ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1-Η ΑΠΟΦΑΣΗ
Μάιος 1453-Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους
―Ο αρχηγός μας Τζουστινιάνι τραυματίστηκε.. Στα καράβια γρήγορα.. Υποχωρήστε!
Γρήγορα, γρήγορα..Το γενικό πρόσταγμα για υποχώρηση είχε δοθεί. Μέσα στην οχλοβοή της μάχης ο καθένας μας έπρεπε να βρει την πολυπόθητη έξοδο για τα καράβια. Παράλληλα, ήταν ανάγκη να εξασφαλιστεί ασφαλής διάδρομος για τον γενναίο, αλλά σοβαρά τραυματισμένο, αρχηγό μας.
Μετά από κάμποσες ώρες είχαμε αποπλεύσει προς το νησί της Λήμνου· όσο απομακρυνόμασταν, τόσο και περισσότερες εστίες φωτιάς βλέπαμε να φουντώνουν στις διάφορες συνοικίες της Πόλης, εκεί που άλλοτε έσφυζε από ζωή κάθε γειτονιά σε κάθε περιοχή.
Η αφεντιά μου ονομάζομαι Τζουζέπε Καρούτσο (Giuseppe Caruzzo) και ήμουν ένας από τους υπαρχηγούς του Τζιοβάνι Τζουστινιάνι του γενναιότερου μαχητή που είχα γνωρίσει στη ζωή μου και άριστου χειριστή του ξίφους. Ήμουν ένας από τους 700 υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης γενουατικής καταγωγής, που με το πρώτο κάλεσμα του αρχηγού μας ανταποκριθήκαμε μπροστά στον κίνδυνο να χαθεί ολόκληρη η ανατολική ορθόδοξη χριστιανοσύνη.
Σε μια από τις πολύνεκρες μάχες κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πάλαι ποτέ κραταιάς Κωνσταντινούπολης, έσωσα κυριολεκτικά από του Χάρου τα δόντια έναν αριστοκρατικής καταγωγής Βυζαντινό αξιωματούχο ονόματι Δημήτρη. Μέσα στην αναμπουμπούλα των ημερών δεν κατάφερα να συγκρατήσω το επώνυμό του, αλλά ως ένδειξη ευγνωμοσύνης μού χάρισε ένα δαχτυλίδι-σφραγιδόλιθο· ήταν επίσης σημάδι της σύντομης μεν, αλλά ισχυρής φιλίας που δημιουργήθηκε έκτοτε. Μου ανέφερε ότι πολλοί συγγενείς του βρίσκονται στην περιοχή του Μυζηθρά (Μυστρά) στη νότια Πελοπόννησο και ότι, εάν κάποτε χρειαζόμουν τη βοήθειά τους, να μη δίσταζα με την επίδειξη του δαχτυλιδιού να τη ζητήσω.
Τα χρόνια πέρασαν και δεν έκανα ποτέ χρήση της προσφερθείσας βοήθειας. Ωστόσο, το δαχτυλίδι το κράτησα ως κόρη οφθαλμού και αυτό μεταβιβάστηκε, με τη σχετική ιστορία να το συνοδεύει, όταν βρισκόμουν στα τελευταία μου,στον γιο μου με την υπόμνηση, όταν έρθει ο καιρός, να δοθεί στον γιο του.
Μάιος 1821
Είμαι ο Achille Caruzzo και έπαιρνα τον πρωινό μου καφέ στο σαλόνι της οικίας μου με τη συνοδεία του περιοδικού «L’ Antologia» του εκδότη Ιωάννη – Πέτρου Βιεσσέ (Giovan – Pietro Vieusseux). Ήταν μια από τις καθημερινές μου συνήθειες και συνάμα απολαύσεις. Συνήθιζα να ξεκοκαλίζω κάθε γραμμή, του ασχολούμενου με ποικίλα θέματα περιοδικού και η ματιά μου έπεσε στην εξής είδηση:
«Του ανταποκριτή μας Βονιφάτιου Γατελούζου
Οι άξιοι απόγονοι του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας επιτέλους αναστήθηκαν και ξεσηκώθηκαν απέναντι στον Οθωμανό κατακτητή. Μάχες σώμα με σώμα γίνονται και ήδη κάποιες πόλεις και χωριά έχουν πέσει στα χέρια των Ελλήνων. Θα σας ενημερώνουμε τακτικώς και ανελλιπώς».
