Τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για την ελληνική γλώσσα, η οποία «πρέπει να καταστεί εργαλείο εξωτερικής πολιτικής», ζήτησε ο Ευριπίδης Στυλιανίδης σε ομιλία του στην Επιτροπή Απόδημου Ελληνισμού του Κοινοβουλίου.
Στην Επιτροπή εκλήθησαν ο Πρύτανης του ΑΠΘ καθηγητής Ν. Παπαϊωάννου και ο Πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας καθηγητής κ. Καζάζης προκειμένου να παρουσιάσουν το σημαντικό έργο που κάνουν στο εξωτερικό τα Ιδρύματα της Βορείου Ελλάδας.
Συγκεκριμένα ο Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης τόνισε:
«Θεωρώ σημαντικότατο ζήτημα τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για τη γλώσσα, διότι πιστεύω ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι μιας ευρύτερης εθνικής στρατηγικής για τη χώρα. Εκτιμώ ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας παγκοσμιοποίησης που προωθεί την ισοπεδωτική ομογενοποίηση των πολιτιστικών μοντέλων, μέσα σε αυτά και των γλωσσών. Επειδή πιστεύω ότι η γλώσσα, η θρησκεία και η εθνική αυτογνωσία αποτελούν τα συνιστώντα στοιχεία μιας σύγχρονης εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας, αυτό που περιέγραψε ως έργο ο κύριος Πρύτανης και ως στρατηγική ο κύριος καθηγητής, πιστεύω ότι αγγίζει την καρδιά του βασικού προβλήματος της εξωτερικής μας πολιτικής.
Είναι σημαντικό ότι σε παλαιότερες εποχές η γλώσσα μας ήταν απαραίτητο εργαλείο όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά για όλον τον κόσμο, διότι ήταν η γλώσσα που ξεκλείδωνε τα ευαγγέλια για τον Χριστιανισμό, γιατί είχαν γραφεί στα ελληνικά και έτσι διαδόθηκαν, και τις πρώτες ιστορικές πηγές για τον διαφωτισμό, δηλαδή τα ελληνική γραμματεία που αποτέλεσε τη βάση της σύγχρονης δημοκρατίας. Για αυτό ενδεχομένως εμείς να έχουμε κλονιστεί και να πιστεύουμε ότι δεν έχει τώρα η γλώσσα μας την παλιά δυναμική. Δεν την έχει όμως, γιατί εμείς ως χώρα δεν την προβάλλουμε.
Θα σας αναφέρω ότι την παραμονή των γαλλικών εκλογών, οι διανοούμενοι της Γαλλίας έθεσαν ως κεντρικό προεκλογικό ζήτημα στον Πρόεδρο Μακρόν την επαναφορά των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών στα ανώτερα καλύτερα πρότυπα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης και η πρώτη εφαρμοσμένη πολιτική που υιοθέτησε ο Μακρόν ήταν να ξαναβάλει τα αρχαία ελληνικά και τα Λατινικά στα σχολεία της Γαλλίας. Αυτό το κάνει η Γάλλο, μια χώρα που έχει καταστήσει τη γλώσσα της εργαλείο εξωτερικής πολιτικής με την «φρανκοφωνία». Έχει δημιουργήσει, δηλαδή, διεθνή οργανισμό υπέρ της γαλλικής γλώσσας, για να πολλαπλασιάζει φίλους και συμμάχους στο πλαίσιο της εξωτερικής της πολιτικής. Αυτό πρέπει να κάνουμε και εμείς.
Γίνομαι τώρα, κύριε Πρόεδρε, πρακτικός και μεταβιβάζω και σε εσάς την ευθύνη του Σώματος. Δεν είναι δυνατόν να μιλούν συνάδελφοι από το βήμα της Βουλής χρησιμοποιώντας ξένη ορολογία χωρίς να μεταφέρουν τον αντίστοιχο όρο και στα ελληνικά. Έλληνες βουλευτές έχει το Κοινοβούλιο. Δεν είναι δυνατόν η Ελληνική Βουλή να πληρώνει διερμηνευτικά τμήματα στους διεθνείς οργανισμούς και κάποιοι να επιλέγουν στις ολομέλειες του Συμβουλίου της Ευρώπης, της Ε.Ε., του ΝΑΤΟ και όλους τους άλλους οργανισμούς στους οποίους συμμετέχουμε, να μιλούν σε ξένη γλώσσα για να επιδείξουν την γλωσσομάθειά τους στο κοινό του εσωτερικού. Εκεί είμαστε για να διαδώσουμε τη γλώσσα τη δική μας και το δικό μας πολιτισμό. Για αυτό δαπανά το Ελληνικό Κράτος χρήματα στις ολομέλειες, για να μιλούμε ελληνικά.
