Ο ανηλεής πόλεμος που είχε κηρύξει μητέρα στον πατέρα του ανήλικου γιου τους (και μάλιστα με διάφορα αθέμιτα μέσα) της στέρησε την επιμέλεια. Η Δικαιοσύνη αποφάσισε να αναθέσει αποκλειστικά την επιμέλεια του παιδιού στον πατέρα του, σταθμίζοντας την τοξική συμπεριφορά της μητέρας απέναντί του και κατ’ επέκταση απέναντι στο παιδί της.
Μια συμπεριφορά που διήρκεσε έξι ολόκληρα χρόνια και αποσκοπούσε στην αποκοπή κάθε δεσμού του ανήλικου με τον πατέρα του, ο οποίος ενώ διεκδίκησε την επικοινωνία με το παιδί του στα δικαστήρια και δικαιώθηκε, η μητέρα αρνιόταν να σεβαστεί τις δικαστικές αποφάσεις. Εφτασε μάλιστα στο σημείο να κατηγορήσει ψευδώς, όπως αποδείχθηκε, τον άλλοτε σύντροφό της ακόμη και για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού!
Η συγκεκριμένη απόφαση (5267/2024) εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας και την υπόθεση εκ μέρους του πατέρα χειρίστηκε η δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω Αθηνών Αναστασία Μήλιου. Το δικαστήριο, με γνώμονα το συμφέρον του ανήλικου τέκνου, έκρινε ότι η παραβίαση των δικαστικών αποφάσεων που όριζαν την επικοινωνία πατέρα – γιου εκ μέρους της μητέρας συνιστά κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, σύμφωνα με το άρθρο 1532 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του ν.4800/2021.
Γάμος 30 ημερών
Όπως προκύπτει από την απόφαση, η γυναίκα από την πρώτη στιγμή της γέννησης του παιδιού είχε αποφασίσει να το αποκόψει από τον πατέρα, με τον οποίο είχε χωρίσει μόλις έναν μήνα μετά τον γάμο τους. Πήγε στο Ληξιαρχείο και δήλωσε τη γέννηση του παιδιού, αποκρύπτοντας όμως ότι αυτό γεννήθηκε εντός γάμου και έτσι ως επώνυμο του αγοριού δηλώθηκε μόνο το δικό της.
Ο πατέρας προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και κατάφερε να «διορθώσει» τη ληξιαρχική πράξη γέννησης, προσθέτοντας σε αυτή και το δικό του επώνυμο, όπως και να ρυθμίσει προσωρινά την επικοινωνία με τον γιο του. Ωστόσο, δύο μήνες αργότερα η μητέρα απάντησε με αγωγή, ζητώντας να κηρυχθεί μη γνήσιο τέκνο του πρώην συζύγου της ο γιος της.
Πραγματογνώμονας που ορίστηκε από το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο βιολογικός πατέρας του παιδιού είναι ο πρώην σύζυγος της μητέρας. Ακολούθησε η έκδοση μιας ακόμη απόφασης που ρύθμιζε οριστικά το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα αλλά και της μητέρας του (γιαγιάς) με το παιδί. Η απόφαση αυτή όμως δεν τηρήθηκε από την πλευρά της μητέρας, η οποία με εξώδικο τον ενημέρωνε ότι αρνιόταν να του παραδώσει το παιδί.
Λίγο αργότερα η γυναίκα υπέβαλε στην Εισαγγελία καταγγελία υποστηρίζοντας ότι ο πατέρας είχε ασελγήσει στον ανήλικο σε παιδότοπο – και μάλιστα παρουσία της! Η Εισαγγελία διέταξε πραγματογνωμοσύνη, η μητέρα όμως εμπόδισε τη διενέργεια της διαγνωστικής διαδικασίας, απαγορεύοντας στο παιδί να ζωγραφίσει στο χαρτί που του έδινε ο πραγματογνώμονας με τον ισχυρισμό ότι αυτό δεν είχε απολυμανθεί και υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης του κορωνοΐου.
