Χαρακτηριστικά αντίδρασης απέναντι στο πολιτικό σύστημα αποδίδει στη ψήφο των μειονοτικών στο τουρκόφρονο ΚΙΕΦ ο Υφυπουργός Οικονομικών και Ανάπτυξης Στάθης Γιαννακίδης σε άρθρο του στην ιστοσελίδα tvxs.gr με τίτλο «Ας μιλήσουμε ρεαλιστικά για το ΚΙΕΦ».
Ο κ. Γιαννακίδης επισημαίνει επιπλέον ότι ΚΙΕΦ και ΝΔ είναι «συγκοινωνούντα δοχεία» υπενθυμίζοντας τη στήριξη που παρείχε ο ιδρυτής του τουρκόφρονου κόμματος Αχμέτ Σαδίκ στην κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1990-93 ενώ προσθέτει ότι μόνο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να αντιμετωπίσει τα βασικά ζητήματα της μειονότητας.
Το άρθρο του Στάθη Γιαννακίδη:
«Μετά από κάθε εκλογική κάθοδο του ανεξάρτητου μειονοτικού Κόμματος Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ), στις Ευρωεκλογές, εμφανίζονται στη δημόσια σφαίρα φωνές, είτε με γνώση των θεμάτων της Θράκης, είτε διάφοροι «θρακολόγοι» του κέντρου, που επιχειρούν να εκτιμήσουν το αποτέλεσμα, είτε εκφοβίζοντας την κοινή γνώμη επιμένοντας ότι «η Θράκη κινδυνεύει», είτε δαιμονοποιώντας τη μειονοτική ψήφο.
Είναι οι ίδιες φωνές που φροντίζουν να θεωρούν «κίνδυνο» την ψήφο Ελλήνων πολιτών όταν αυτή κατευθύνεται στο ΚΙΕΦ ή και την Αριστερά αλλά επιχαίρουν ή συγκαλύπτουν το γεγονός ότι η ίδια αυτή ψήφος κατευθύνεται συνήθως προς τα Δεξιά. Άλλωστε τόσο το 2014 όσο και στις πρόσφατες εκλογές, τα ίδια εκλογικά τμήματα και οι ίδιοι ψηφοφόροι που επιλέγουν το ΚΙΕΦ, επιλέγουν και τους αυτοδιοικητικούς σχηματισμούς της ΝΔ, δίνοντας την κρίσιμη μάζα που απαιτείται για την εκλογή τους. Αν λοιπόν το ΚΙΕΦ κατέρχεται στις ευρωεκλογές προκειμένου να κάνει καταμέτρηση δυνάμεων για να διαπραγματευτεί με τα κόμματα -σύμφωνα με σενάριο που διακινείται- τότε σε αυτή τη χειραγώγηση συμμετέχει και η ΝΔ.
Είναι χρήσιμο άλλωστε να θυμηθούμε ότι ο ιδρυτής του κόμματος, Αχμέτ Σαδίκ, είχε επικρατήσει να αποκαλείται ως ο «ακραίος εθνικιστής» και «εγκάθετος της Άγκυρας» αλλά ήταν ο ίδιος ως ανεξάρτητος βουλευτής που στήριξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1990 – 1993 σε κρίσιμα νομοθετήματα και της έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης. Προηγουμένως, παρόλο που το πολιτικό κατεστημένο απέρριπτε όλα τα αιτήματα της μειονότητας, αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της έκρυθμης κατάστασης, και καθιέρωσε την πολιτική της ισονομίας-ισοπολιτείας. Όμως 30 χρόνια μετά, η αυτονόητη κατάργηση των διοικητικών διακρίσεων, δεν μπορεί να αποτελεί κατάκτηση και αιτία εφησυχασμού. Άλλωστε δεν πρόκειται απλά για ένα δικαιωματικό θέμα αλλά για ένα ζήτημα οικονομικό- αναπτυξιακό με την ευρεία του διάσταση.
Η Αριστερά ακόμη και στις εποχές της σκληρής πόλωσης, μέσω του ΣΥΝ συγκρότησε το μόνο ρεαλιστικό προγραμματικό πλαίσιο για τα μειονοτικά ζητήματα της Θράκης, που παραμένει μέχρι σήμερα η πολιτική μας παρακαταθήκη. Πάνω σε αυτή την προγραμματική βάση, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση επιχείρησε για πρώτη φορά, με τους υπάρχοντες συσχετισμούς, να αντιμετωπίσει τα βασικά ζητήματα της μειονότητας (μουφτειακά, βακουφικά, εκπαιδευτικά) και έκανε σημαντικά βήματα, πέτυχε διακομματικές συγκλίσεις, πλην όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει αρκετός δρόμος ακόμη. Άλλωστε, έπρεπε πρώτα να αντιστρέψουμε την οπισθοδρόμηση που συντελέστηκε την περίοδο Σαμαρά με σκληρή και φοβική αντιμετώπιση των μειονοτικών ζητημάτων καθώς και τις δυνάμεις του βαθέως κράτους που επιμένουν στην όξυνση των σχέσεων.
Η κάθοδος του ΚΙΕΦ τόσο το 2014 όσο και 2019, ενώ ο εκλογικός νόμος και το πλαφόν του 3% στερεί κάθε δυνατότητα εκπροσώπησης -είτε είναι ομολογία αδιεξόδου είτε επίδειξη δύναμης- αποδεικνύει ότι υπάρχει και άλλο δρόμος να διανυθεί και πολλές μεταρρυθμίσεις που ασφυκτιούν. Το γεγονός ότι ψηφίζεται συντριπτικά από τη μειονότητα, δείχνει ότι υπάρχει μια αντίδραση των ανθρώπων, στην οποία οφείλει να ενσκήψει το πολιτικό σύστημα. Η εύκολη και αφοριστική λογική ότι οι ψηφοφόροι του ΚΙΕΦ είναι “ακραίοι εθνικιστές” προφανώς και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως απολύτως διχαστική για την κοινωνία της Θράκης. Ειδικά από ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι μειονοτικοί εκπρόσωποι του οποίου έχουν αποδείξει ότι προσδιορίζονται πολιτικά και δεν περιχαρακώνονται σε αυτές τις ομαδοποιήσεις.
Η ανάλυση για την κάθοδο του ΚΙΕΦ δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια πολιτική αντιπαράθεση ή δαιμονοποίηση της μειονότητας. Πρέπει να αντιμετωπιστούν με μετριοπάθεια τα άλυτα ζητήματα που υπάρχουν, κόντρα στην ωραιοποιημένη εικόνα που καλλιεργείται από κάποιους. Παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις, τα ζητήματα αυτά θα έρχονται διαρκώς στην επιφάνεια και θα πιέζουν την πολιτική εξουσία. Όσο θα αντιμετωπίζονται με σοβαρές μεταρρυθμίσεις, θα επιλύονται προβλήματα, όσο θα αντιμετωπίζονται με αφορισμούς και φαινομενικές αλλαγές που, στην ουσία, οδηγούν σε αναβίωση του φοβικού παρελθόντος, θα τροφοδοτούν φαινόμενα όπως το ΚΙΕΦ.
Αυτό που καταφέραμε να αποδείξουμε στα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και πρέπει να γίνει κτήμα του πολιτικού συστήματος είναι πως τα μειονοτικά ζητήματα στη Θράκη, αποτελούν μέριμνα κάθε ελληνικής κυβέρνησης για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και όχι διμερές πεδίο αντιπαράθεσης».