Με το που διάβασα το εν λόγω άρθρο συγκινήθηκα και ένιωσα ξαφνικά μια ασυνήθιστη έξαψη. Θυμήθηκα τους διαρκείς αγώνες των προγόνων μου εναντίον των Οθωμανών με πρωτεργάτη τον μακρινό πρόγονό μου Τζουζέπε Καρούτσο. Γενεές επί γενεών υπερασπιστήκαμε τη χριστιανοσύνη με αυταπάρνηση και απαράμιλλο ηρωισμό. Εκτός από την υπεράσπιση της βασιλίδος των πόλεων το έτος 1453, ενεργή ήταν η συμμετοχή της οικογένειας στον Γ΄ βενετοτουρκικό πόλεμο στον ιερό συνασπισμό (Santa Lega) κάτω μάλιστα υπό τις διαταγές του κοντοτιέρου Αντρέα Ντόρια (1538). Στη συνέχεια, αίμα της οικογένειας χύθηκε και στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Battaglia di Lepanto 1571).
(Λίγες ώρες μετά…)
― Δεν σου άρεσε η μανιταρόσουπα αγαπητέ μου Achille;
―Όχι κάθε άλλο…
―Δεν έφαγες καθόλου όμως. Φαίνεται κάτι σοβαρό να σε απασχολεί…
―Δεν είναι τίποτα καλή μου Τζουλιέττα….
Η αλήθεια είναι ότι ο νους μου ήταν στην αυτοθυσία των προγόνων μου και τις διάφορες ιστορίες, που είχα ακούσει (ή διαβάσει) κατά καιρούς, για την αγωνιστικότητα που είχαν επιδείξει κατά των Οθωμανών. Αναρωτιόμουν μήπως είχε έρθει η ώρα να δείξω και εγώ ανάλογη δράση…
(Μετά από περίπου τρεις μήνες…)
―Όλα είναι πλέον έτοιμα Achille. Το πλοίο θα σαλπάρει σε καμιά ώρα περίπου. Είμαστε συνολικά 35 άτομα άρτια εξοπλισμένα, το άνθος της ιταλικής νεολαίας. Πολλοί από τους άντρες έχουν τεράστια πολεμική πείρα επειδή πολέμησαν στους Ναπολεόντειους πολέμους.