Θα έλεγα ότι αυτό αφορά και την πνευματική, οικονομική και πολιτική ηγεσία του τόπου. Μια δήλωση στα διεθνή δίκτυα στα ελληνικά έχει πολλαπλάσια αξία από μια δήλωση στα αγγλικά, στα γαλλικά ή στα Γερμανικά, για να δείξουμε στο χωριό μας ότι μιλούμε ξένη γλώσσα. Εδώ πρέπει να δείξουμε στον κόσμο ότι μιλούμε τη γλώσσα που γέννησε τη δημοκρατία. Δεν είναι εθνικιστικό αυτό. Είναι απολύτως δημοκρατικό πολιτιστικό δικαίωμα ενός έθνους που έχει αυτήν την ιστορία. Το λέω γιατί πιστεύω ότι πρέπει να μεταφέρετε το μήνυμα στην Προεδρία της Βουλής, προκειμένου να περάσει αυτό το μήνυμα σε όλους τους συναδέλφους που συμμετέχουμε σε διεθνείς οργανισμούς.
Επίσης, πιστεύω – εδώ ας με διορθώσει ο κ. καθηγητής που είναι ειδικότερος από εμένα- ότι αν θέλουμε να χτίσουμε μια εθνική στρατηγική για την Ελλάδα, θα πρέπει να την βασίσουμε στις αμετάφραστες λέξεις της ελληνικής γλώσσας, διότι αποδίδουν έννοιες που μόνο οι Έλληνες τις συνέλαβαν και πάνω σ’ αυτές έχτισαν το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, χωρίς υπερβολή. Αυτό δεν το λέμε εμείς, το αναγνωρίζουν και οι άλλοι λαοί και τα άλλα έθνη. Η λέξη «δημοκρατία» παραμένει ίδια για όλους. Η λέξη «αρμονία» παραμένει η ίδια για όλους. Η λέξη «χάος» παραμένει η ίδια για όλους.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι θα πρέπει να συζητήσουμε, πλέον συγκεκριμένα με τη βοήθεια του Πανεπιστημίου και του Κέντρου και να εισηγηθούμε ως Επιτροπή και στο Υπουργείο Παιδείας και στο Υπουργείο Εξωτερικών μέτρα πραγματικής προώθησης της ελληνομάθειας, όχι μόνο αμυντικά, δηλαδή τα Ελληνόπουλα του οικουμενικού ελληνισμού να μάθουν τη μητρική τους γλώσσα, αλλά επιθετικά. Σας το λέω με την εμπειρία του Τμήματος Ελληνικής Γλώσσας που κάποτε ιδρύσαμε στο Πεκίνο και όταν ξαναπήγαμε, πλέον για να διεκδικήσουμε τη συμμετοχή την επενδυτική στην COSCO με την τότε Υπουργό Εξωτερικών, 150 κινέζοι φοιτητές της μιλούσαν, τη ρωτούσαν, της απαντούσαν στα ελληνικά και αυτοί ήταν που στελέχωσαν και τις πρώτες επιχειρηματικές αποστολές στη χώρα μας και βοήθησαν να έρθει το επενδυτικό κεφάλαιο που δημιούργησε εκατοντάδες θέσεις εργασίας την περίοδο της κρίσης.
Θεωρώ ότι η προώθηση της γλώσσας είναι αναπόσπαστο κομμάτι για την οικονομική εξωστρέφεια, για την ενίσχυση των διεθνών συμμαχιών μας, για την ενδυνάμωση του σύγχρονου φιλελληνικού ρεύματος, για τη διατήρηση των απανταχού Ελλήνων, αλλά και για την αποτελεσματική άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
Είδατε προχθές ο Στρατηγός, ο Ναύαρχος του Χαφτάρ που μιλούσε ελληνικά. Αυτό είναι επένδυση. Η γλώσσα μας είναι εργαλείο για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής και πρέπει να το καταλάβουμε».