Στον ιδιωτικό τομέα μεταθέτει η κυβέρνηση το ταμειακό πρόβλημα του Δημοσίου, αφού τα στοιχεία του μηνός Μαρτίου δείχνουν παύση πληρωμών 1,5 δισ. ευρώ σε σχέση με τον προγραμματισμό του α΄ τριμήνου.
Μόνο το μήνα Μάρτιο “κόπηκαν” δαπάνες και πληρωμές (κυρίως σε προμηθευτές, επιχειρήσεις που ζητούν επιστροφή ΦΠΑ κλπ), ύψους 673 εκατ. ευρώ. Αυτός ήταν ίσως ο μόνος τρόπος να διασωθούν τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους, αφού οι εισπράξεις παλαιών και νέων φόρων κατέρρευσαν και το Μάρτιο άνοιξε «τρύπα» 327 εκατ. ευρώ από τον ΦΠΑ.
Ακόμα όμως και τα πολυδιαφημισμένα έσοδα από την έκτακτη ρύθμιση χρεών του Μαρτίου, ύψους 147 εκατ. ευρώ, αποδείχθηκαν «οφθαλμαπάτη», αφού συνολικά στο α΄τρίμηνο οι εισπράξεις οφειλών από φόρους του παρελθόντος ήταν κατά 400 εκατ. ευρώ χαμηλότερη από τα προσδοκόμενα έσοδα!
Το υπουργείο Οικονομικών ομολογεί, σε ανακοίνωσή του, ότι καθυστερεί επίτηδες τις πληρωμές υποχρεώσεών του, τονίζοντας πως «οι χαμηλότερες δαπάνες οφείλονται κυρίως στην αναδιάρθρωση του ταμειακού προγραμματισμού με βάση τις επικρατούσες ταμειακές συνθήκες. Εκτιμάται ότι μετά την ομαλοποίηση των ταμειακών συνθηκών, οι δαπάνες θα επανέλθουν στα επίπεδα των στόχων του προϋπολογισμού» αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση.
Με την υπερσυμπίεση των δαπανών πάντως, κλείνει η τρύπα των εσόδων και εκτοξεύει το πρωτογενές πλεόνασμα στα 1,732 δισ. δηλαδή 15 φορές πάνω από το στόχο που ήταν 119 εκατ. στον προϋπολογισμό.
Η υστέρηση στα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού, υπερκαλύπτεται μόνο από τα έσοδα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, δηλαδή από κοινοτικά κονδύλια για έργα και προγράμματα που έγιναν το 2014 και πληρώθηκαν τον Μάρτιο.
Συγκεκριμένα τα στοιχεία του ΓΛΚ αποκαλύπτουν ότι:
Στο σκέλος των εισροών, το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 12,020 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 92 εκατ. ευρώ ή 0,8 % έναντι του στόχου.
Τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 10,571 δισ. ευρώ, ήταν δηλαδή μειωμένα κατά 587 εκατ. ευρώ ή 5,3 % έναντι του στόχου.
Το σύνολο των φορολογικών εσόδων ανήλθε στα 9,314 δισ. ευρώ ήταν μειωμένα δηλαδή κατά 748 εκατ. ευρώ ή κατά 7,4% έναντι του στόχου.