965 με τις μαζικές λαικές κινητοποιήσεις στο Σοβιετικό τότε Ερεβάν και τη Μόσχα.
Για πρώτη φορά ετέθη ενώπιον της γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών την ίδια χρονιά από τον Υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου που έμελλε λίγα χρόνια αργότερα, το 1974 να αντιμετωπίσει στην πατρίδα του τα ίδια με την παράνομη εισβολή και κατοχή των Τούρκων.
Υπό την πίεση των λαών, η Σοβιετική κυβέρνηση αναγνώρισε τη Γενοκτονία και δημιούργησε στο λόφο του Χελιδονόκαστρου στο Τζιτζερ-Νακαπέρτ του Ερεβαν το επιβλητικό Μνημείο για τα θύματα της Γενοκτονίας ως υπόδειξη του Χρέους της Ανθρωπότητας προς το Έθνος.
Το 1986 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφισμα του αναγνώρισε τη Γενοκτονία και ακολούθησαν δεκάδες κράτη και τοπικά Κοινοβούλια, φυσικά μαζί με αυτά της Ελλάδος και της Κύπρου.
Το 1991 η Ανεξάρτητη πλέον Δημοκρατία της Αρμενίας έθεσε επίσημα από το βήμα του ΟΗΕ το θέμα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας από την ίδια την Τουρκία.
Τέλος το 1997 η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών και Μελετητών Γενοκτονίας εξέδωσε πόρισμα αναγνωρίζοντας τη Γενοκτονία των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων της Μικράς Ασίας από την Τούρκία.
Από το 1948 ο ΟΗΕ χάρη στους αγώνες του Πολωνού δικηγόρου Ράφαελ Λέμκην αποδέχτηκε τη Γενοκτονία ως απαράγραπτο, έγκλημα δικαιώνοντας τον προβληματισμό του που έλεγε: «Γιατί άραγε είναι έγκλημα όταν ένας άνθρωπος σκοτώνει τον άλλον και δεν είναι έγκλημα όταν μία κυβέρνηση σκοτώνει εκατομμύρια ανθρώπους;»
Η ανάδειξη του Ταγίπ Ερντογάν στην ηγεσία της Τουρκίας, μετά το στρατοκρατικό- κεμαλικό καθεστώς, η αρχική προσήλωσή του στην Ισλαμοδημοκρατια (ένα μετριοπαθές Ανατολικό μοντέλο Χριστιανοδημοκρατίας) και η επιμόνη του στον Ευρωατλαντικό προσανατολισμό της γείτονος, δημιούργησαν καταρχήν μετρημένη αισιοδοξία και ένα περιβάλλον εφήμερης εμπιστοσύνης.
Η προώθηση λύσεων σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής και η ενίσχυση των διμερών οικονομικών σχέσεων με την Ελλάδα την περίοδο 2001 – 2009 έφερε θετικά αποτελέσματα, εκτινάσσοντας τον όγκο των ελληνοτουρκικών εμπορικών συναλλαγών από 350 εκατομμύρια το 2002 σε 5,5 δις, με θετικό για την Ελλάδα ισοζύγιο το 2013.
Η χαμηλών τόνων επίσκεψη του ως πρωθυπουργού το 2005 στη Θράκη και ο σεβασμός που έδειξε σε ευαίσθητα ζητήματα δημιούργησε αρχικά την πεποίθηση ότι η Τουρκία αλλάζει, αποκτώντας ένα πιο σύγχρονο μετριοπαθές και φίλο-ευρωπαϊκό προφίλ.
Ωστόσο μία σειρά κρίσιμων γεγονότων γρήγορα ανέτρεψαν αυτή την αντίληψη.
Η δυναμική άνοδος του Αχμέτ Νταβούτογλου σε σημαντικούς δυναμικούς ρόλους ως Σύμβουλου Εθνικής ασφαλείας, Υπουργού Εξωτερικών και τέλος Πρωθυπουργού εγκλώβισε τον Τ. Ερντογάν ως Πρόεδρο στην πολιτική του ‘’Στρατηγικού Βάθους’’.
Έφερε στην επιφάνεια μία Αναθεωρητική Εξωτερική Πολιτική Νέο-Οθωμανικής αντίληψης που επιδιώκει να εδραιώσει την Τουρκία ως ‘’Επιθετική Περιφερειακή Δύναμη’’.
Η Τουρκία άρχισε να απομονώνεται από παραδοσιακούς φίλους και συμμάχους όπως οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και άλλα κράτη και να παλίνδρομεί μία προς την Ανατολή (Ρωσία, Ιράν) και μία προς τη Δύση, μία προς το φανατικό Ισλάμ (Αδελφοί Μουσουλμάνοι της Αιγύπτου , ISIS) και μία προς το ΝΑΤΟ.
Η απόπειρα πραξικοπήματος και η επί της ουσίας κήρυξη Κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης οδήγησαν την Κυβέρνησης Ερντογάν σε ανασφάλεια νευρικότητα και σε συνεχιζόμενες αντιδημοκρατικές πρακτικές (μαζικές φυλακίσεις πολιτών και δημοσιογράφων, απολύσεις δικαστών, υπαλλήλων και στρατιωτικών και άλλου τύπου διώξεις).
Η Διεθνής απομόνωση είχε σαν αποτέλεσμα το στρατιωτικό ξέσπασμα στο Αφρίν σε βάρος των Κούρδων και μία έντονη νευρικότητα και επιθετικότητα στη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο.
