Επαναφέρει τον «Εθνικό Όρκο» του 1920 και τις αλυτρωτικές διαθέσεις της Τουρκίας για τη Δυτική Θράκη και τα νησιά – Τι αναφέρει σε άρθρο του που περιλαμβάνεται σε ειδική έκδοση πολιτικού περιοδικού το οποίο ανήκει στον πρώην υπουργό και συνεργάτη του
Σε νέες ανιστόρητες προκλήσεις που περιλαμβάνουν και σαφείς αλυτρωτικές αναφορές για τη Δυτική Θράκη προχωρά ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Οι αναφορές αυτές, είναι σύμφωνα με ρεπορτάζ της ΕΡΤ, σε άρθρο του Τούρκου προέδρου, το οποίο και χαρακτηρίστηκε ιστορικό και περιλαμβάνεται σε ειδική έκδοση πολιτικού περιοδικού, το οποίο ανήκει στον πρώην υπουργό και συνεργάτη του προέδρου Οζάλ, Χασάν Τζελάλ Γκιουζέλ.
Αυτή η ειδική έκδοση είναι αφιερωμένη στον λεγόμενο «Εθνικό Όρκο» που ψηφίστηκε από την τουρκική Εθνοσυνέλευση το 1920, με τον οποίο η Οθωμανική Βουλή αποφάσισε να κηρύξει τα εδάφη που ζούσαν Τούρκοι, ως τουρκικά και να αγωνιστεί για την ανάκτησή τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Ερντογάν, «η κρίσιμη ιστορική στιγμή ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι Οθωμανοί είπε ότι κατείχαν εδάφη που ανέρχονταν σε 2.500.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα όταν μπήκαμε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά μας άφησαν μόνο τα 780.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και το μερίδιο μοιράστηκε στη Μεσόγειο, στο Σουέζ. Η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση συνήλθε στην Άγκυρα και αποδέχθηκε τον «Εθνικό Όρκο» που περιέχει μέρη όπως η Μοσούλη, το Κιρκούκ, το Χαλέπι, τη Δυτική Θράκη, το Μπατούμι και ορισμένα από τα νησιά».
Δυστυχώς ενώ κηρύσσαμε την τουρκική δημοκρατία, αναγκαστήκαμε να αποδεχθούμε λιγότερα εδάφη από αυτά που είχαμε διακηρύξει στον Εθνικό Όρκο. Εμείς απορρίπτουμε την αντίληψη να εγκλωβίσουμε την αρχαία μας ιστορία σε μια περίοδο μικρότερη των 100 ετών».
Αντίδραση από το Ελληνικό Υπουργείο εξωτερικών δεν υπήρξε. Ωστόσο διπλωμαστικές πηγές ανέφεραν ότι όταν ο Ερντογάν τον Δεκέμβριο είχε αναφερθεί και πάλι στον «Εθνικό Όρκο», το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είχε στηλιτεύσει τον αναθεωρητισμό που διατυπώνεται κατ’ επανάληψη από την τουρκική ηγεσία, και ότι η Ελλάδα απέναντι σε αυτήν την πολιτική της Τουρκίας αντιπαρατάσσει την προσήλωσή της στη διασφάλιση της διεθνούς νομιμότητας και της σταθερότητας. Σε κάθε περίπτωση «δηλώσεις αμφισβήτησης της συνθήκης της Λωζάνης είναι απαράδεκτες» σημείωναν με έμφαση οι ίδιες πηγές.