Όταν πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα, βρισκόμασταν στα τέλη της χρονιάς. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και σκληρός και σύντομα οι ανάγκες του αγώνα μας οδήγησαν στην Ήπειρο. Συνάμα στη διαδρομή κρατούσα ημερολόγιο και κατέγραφα τις πιο σημαντικές λεπτομέρειες του ταξιδιού. Είχε ήδη τελειώσει η κακοκαιρία και οδεύαμε με εντολή του Αλ. Μαυροκορδάτου προς την Άρτα. Είχα αντιληφθεί ότι τελικά ο ελληνικός και ο ιταλικός λαός διαθέτουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά ήταν ότι και οι δυο λαοί πίστευαν, και μάλιστα θα μπορούσε κανείς να προσθέσει φανατικά, στον θεό της διχόνοιας ή σε κάθε περίπτωση, ότι ήταν ασεβείς στη θεότητα της ομόνοιας…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 – Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Ένα βροχερό βράδυ στο καπηλειό του χωριού έπινα λίγο κοκκινέλι* με έναν φίλο. Ενώ κουβεντιάζαμε νοσταλγικά για την κοινή πατρίδα μας και για το πως θα περνούσαμε την εποχή αυτή εκεί, ο συμπολεμιστής μου αλλάζει ξαφνικά θέμα συζήτησης, το πρόσωπό του συσπάται, συνοφρυώνεται, κοντοζυγώνει και μου λέει με σιγανή φωνή:
―Μας κοιτάει ένας οπλισμένος φουστανελοφόρος επίμονα εδώ και ώρα. Κάθεται στο τραπέζι αντίκρυ με άλλους τρεις. Μήπως τον γνωρίζεις; Κοίτα όσο πιο διακριτικά μπορείς…
Δεν πρόλαβα να γυρίσω το κεφάλι μου ώστε το βλέμμα μου να στραφεί δήθεν τυχαία προς την κατεύθυνση που μου είχε υποδείξει ο συμπατριώτης μου για να εντοπίσω τον Έλληνα στρατιώτη, όταν ένιωσα κάτι πολύ αιχμηρό να μου σουβλίζει τα πλευρά· ήταν η σπάθα του Έλληνα πρώην αρματολού και νυν επαναστάτη. Ταυτόχρονα η όψη του είχε κάτι το έντονα αγριωπό και συνάμα απειλητικό· μόλις και μετά βίας ακούστηκε ένας συριγμός.
―Που βρήκες το δαχτυλίδι που φοράς στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού σου;
Δεν μπορώ να εξηγήσω ούτε καν στον εαυτό μου (πόσο μάλλον σε σας αγαπητοί αναγνώστες), που βρήκα την ψυχραιμία, το κουράγιο και το θάρρος να μείνω ατάραχος. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα του απάντησα ευθαρσώς ότι θα ήταν πολύ καλύτερο, επειδή η ιστορία απόκτησης του δαχτυλιδιού είναι μακρά, να κάτσουν αυτός και οι φίλοι του μαζί μας και να κεράσω ένα ποτηράκι. Δεν γνωρίζω ποια φράση ή ποια λέξη τον μεταμόρφωσε και τον έκανε να το σκεφτεί· αυτό που σε κάθε περίπτωση παραμένει βέβαιο, είναι το γεγονός ότι αστραπιαία η όψη του γαλήνεψε και σχηματίστηκε ένα ελαφρύ μειδίαμα στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του.
Η διήγηση της ιστορίας μου κράτησε περίπου ένα ημίωρο· η επωδός της συνοδεύτηκε από αναπάντεχα ξεσπάσματα δακρύων του συνομιλητή μου και, πριν από λίγο, απειλούντος τη ζωή μου. Η συγκίνηση ήταν εκατέρωθεν αμοιβαία και μου ομολόγησε με βραχνή φωνή από τους λυγμούς ότι αυτός που έδωσε το δαχτυλίδι στον απώτερο πρόγονό μου ήταν ουσιαστικά ο γενάρχης της φαμίλιας του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3―Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ
Μάιος 1453 Κωνσταντινούπολη (οικία του Λογοθέτη του Γενικού)
―Δημήτρη έχω κακό προαίσθημα…
―Θεοδότη μου… Χάιδεψα απαλά με το χέρι μου το πάλλευκο μάγουλο της πολύτιμης συζύγου μου. Αφού την ώρα που σύσσωμος ο λαός της πρωτεύουσας αγωνίζεται μπροστά στα τείχη για να μην κυριευθεί η Πόλη των Πόλεων μπορώ εγώ να κάνω πίσω και να απολαμβάνω τη θαλπωρή του σπιτιού μου;
Ενδύθηκα τον φολιδωτό μου θώρακα με τις σιδερένιες οξυκατάληκτες φολίδες τοποθετημένες σε κάθετο άξονα, οι οποίες έτσι σχημάτιζαν κάθετες παράλληλες σειρές χωρίς να έχουν ωστόσο οριζόντια επικάλυψη, ενώ κάθε φολίδα ξεχωριστά ήταν στερεωμένη με πριτσίνια επάνω σε δερμάτινο υπόστρωμα. Τοποθέτησα το κράνος, το οποίο είχε σχήμα κωνικό και ήταν αρκετά υψηλό, ενώ το φορούσα πάνω από την αλυσιδωτή κουκούλα. Έβαλα στα πόδια τις μεταλλικές περικνημίδες για μέγιστη προστασία· ζώστηκα το ευμήκες σπαθί, σήκωσα από τη λαβή την περίτεχνη ασπίδα και τέλος, ασπάστηκα την πολυαγαπημένη σύζυγό μου. Κατόπιν όλων αυτών, ξεχύθηκα ακάθεκτος στη μάχη. Δεν τόλμησα να κοιτάξω πίσω…
Είχα οριστεί να φυλάττω με ένα επίλεκτο σώμα οπλιτών το μέρος της Πόλης που έβλεπε προς τον Κεράτιο κόλπο πολύ κοντά στους Γενουάτες μισθοφόρους με επικεφαλής τον Ιουστινιάνη Λόγγο. Οι συνεχείς και ανελέητοι κανονιοβολισμοί και βομβαρδισμοί είχαν αδυνατίσει σε πολλά σημεία τα τείχη· έτσι μια ρωγμή ήταν αρκετή για να δώσει την ευκαιρία στο στρατό των απίστων να εισέλθει στην πρώτη ζώνη της οχύρωσης.
Πώς μαζεύονται από όλες τις μεριές αναρίθμητα ζώα όταν ανακαλύψουν, εξαιτίας της δυσοσμίας, ένα θήραμα σκοτωμένο έτοιμο προς βρώση; Πώς συγκεντρώνονται τα μυρμήγκια όταν καταλάθος μικροποσότητες μελιού χυθούν έξω από το βάζο, προκειμένου να το αποθηκεύσουν για τις δύσκολες μέρες του επερχόμενου χειμώνα; Έτσι και τα οθωμανικά στίφη στριμώχνονταν για να περάσουν μέσα από το άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί· η κατάσταση ήταν πολύ κρίσιμη γιατί, εάν κατάφερνε να διεισδύσει ικανός αριθμός Τούρκων στρατιωτικών, η πολιορκία θα είχε χαθεί. Σε κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι είχα περικυκλωθεί από τους πολυάριθμους εχθρούς· μου ήταν αδύνατο να ξεφύγω· ένιωσα μια λόγχη να με διαπερνά και την αμέσως επόμενη στιγμή επήλθε το σκοτάδι.
Ξύπνησα από βαθύ λήθαργο (και όπως με πληροφόρησαν οι συναγωνιστές μου μετά από τρεις ολόκληρες μέρες), έχοντας στο πλευρό μου την προσφιλής Θεοδότη και τον γιατρό να με επισκέπτεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Η Θεοδότη ανακουφίστηκε πολύ όταν είδε να ανοίγω τα μάτια μου και έστω και με κάποια δυσκολία λόγω του τραύματος, να έχω επαφή με το περιβάλλον. Με ενημέρωσε ότι πάνω από το κορμί μου διαδραματίστηκε πολύ σκληρή μάχη και ότι