Την έντονη ενόχλησή του εκφράζει το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών με αφορμή τις εκδηλώσεις μνήμης στην Ελλάδα για τη Γενοκτονία των Ποντίων, κάνοντας λόγο για «παραλήρημα» της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και προσάπτοντας για άλλη μια φορά στην Ελλάδα κατηγορίες θηριωδίας κατά την επέλαση του ελληνικού στρατού στην Ανατολία έναν αιώνα πριν.
«Η ημερομηνία της 19ης Μαΐου 1919 δεν αποτελεί μονάχα το πρώτο βήμα του Πολέμου της Ανεξαρτησίας μας και μία ημέρα γιορτής μόνο για το Έθνος μας, αλλά και για όλα τα καταπιεσμένα έθνη που πολέμησαν ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Μια τέτοια μέρα, οι αβάσιμες και γεμάτες παραλήρημα δηλώσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου και των αρχών της Ελλάδας με το πρόσχημα της επετείου της 19ης Μαΐου 1919 δεν συμβαδίζουν με τα ιστορικά γεγονότα ή τις αξίες του 21ου αιώνα.
Μετά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου το 1918, η Κωνσταντινούπολη ήταν η μόνη κατεχόμενη πρωτεύουσα και ο ελληνικός στρατός εισέβαλε στο Σμύρνη στις 15 Μαΐου 1919 κι αυτή η οδυνηρή εισβολή μετατράπηκε σε μια καλά σχεδιασμένη και επαίσχυντη κατοχή χωρίς καμία αιτιολογία.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι φρικτές διαστάσεις από τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν πέντε μήνες μετά την εισβολή ήταν αρκετά σοβαρές για να απαιτηθεί από τους Συμμάχους να ιδρυθεί μια διερευνητική επιτροπή.
Η ελληνική ηγεσία, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την ιστορία της, δεν θα πρέπει να ξεχνά τις εκθέσεις της ερευνητικής επιτροπής των συμμαχικών χωρών και τα γεγονότα στα οποία βασίζεται το άρθρο για εγκλήματα πολέμου της συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης. Το άρθρο 59 της συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης όριζε ότι τα όσα διέπραξε ο ελληνικός στρατός, όταν κατέλαβε την Ανατολία, ήταν ενάντια στους κανόνες του πολέμου.
Μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός Βενιζέλος, το 1934, υπέδειξε τον μεγάλο ηγέτη Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ως υποψήφιο για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, ωστόσο σήμερα αποδεικνύεται ότι ανεύθυνοι πολιτικοί και ριζοσπαστικοί κύκλοι προσπαθούν να αναγνώσουν την ιστορία αντίστροφα.
Επιμένοντας στις εκκλήσεις μας για επίλυση των προβλημάτων στις διμερείς μας σχέσεις μέσω του διαλόγου, η Ελλάδα θα πρέπει, στο χέρι φιλίας που τείνουμε, όπως στο παρελθόν να προχωρήσει σε μία σωστή ανάγνωση της αλλαγής που έχει επέλθει στον κόσμο».
Η απάντηση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών:
«Η ιστορική αλήθεια, η αυτοκριτική και η εγκατάλειψη του αναθεωρητισμού, αποτελούν προϋποθέσεις για τον καλόπιστο διάλογο και την καταπολέμηση των ακροτήτων του εθνικισμού, για τη συμφιλίωση των λαών και των κρατών και την ειρηνική συμπόρευσή τους.
Αυτή την πολιτική στάση επέλεξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν πρότεινε τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ως υποψήφιο για το Νόμπελ Ειρήνης. Και αυτό παραμένει σημαντικό κομμάτι της βαρυσήμαντης παρακαταθήκης που άφησε πίσω του ο μεγάλος Έλληνας πολιτικός, για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και πέραν αυτών.
Αντιθέτως, η Τουρκία επιλέγει να προβεί για ακόμη μια φορά σε μια αδόκιμη προσπάθεια παραποίησης της ιστορίας, αγνοώντας ότι οφείλει, όπως όλοι μας, να αναγνωρίζει την ιστορική αλήθεια. Όλοι πρέπει να συμβιβάζονται με την ιστορία τους ώστε γεγονότα όπως η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού να μην επαναληφθούν ποτέ ξανά».