Άλλες φορές απαντούσε η ίδια στα ερωτήματα του ειδικού αντί του γιου της, με το παιδάκι να επαναλαμβάνει στη συνέχεια τα δικά της λόγια. Το αποκορύφωμα αυτής της συμπεριφοράς ήταν η εξαφάνισή της από το σπίτι που έμενε με το παιδί και η μη γνωστοποίηση στον πατέρα του της νέας διεύθυνσής της.
«Κακός κύριος»
Ακολούθησε καταγγελία του πατέρα σε βάρος της και με εντολή εισαγγελέα η Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων ανέλαβε να αποκαταστήσει την επικοινωνία του με τον γιο του. Πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις των δύο γονιών και του παιδιού, κατά τις οποίες διαπιστώθηκε πως το αγοράκι δεν γνώριζε ότι ο άνδρας που είχε απέναντί του ήταν ο πατέρας του αλλά ένας «κακός κύριος» που έπρεπε να συναντά.
Διαπιστώθηκε ακόμη «έντονη τάση της μητέρας να διαστρεβλώνει τα πραγματικά περιστατικά», η οποία παρουσία της ειδικού επικαλούνταν «ακραία αναστάτωση, ψυχικό τραυματισμό και κρίσεις συμπεριφοράς του τέκνου της λόγω της επικοινωνίας με τον πατέρα του».
Ωστόσο, αυτά που διαπίστωσε η κοινωνική λειτουργός ήταν εντελώς αντίθετα με την προσέγγιση της μητέρας. Το παιδάκι κατά τη διάρκεια των συναντήσεών του με τον πατέρα χαμογελούσε συνεχώς, εξέφραζε συναισθήματα χαράς και ικανοποίησης.
Με νέα δικαστική απόφαση ορίστηκε εκ νέου η επικοινωνία πατέρα – γιου και η πρώτη τους συνάντηση έγινε σε παιδότοπο με την παρουσία της μητέρας. Ωστόσο δύο ημέρες αργότερα η γυναίκα μετέβη στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων και ισχυρίστηκε πως ο πατέρας ενήργησε γενετήσιες πράξεις σε βάρος του παιδιού και οι γιατροί δημόσιου νοσοκομείου που το εξέτασαν της συνέστησαν να προβεί σε καταγγελία.
Ωστόσο, η καταγγελία αυτή, όπως και προηγούμενη ανάλογου περιεχομένου που είχε κάνει σε βάρος του πατέρα, δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι και οι δύο καταγγελίες «ήταν ψευδείς και έγιναν με αποκλειστικό σκοπό να διακοπεί η επικοινωνία του πατέρα με το τέκνο». Μάλιστα, όπως διαπιστώθηκε, και οι δύο καταγγελίες έγιναν αμέσως μετά τις δικαστικές αποφάσεις που ρύθμιζαν την επικοινωνία πατέρα – γιου.
Το δικαστήριο, εξετάζοντας τα στοιχεία της υπόθεσης, ανέθεσε την οριστική επιμέλεια του ανήλικου στον πατέρα, κρίνοντας ότι αυτός «περιβάλλει το τέκνο με στοργή και αγάπη και έχει την ψυχική διάθεση να ασχοληθεί συστηματικά με την ανατροφή του». Αντίθετα, «η μητέρα δεν ενδιαφέρεται για την ψυχική υγεία του παιδιού της, αφού επί σειρά ετών είχε αποκόψει πλήρως αυτό από τον πατέρα του και δεν επέτρεπε καμία επικοινωνία μεταξύ τους». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση, ο πατέρας δεν μπόρεσε ποτέ να βρεθεί στα γενέθλια ή στη γιορτή του γιου του μέχρι τα έξι του χρόνια, ούτε το παιδί είχε ποτέ καμία επαφή με τη γιαγιά του.
Πηγή: protothema.gr