Σλοβένοι αρχαιολόγοι κάνουν τα τελευταία δέκα χρόνια καταδύσεις στον ποταμό Ljubljanica και φέρνουν στο φως θησαυρούς κρυμμένους κάτω από τη λάσπη. Μέχρι σήμερα, έχουν εντοπιστεί πάνω από 15.000 αντικείμενα, τα παλιότερα εκ των οποίων είναι 9.000 ετών. Οι συντηρητές καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να αναδείξουν τα ευρήματα, που παρουσιάζονται τώρα σε μια μεγάλη έκθεση.
Ο αρχαιολόγος Andrej Gaspari προετοιμάζεται να βουτήξει ακόμη μια φορά στα κρύα και λασπώδη νερά του ποταμού Ljubljanica. Μαζί με τους συνεργάτες του, ειδικευμένους στις καταδύσεις, θα ερευνήσει μια περιοχή κοντά στο Zalog, γνωστή για τα ευρήματα μεσαιωνικής κεραμικής. Οι περισσότερες καταδύσεις επιφυλάσσουν μεγάλες εκπλήξεις, όπως για παράδειγμα όταν έψαχναν για προϊστορικά κεραμικά και εντόπισαν ένα πιστόλι του 17ου αιώνα, ή όταν εξέταζαν ένα προϊστορικό μονόξυλο και βρήκαν ένα βραχιόλι 2.500 ετών, του τύπου του Hallstatt, καθώς και ένα σφραγιδόλιθο από την Εποχή του Χαλκού.
Στις καταδύσεις του, ο Gaspari μελετά τα ιζηματογενή στρώματα στην κοίτη του ποταμού, που δημιουργήθηκαν, μεταξύ άλλων, από τη διάβρωση. Η ορατότητα είναι περιορισμένη και το ποτάμι έχει ρεύματα, αλλά κάτω από τη βλάστηση ο Σλοβένος αρχαιολόγος διακρίνει μια μακρόστενη γκρίζα επιφάνεια. Τη μελετά προσεκτικά και διαπιστώνει ότι εδώ υπάρχουν πλήθος λίθινα εργαλεία και κέρατα από ελάφι. Προέρχονται από τη Λίθινη Εποχή· συγκεκριμένα, είναι 9.000 χρόνων. Είναι τα παλιότερα ευρήματα που έχουν εντοπιστεί στο ποτάμι. Πριν τα ανασύρουν, χαρτογραφούν τρισδιάστατα τη θέση όπου βρέθηκαν. Οι εκπλήξεις δε σταματούν εδώ. Στο βάθος του ιζήματος εντοπίζεται κρανίο γυναίκας, η ηλικία της οποίας υπολογίζεται μεταξύ 20 και 34 ετών. Είναι το παλιότερο εύρημα ανθρώπου στη Σλοβενία. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι οι κυνηγοί της Λίθινης Εποχής συγκεντρώνονταν στο Zalog για να κυνηγήσουν και να σφάξουν τα θηράματά τους.
Σημαντική υδάτινη οδός
Ο ποταμός Ljubljanica υπήρξε κατά την προϊστορία ένα σημαντικό τμήμα των ευρωπαϊκών εμπορικών δρομολογίων. Το σύστημα των ποταμών που διασχίζουν την κεντρική και δυτική Ευρώπη χρησιμοποιούνταν ευρύτατα για τη διακίνηση αγαθών, καθώς οι οδικές μεταφορές –π.χ., άμαξες που τις τραβούσαν βόδια– ήταν πιο χρονοβόρες και πιο δαπανηρές από τις μεταφορές μέσω των πλωτών ποταμών. Το ποτάμι έχει μήκος 40 χλμ. και χύνεται στον ποταμό Sava, που με τη σειρά του χύνεται στο Δούναβη. Επίσης, το ταξίδι από τις πηγές του ποταμού μέχρι τις ακτές της Αδριατικής είναι σύντομο, και από εκεί έχει κανείς πρόσβαση σε όλη τη Μεσόγειο.