χρωστάω τη ζωή μου χάρη σε έναν γενναίο Γενουάτη από την ομάδα του Ιουστινιάνη. Δεν είχε καταφέρει να μάθει το όνομά του ακόμη. Τα λόγια της διακόπηκαν, όταν ένας σκουρόχρωμος και ψηλόσωμος άντρας με ανεμίζουσα χαίτη και μακριά γένια ήρθε και σε άπταιστα ελληνικά ρώτησε για την υγεία μου. Ήταν ο άγνωστος σωτήρας μου. Ζήτησα ευγενικά από την ξενυχτισμένη σύζυγο να μας αφήσει λίγο μόνους με τον απρόσμενο επισκέπτη. Αφού συστηθήκαμε και τον ευχαρίστησα θερμά για τις επιτυχείς προσπάθειές του να με απομακρύνει σώο από το πεδίο της μάχης, ήρθε αιφνιδίως στο μυαλό μου η σκέψη να του κάνω ένα δώρο και πιο συγκεκριμένα, το πατρογονικό δαχτυλίδι-σφραγιδόλιθο ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης για την παλικαριά του. Συνάμα ήταν και το σήμα κατατεθέν με το οποίο θα μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από τους συγγενείς μου ανά πάσα ώρα και στιγμή. Στην αρχή ήταν διστακτικός στο να το δεχτεί τονίζοντας ότι έκανε απλά το καθήκον του όπως θα το έκανε ένας οποιοσδήποτε σύντροφος στα όπλα· στο τέλος, όμως ανταποκρινόμενος στις πιέσεις μου το αποδέχτηκε και το φόρεσε στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού του χεριού. Ύστερα από αυτό, υποκλίθηκε ελαφρά και αποχώρησε. Έκτοτε τον είδα μόνο ακόμα δυο φορές επί τω έργω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4-ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Είχαμε γίνει αχώριστοι αφότου γνωριστήκαμε με τον Δημήτρη (διέσωζε το όνομα του γενάρχη της φατρίας του) και πολλές ώρες της ημέρας τις περνούσαμε μαζί. Ενδεχομένως να ήταν οι καλύτερες μέρες από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στα επαναστατημένα εδάφη. Κόντευε να τελειώσει ο Ιούνιος και η ζέστη ολοένα και αυξανόταν. Σιγοψιθυριζόταν ότι θα δοθεί μάχη κοντά στην τοποθεσία Πέτα, 5 χιλιόμετρα ανατολικά της Άρτας. Οι οπλοασκήσεις έδιναν και έπαιρναν και τα σπαθιά ακονίζονταν ώστε να είναι έτοιμα για την αναμέτρηση. Είχαν σημειωθεί κιόλας ορισμένες αψιμαχίες. Σε κάποια φάση με βρήκε ο Δημήτρης και μου ζήτησε να μου μιλήσει ιδιαιτέρως. Η συζήτηση κινήθηκε γύρω από τη στρατηγική της μάχης που έπρεπε να ακολουθηθεί. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί γενικότερα μιλούσαν για την αναγκαιότητα της δημιουργίας οχυρωματικών έργων (τα επονομαζόμενα ταμπούρια)· εμείς πάλι το τάγμα των φιλελλήνων δεν ήμασταν καθόλου συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους τακτικές μάχης, ενώ ήμασταν οικείοι αντίθετα με τον κλασικό τρόπο επίθεσης ο οποίος σαν αρχή είχε το πρόταγμα του στήθους των εξεγερμένων. Από τη μια, δηλαδή, προτεινόταν η τακτική του ανταρτοπόλεμου και από την άλλη προτασσόταν ο τρόπος αντιμετώπισης του εχθρού με τη λογική ενός τακτικού και οργανωμένου στρατού. Ασυμβίβαστες ούσες μεταξύ τους οι δύο τακτικές, τα ολέθρια αποτελέσματα θα φαίνονταν πολύ γρήγορα.
