Στις πολιτικές της υπερφορολόγησης που γονατίζουν την αγορά και εξάπτουν την φοροδιαφυγή, αποδίδει την καθίζηση στην είσπραξη των κρατικών εσόδων ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδας, στην έκθεσή του για την πορεία της ελληνικής Οικονομία. Η πολιτική της φοροεπιδρομής επελέγη αντί της δραστικής μείωσης των κρατικών δαπανών, όπως ο κύριος Γιώργος Προβόπουλος σταθερά προτείνει ήδη από το 2009.
Δεδομένων και των προβλημάτων στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό (υποστελέχωση, πολυνομία, διαφθορά), το 2011 το κράτος έφτασε να μην εισπράττει ούτε το μισό ΦΠΑ από αυτόν που του αναλογούσε. Σε συνδυασμό με τα στοιχεία για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης, η ΤτΕ εκτιμά ότι ο συντελεστής απόδοσης («είσπραξης» ουσιαστικά) του ΦΠΑ έπεσε το 2011 σε 0,45 έναντι 0,50 το 2009 (-10%) και έναντι 0,71% στις χώρες του ΟΟΣΑ. Και όλα αυτά παρόλο που η είσπραξη του ΦΠΑ αποτελούσε λάβαρο της φοροεισπρακτικής πολιτικής επί μια διετία.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι εάν η Ελλάδα το 2011 διατηρούσε ακόμα (και δεν επιδείνωνε) την αποδοτικότητα συλλογής ΦΠΑ του 2008 (συντελεστής 0,51), θα είχε εισπράξει 2,3 δισ. ευρώ περισσότερα έσοδα. Εάν μπορούσε δε να επιτύχει τη μέση αποδοτικότητα των χωρών του ΟΟΣΑ (πλην Ελλάδος) με συντελεστή 0,71, τότε θα είχε υψηλότερες εισπράξεις ΦΠΑ κατά 10 δισ. ευρώ!
Η ίδια αλλοπρόσαλλη εικόνα αποκαλύπτεται από την έκθεση της ΤτΕ στην είσπραξη όλων των φόρων. Οι άμεσοι φόροι εμφάνισαν αύξηση μόνο κατά 0,5%, παρά την ενίσχυσή τους από τα νέα εισπρακτικά μέτρα, έναντι στόχου για αύξηση κατά 2,0%. Τα έσοδα από έμμεσους φόρους είναι μειωμένα κατά 7,8% σε σχέση με το 2010, ενώ μειωμένες είναι οι εισπράξεις από ΦΠΑ κατά 2,8% (ετήσιος στόχος -2,7%), παρά την αύξηση του χαμηλού συντελεστή από την αρχή του 2011, την δωδεκάμηνη είσπραξη ΦΠΑ (από 1-1-2011) από δικηγόρους και μηχανικούς, την αύξηση του συντελεστή στην εστίαση και στα αναψυκτικά και τις αυξημένες τιμές του πετρελαίου (επί των οποίων υπολογίζεται μεγαλύτερος ΦΠΑ).
Μείωση καταγράφεται στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (-10,1%) καθώς και σε άλλους έμμεσους φόρους, όπως στις εισπράξεις από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων (-27,1%), από τη φορολογία χαρτοσήμου (-5,4%), από τα τέλη ταξινόμησης αυτοκινήτων (-60,6%) και από το φόρο επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών (-31,3%).
Ειδικότερα στην έκθεση τονίζεται ότι η επιδείνωση της πορείας της οικονομίας συνέβαλε στην καταβαράθρωση των εισπράξεων φόρων. 12% μειώθηκε ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων λόγω της μείωσης της απασχόλησης και των μισθών και της έλλειψης ρευστότητας στις επιχειρήσεις, ενώ 13,1% μειώθηκε ο φόρος των επιχειρήσεων, καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους εμφάνισαν ζημίες το 2010.
Τα 2/3 της χειροτέρευσης του συνόλου των εσόδων –τονίζεται- από έμμεσους φόρους και από φόρους εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων σε σύγκριση με το 2010, αποδίδονται στην κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Το υπόλοιπο 1/3 μπορεί να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες, όπως είναι η φοροδιαφυγή που εν μέρει οφείλεται στην περιορισμένη ρευστότητα των ιδιωτών και των επιχειρήσεων και σε αδυναμίες του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Εκτός ελέγχου και το τσουνάμι επιστροφών φόρων το 2011, γεγονός που οφείλεται εν μέρει σε αυξημένες επιστροφές που προέκυψαν λόγω αποδείξεων με την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, αλλά κυρίως των αυξημένων προκαταβολών περασμένων ετών (2008-2010), δηλ. φόρους που εισπράχτηκαν προκαταβολικά χωρίς όμως να προκύψουν τελικά και τα αντίστοιχα εισοδήματα, με συνέπεια να επιστρέφονται στους δικαιούχους, επιβαρύνοντας διπλά έτσι το 2011. Συγκεκριμένα οι επιστροφές έπρεπε να περιοριστούν σύμφωνα με τους στόχους κατά 6,1%, αλλά τελικά περιορίστηκαν κατά μόλις 0,7% έναντι του 2010.
Οι ρυθμίσεις χρεών και περαιώσεις περασμένων ετών αποδίδουν μεν, αλλά λιγότερα από το αναμενόμενο. Ως αποτέλεσμα, το βάρος πέφτει στα έσοδα από φόρους επί της ακίνητης περιουσίας, με αύξηση κατά 140,7% από το ειδικό τέλος στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία του οικονομικού επιτελείου (προσδοκούσε αύξηση 131%).