Ο γιατρός Augustus Granville βρέθηκε ενθουσιάστηκε όταν το 1825 έμαθε πως ένας ασθενής του, ο εξερευνητής και τυχοδιώκτης Archibald Edmonstone, επέστρεψε από τις Θήβες της Αιγύπτου έχοντας στις αποσκευές του μια μούμια. Εκείνη την εποχή στη Μεγάλη Βρετανία επικρατούσε μια πραγματική υστερία για τις μούμιες και ο Granville ήταν αποφασισμένος να φέρει στο φως το μυστικό της ταρίχευσης των αρχαίων Αιγυπτίων.
Όταν ο Granville άνοιξε με ένα νυστέρι το καλοδιατηρημένο πτώμα, διαπίστωσε έκπληκτος πως τα εσωτερικά όργανα ήταν άθικτα. Το πόρισμά του ήταν πως το πτώμα ανήκε σε μια 50χρονη γυναίκα που είχε πεθάνει από καρκίνο των ωοθηκών, και ήταν καλυμμένο από μια επίστρωση μιας ουσίας παρόμοιας με στεαρίνη, που ο Granville υπέθεσε ότι ήταν κερί από μελίσσι ανακατεμένο με τη φυσική μάλθη (bitumen).
Πολλά χρόνια αργότερα επιστήμονες μελέτησαν τη μούμια με σύγχρονες τεχνικές και απεφάνθησαν πως ο όγκος ήταν καλοήθης. Η γυναίκα είχε πεθάνει πιθανότατα από φυματίωση, καθώς στους πνεύμονές της βρέθηκαν ίχνη του βακίλου του Κοχ. Αλλά ακόμη και στο θέμα της ταρίχευσης ο Granville είχε πέσει έξω. Χημικές αναλύσεις έδειξαν πως το υλικό που κάλυπτε τη σορό ήταν αδιπόκηρος, που σχηματίζεται όταν αποσυντίθενται οι μαλακοί ιστοί του σώματος κατά τη διαδικασία της σήψης.
Σε συνεργασία με το Science Illustrated