Νωρίς τα χαράματα της 3ης προς την 4η Ιουλίου 1822 ειδοποιηθήκαμε από αυτούς που εκτελούσαν χρέη σκοπιάς, ότι υπήρχε έντονη κινητικότητα από τη μεριά των αντιπάλων και δη φαινόταν ότι τα οθωμανικά στρατεύματα έβγαιναν από την πόλη της Άρτας με κατεύθυνση το σημείο που είχαμε εγκατασταθεί. Η μάχη που ξεκίνησε τα χαράματα ήταν σφοδρή· η γενναιότητα τόσο του γηγενούς πληθυσμού, όσο και των ευρωπαϊκών στρατιωτικών σωμάτων ήταν ασυναγώνιστη· το θάρρος περίσσευε, ενώ ο ηρωισμός θα ξεσήκωνε τον Όμηρο από τον τάφο προκειμένου και πάλι με τους στίχους του να υμνήσει την προσπάθεια των αγωνιζομένων. Ωστόσο, αυτή τη φορά και οι προαιώνιοι εχθροί υπερέβαλαν εαυτούς και ήταν ισάξιοι σε αυτή την επιχείρηση. Αποδείχτηκαν όμως αναμφίβολα πιο ικανοί στον στρατηγικό τομέα…
Είχε φτάσει το μεσημέρι και ακόμα δεν είχε αναδειχτεί νικητής. Αν και θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπήρχε ένα ελαφρύ προβάδισμα στα χριστιανικά στρατεύματα, σίγουρα δεν είχε κριθεί τίποτα ακόμα. Η κούραση ήταν διάχυτη στα πρόσωπα των μαχόμενων. Εγώ και ο Δημήτρης μαχόμασταν πλάι-πλάι και μια η πιστόλα εκπυρσοκροτούσε αποτελειώνοντας έναν Αγαρηνό, ενώ άλλες φορές το γιαταγάνι ανεβοκατέβαινε καταφέρνοντας καίρια πλήγματα στον εχθρό· έφευγε σιγά-σιγά η μεσημεριανή κάψα και ερχόταν η απογευματινή δροσιά όταν ακούστηκε μέσα στην οχλοβοή της μάχης μια κραυγή από Έλληνα αξιωματικό: «Υποχωρήστε, γρήγορα, γρήγορα…». Ήταν όμως ήδη αργά. Μεγάλο μέρος του σώματος των φιλελλήνων, αλλά και μικρότερο τμήμα των Ελλήνων οπλαρχηγών είχε εγκλωβιστεί και βρισκόταν στο έλεος του κατακτητή. Κυκλωμένοι καθώς ήμασταν από παντού, το μόνο που θα κατορθώναμε θα ήταν να διασώσουμε την τιμή και την στρατιωτική μας υπόληψη. Συνειδητοποιώντας τον επικείμενο θάνατο φιληθήκαμε αδερφικά και με μια λύσσα ανεπανάληπτη ξεχυθήκαμε στο αναπόφευκτο ραντεβού με τον θάνατό μας.
Πρώτος δέχτηκε ένα πισώπλατο χτύπημα από οθωμανική λεπίδα ο Achille. Ούρλιαξε από τον πόνο, αλλά συνέχιζε να αγωνίζεται, αν και εμφανώς καταβεβλημένος. Λίγο αργότερα ήρθε και η δική μου σειρά. Ένα φυσίγγι εχθρικό με βρήκε στον καρπό του δεξιού χεριού και αναγκάστηκα να αλλάξω το καλό μου χέρι με το οποίο κρατούσα το σπαθί και να χρησιμοποιήσω το αριστερό αποδυναμώνοντας με αυτόν τον τρόπο την κατάστασή μου. Το τέλος πλησίαζε. Το περιμέναμε στωικά. Ίσως κιόλας να το αποζητούσαμε τραυματισμένοι όντες, εφόσον κάθε λεπτό που περνούσε, ο πόνος γινόταν ολοένα και πιο αφόρητος. Κοιταχθήκαμε και οι δύο. Σωριαστήκαμε και οι δύο κάτω στο έδαφος αφού δεχτήκαμε και άλλα απανωτά πλήγματα. Έπιασε ο ένας σφιχτά το χέρι του άλλου. Τουλάχιστον η ισχυρή φιλία των οικογενειών μας τελείωνε εκεί που είχε αρχίσει, στο πεδίο της μάχης…
*κοκκινέλι=κόκκινο κρασί