Από την πολιτική των ‘’μηδενικών προβλημάτων’’ του Νταβούντογλου, η κυβέρνηση Ερντογάν φαίνεται να έχει εξελιχθεί η ίδια σε πρόβλημα, δημιουργώντας σοβαρότατο ρήγμα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, κλονίζοντας τη λειτουργία της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Αυτό είναι ίσως ‘’το Οθωμανικό χαστούκι’’ στο οποίο συχνά αναφέρεται δημόσια ο Τουρκος Πρόεδρος.
Το αίσθημα της Τουρκίας ότι παρά το χερσαίο μέγεθος και τη μεγάλη ακτογραμμή της νιώθει φυλακισμένη-περίκλειστη Χώρα από τη γεωγραφίας της και το Διεθνές Δίκαιο, της δημιουργεί απίστευτη νευρικότητα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές περιβάλλον.
Επιδιώκει λοιπόν δια της βίας να επιβάλλει το δικό της δίκαιο, κόντρα στο Δίκαιο της Θάλασσας και το Διεθνές Δίκαιο προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση και αυτή στις θαλάσσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές της ΑΟΖ.
Προσπαθεί με τεχνητές εντάσεις να ‘’φυλακίσει’’ στη φυλακή της δικής της Γεωγραφίας την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, το Ισραήλ και άλλες διεθνείς δυνάμεις και να διαμορφώσει de facto καταστάσεις.
Σε αυτές όμως τις κρίσιμες και μεταβατικές ώρες είναι που τα έθνη αναδεικνύουν τον πραγματικό τους εαυτό και τα κράτη δοκιμάζουν τη σοβαρότητα και την αποτελεσματικότητά τους.
Σε κάτι τέτοιες στιγμές φαίνεται ποιοι κινούνται με προσήλωση σε διαχρονικές και πανανθρώπινες αξίες και ποιοι λειτουργούν τυχοδιωκτικά και επικίνδυνα για την Ανθρωπότητα.
Η γείτονα Χώρα βρίσκεται ενώπιον ενός Ιστορικού διλήμματος που θα καθορίσει τη μοίρα της στον Κόσμο που έρχεται.
Από τη μία έχει την επιλογή της βίας, της άρνησης και του απομονωτισμού στον οποίο οδηγεί ο θρησκευτικός φανατισμός, ο επιθετικός εθνικισμός και ο υπερφίαλος νέο-οθωμανικός αναθεωρητισμός.
Από την άλλη, υπάρχει ο δρόμος της λογικής, της σύνεσης, του σταθερού Ευρωατλαντικού προσανατολισμού, της μετριοπαθούς Ισλάμοδημοκρατίας, του ανθρωποκεντρισμού, της ειρήνης και του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου.
Αν η σύγχρονη Τουρκία διαλέξει το δεύτερο δρόμο, τότε είναι βέβαιον ότι θα συναντηθούμε ως καλοί γείτονες και φίλοι.
Αν όχι τότε πιστεύω ότι θα την τιμωρήσει η Ιστορία.
Τον Ταγίπ Ερντογάν τον έχω συναντήσει αρκετές φορές όπως και πολλούς Υπουργούς του.
Με μερικούς εκ των οποίων μάλιστα ανέπτυξα ειλικρινείς και φιλικές σχέσεις για το καλό των λαών μας.
Δεν αμφισβητεί κανείς τα ηγετικά του χαρίσματα. Η ιστορική του όμως επιτυχία δεν έχει κριθεί ακόμα.
Όταν ρωτήθηκα στο παρελθόν από Τούρκο δημοσιογράφο για τη γενοκτονία, δεν δίστασα να πω κάτι που πραγματικά πιστεύω, ότι: ‘’Ηγέτης στα αλήθεια είναι αυτός που δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα την ιστορία και να αναμετρηθεί μαζί της, να την ξεπεράσει με τη συμπεριφορά του. Όταν ο Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ ήλθε στην Κρήτη, γονάτισε μπροστά στο Μνημείο των πεσόντων της Μάχης της Κρήτης και ζήτησε συγγνώμη από τις Ελληνίδες και τους Έλληνες για τα στυγερά Εγκλήματα των ΝΑΖΙ. Το ίδιο έκανε και ο Καγκελάριος Βίλλυ Μπραντ για το τραγικό Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Έτσι ξεπέρασαν την ιστορία, ελαφρύνοντας κάπως τη σύγχρονη Γερμανία από το άγος και το στίγμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου’’.
Αυτό ακριβώς οφείλει να κάνει φίλες και φίλοι και ο Τ. Ερντογάν. Να αναγνωρίσει τις Γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ελλήνων.
Να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο.
Να χαράξει το δρόμο της Τουρκίας προς την Ευρώπη.
Σε κάθε περίπτωση εμείς πρέπει να το θυμίζουμε στον ίδιο, στη Διεθνή κοινότητα και στους λαούς μας.
Το οφείλουμε στους πατεράδες μας που πολέμησαν για την ελευθερία και τις ανθρώπινες αξίες.
Το χρωστάμε στα παιδιά μας, που έχουν το δικαίωμα να ζήσουν σε ένα καλύτερο κόσμο.Και καλύτερος κόσμος είναι αυτός που θεμελιώνεται πάνω στο δίκαιο και οικοδομείται με υλικό την αλήθεια».
[TheChamp-Sharing]