Ως ισχυρό κίνητρο για τον εμβολιασμό χαρακτηρίζει την απώλεια εισοδήματος, ο Στέλιος Πέτσας, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο επέκτασης της υποχρεωτικότητας και σε άλλους κλάδους.
«Το να χάσει κανείς το εισόδημά του είναι ένα πολύ ισχυρό κίνητρο να κάνει το εμβόλιο. Αυτό αποδείχθηκε από το άλμα που έγινε στα ποσοστά εμβολιασμούς στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. Προσδοκούμε ο εμβολιασμός να επιταχυνθεί και στο λοιπό υγειονομικό προσωπικό, όπου φαίνεται ότι υπάρχει ένα χαμηλό ποσοστό, αλλά και σε άλλες κατηγορίες εργαζόμενων».
Μεταξύ άλλων ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών, δήλωσε στην ΕΡΤ: «Είμαστε εδώ για να προσαρμόζουμε μια στρατηγική με γνώμονα την προστασία της ανθρώπινης ζωής και φυσικά της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας που έχει πληγεί πάρα πολύ τους τελευταίους 18 μήνες».
Μιλώντας, για τα νέα μέτρα για την διαχείριση της πανδημίας και τις αντιδράσεις που προκάλεσε η ανακοίνωσή τους ο κ. Πέτσας τόνισε ότι αυτή είναι η απλή φιλοσοφία της κυβέρνησης που δεν θα επιτρέψει την οικονομία να ξανακλείσει ξανά από τον Σεπτέμβρη και μετά.
«Το προηγούμενο χρονικό διάστημα προσπαθήσαμε να πείσουμε τους πολίτες ότι είναι καλό για τον εαυτό τους και τους γύρω τους να εμβολιαστούν. Όταν τα ποσοστά εξακολουθούν να παραμένουν στα επίπεδα που βρίσκονται σήμερα, όταν ένα εκατομμύριο πολίτες τον Αύγουστο προτίμησαν να κάνουν τις διακοπές τους και να μην εμβολιαστούν, πρέπει να προστατεύσουμε την οικονομική και την κοινωνική δραστηριότητα. Επειδή όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ανεμβολίαστοι κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν αλλά και να νοσηλευθούν, τότε παίρνουμε μέτρα και επιτρέπουμε την οικονομική και την κοινωνική δραστηριότητα στους εμβολιασμένους, με λιγότερους περιορισμούς. Είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο της υποχρεωτικότητας (των εμβολιασμών) αν επιδεινωθούν τα υγειονομικά δεδομένα. Αν αυτό κριθεί αναγκαίο από τους ειδικούς θα προχωρήσουμε και σε άλλες υπηρεσίες» διευκρίνισε ο κ. Πέτσας αναφερόμενος στο θέμα της επέκτασης της σχετικής οδηγίας σε εκπαιδευτικούς, αστυνομικούς και στρατιωτικούς.
Για τα περί εξαίρεσης της Εκκλησίας
Ο κ. Πέτσας τοποθετήθηκε και στις απόψεις περί εξαίρεσης της Εκκλησίας από τα νέα μέτρα.
«Δεν νομίζω ότι εξαιρείται η Εκκλησία. Υπάρχουν ανακοινώσεις και για την Εκκλησία και την προσέλευση των πιστών στην γενική παλέτα των μέτρων στις χθεσινές ανακοινώσεις. Η Εκκλησία, όλο το προηγούμενο διάστημα είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία και ήταν αρωγός. Η τελευταία ανακοίνωση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τέλος Ιουλίου, ήταν καθοριστική για να μπορέσουμε να επιταχύνουμε τις προσπάθειες εμβολιασμού και στα πιο απομακρυσμένα σημεία της χώρας», σημείωσε.
Αναφορικά με τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια ο κ. Πέτσας ανέφερε, σύμφωνα με την ertnews, ότι «σε αυτή τη φάση κρίθηκε να προχωρήσουμε έτσι, με ένα αρκετά αυξημένο ποσοστό ελέγχων ώστε να μπορούμε να είμαστε περισσότερο ασφαλείς όταν θα επανέλθουν στις σχολικές αίθουσες τα παιδιά μας. Από εκεί και πέρα η προέκταση της υποχρεωτικότητας είναι κάτι που θα το δούμε».
Όπως επανέλαβε ο κ. Πέτσας, σε υπηρεσίες πρώτης γραμμής, δηλαδή όσοι έρχονται σε επαφή με το κοινό, παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο της επέκτασης της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού. «Αυτό θα το δούμε το φθινόπωρο, όσο προχωράει η πορεία της πανδημίας. Έχει σημασία να μπορέσουμε να επιταχύνουμε τον εμβολιασμό και τα κίνητρα που δόθηκαν χθες είναι ικανοποιητικά για να έχουμε μια αύξηση από τα επίπεδα των 30.000 εμβολιασμών την ημέρα που είναι σήμερα. Πρέπει να χτίσουμε όσο το δυνατόν υψηλότερο τείχος ανοσίας πριν να χειροτερεύσει ο καιρός».
Για τυχόν ελλείψεις μετά την αναστολή εργασίας των ανεμβολίαστων
Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς θα καλυφθούν τυχόν κενά που θα δημιουργηθούν σε νευραλγικές υπηρεσίες από την άρνηση του προσωπικού να εμβολιαστεί έναντι του κορονοϊού ο κ. Πέτσας είπε ότι η κυβέρνηση, όλο το προηγούμενο διάστημα, προχώρησε, σε προσλήψεις προσωπικού. «Η κυβέρνηση θα συνεχίσει να το κάνει και με έκτακτο τρόπο και με μόνιμο τρόπο. Επομένως, δεν νομίζω ότι το πρόβλημα αυτή την στιγμή είναι πώς θα καλυφθούν τα κενά. Το θέμα είναι να μην υπάρξουν κενά, πείθοντας τους συμπολίτες μας, όπως είναι το υγειονομικό προσωπικό, να κάνει το αυτονόητο».