Ελληνικές και ρωμαϊκές πηγές αναφέρουν τον ποταμό ως εμπορική οδό. Μεταξύ άλλων, ο γεωγράφος Στράβων, που έζησε περίπου την εποχή του Χριστού, αναφερόμενος στην πόλη Ακυληία, στις ακτές της Αδριατικής, μια από τις σπουδαιότερες εμπορικές πόλεις του ρωμαϊκού κράτους, λέει ότι από την πόλη αυτή φόρτωναν εμπορεύματα σε κάρα με κατεύθυνση την πόλη Nauportus (σημερινή Vrhnika). Στη συνέχεια, τα εμπορεύματα φορτώνονταν σε πλοία που έπλεαν στο Δούναβη, για να καταλήξουν στον τελικό προορισμό τους. Από εδώ περνούσε επίσης ο περίφημος «Δρόμος του Ήλεκτρου», από τα πιο σημαντικά εμπορικά δρομολόγια της αρχαιότητας. Ξεκινούσε από τις ακτές της Βαλτικής, όπου υπάρχει άφθονο ήλεκτρο (κεχριμπάρι), για να καταλήξει μέσω των πλωτών ποταμών της κεντρικής Ευρώπης στην Ακυληία.
Προσφορές και απώλειες
Η θεωρία των αρχαιολόγων είναι ότι τα περισσότερα αντικείμενα τα είχαν ρίξει συνειδητά στο ποτάμι. Ίσως ήταν προσφορές στο πλαίσιο κάποιας τελετουργίας. Ίσως οι ταξιδιώτες ήθελαν με αυτό τον τρόπο να ευχαριστήσουν τη θεότητα του ποταμού που ταξίδεψαν με ασφάλεια. Μπορεί να φανταστεί κανείς και άλλους λόγους. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι οι στρατιώτες προσέφεραν συχνά τα όπλα τους στους θεούς μετά από μια νικηφόρο μάχη.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να έχουν πέσει ακούσια στο ποτάμι αντικείμενα από τα πλοία που ταξίδευαν σε αυτό• ή να έχουν καταλήξει εκεί από μάχες που διεξήχθησαν στην περιοχή. Οι αρχαιολόγοι έχουν αναγνωρίσει, σε μερικές περιπτώσεις, εμπορεύματα που μεταφέρονταν από πλοία και φορτηγίδες που βυθίστηκαν, π.χ., ρωμαϊκούς πλίνθους και αμφορείς με κρασί και λάδι. Το 1890 είχε βρεθεί ένα ποταμόπλοιο μήκους 30 μέτρων, το οποίο χρονολογήθηκε στον 1ο αιώνα π.Χ.
Άλλα ευρήματα ίσως προέρχονται από ενταφιασμούς νεκρών στις όχθες του ποταμού ή ακόμη και στο ίδιο το ποτάμι – μεταξύ άλλων, δύο πήλινα δοχεία, ένα κύπελλο και ένας λουτήρας, που φαίνεται ότι ανήκαν στο ίδιο «σετ». Χρονολογούνται στα μέσα της Εποχής του Χαλκού, δηλαδή, γύρω στο 1500 π.Χ.
Καλύτερη η συντήρηση στο ποτάμι
Χιλιάδες ευρήματα που βρίσκονται ακόμη στο βυθό θα συνεχίσουν να αναπαύονται εκεί, στο πιο κατάλληλο γι’ αυτά περιβάλλον. Αν δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες εγκαταστάσεις, αυτός είναι ο ιδεώδης τρόπος να διατηρηθούν για τις μελλοντικές γενιές. Όταν ένα αντικείμενο απομακρύνεται από το νερό, όπου έχει διατηρηθεί επί χιλιάδες χρόνια, και έρχεται σε επαφή με το οξυγόνο, αρχίζει αμέσως η οξείδωσή του. Αν δεν υποβληθεί το συντομότερο δυνατόν σε συγκεκριμένες διαδικασίες συντήρησης, θα καταστραφεί. Αυτός είναι ο λόγος που μόνο αρχαιολόγοι που συνεργάζονται με συντηρητές επιτρέπεται να ανασύρουν ευρήματα από το ποτάμι.