Αφού στα μεγάλα ζητήματα της χώρας θα αργήσουμε να δούμε φως, ίσως είναι χρήσιμο να ασχοληθεί κανείς και πρώτιστα η κυβέρνηση με τα πιο «μικρά». Ένα από αυτά – με έντονο νομικό και τοπικό ενδιαφέρον – είναι οι δικαστικές αρμοδιότητες του Μουφτή.
Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα, στην οποία οι υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου (γάμος, διαζύγια, διατροφή συζύγου και τέκνων, επιτροπεία, ισλαμική διαθήκη, εξ αδιαθέτου διαδοχή κλπ) Ελλήνων πολιτών, μουσουλμάνων στο θρήσκευμα, εξακολουθούν να δικάζονται τον 21ο αιώνα όχι από τον τακτικό δικαστή αλλά υποχρεωτικά από ένα θρησκευτικό λειτουργό, το Μουφτή, ο οποίος δεν εφαρμόζει τον Αστικό Κώδικα, αλλά υποχρεωτικά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο (Σαρία). Δηλαδή οι Έλληνες πολίτες, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, δικάζονται από πρόσωπα, που δεν απολαμβάνουν τις συνταγματικές εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και εφαρμόζουν άγραφο δίκαιο, άγνωστο στους διαδίκους και τους δικηγόρους τους, χωρίς την ύπαρξη και εφαρμογή κανενός δικονομικού κανόνα.
Ή για να το πούμε διαφορετικά, οι συμπολίτες μας μουσουλμάνοι παντρεύονται, χωρίζουν, μεγαλώνουν τα παιδιά τους μετά το χωρισμό και κληρονομούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τους υπόλοιπους Έλληνες. Και αυτό δεν επιβάλλεται από καμία διεθνή συνθήκη, αλλά από το ελληνικό εσωτερικό δίκαιο (Ν.147/1914 και Ν.1920/1991). Καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα (ούτε η Τουρκία του Ερντογάν) δεν επιτρέπει την υποκατάσταση του εθνικού της δικαίου από τους Ιερούς Κανόνες οποιαδήποτε θρησκείας και δεν έχει εμπιστευθεί την απονομή της δικαιοσύνης σε θρησκευτικούς λειτουργούς οποιαδήποτε θρησκείας. Η εφαρμογή λοιπόν του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, ενώ ακόμα και στην Τουρκία έχει καταργηθεί από το 1926, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα ζει και βασιλεύει.
Είναι φανερό ότι η απονομή της δικαιοσύνης από ένα θρησκευτικό λειτουργό με εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου παραβιάζει τόσο συνταγματικές αρχές (αρχές της ισότητας των φύλων, της υπεροχής του συμφέροντος του παιδιού, της δίκαιης δίκης, του φυσικού δικαστή), όσο και τις αρχές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και την ισχύουσα στην Ευρώπη αρχή του κοσμικού κράτους. Το πρόβλημα – εκτός από νομικό, κοινωνικό και πολιτικό – αφορά ανθρώπους, αφορά τις σχέσεις τους τόσο μεταξύ τους όσο και με τα παιδιά τους, την περιουσία τους, αφορά τελικά τη ζωή τους και την ευτυχία τους.
Μία σειρά επιστημονικών, κοινωνικών και πολιτικών φορέων έχουν εδώ και πολλά χρόνια ζητήσει την κατάργηση του άρθρου 4 του Ν.147/1914 και του άρθρου 5 του Ν.1920/1991 και την υπαγωγή των οικογενειακών και κληρονομικών υποθέσεων μεταξύ ελλήνων πολιτών, μουσουλμάνων στο θρήσκευμα, στα τακτικά ελληνικά δικαστήρια, τα οποία θα εφαρμόζουν τον Αστικό Κώδικα, όπως γίνεται για τους υπόλοιπους έλληνες πολίτες. Μεταξύ αυτών:
– οι Δικηγορικοί Σύλλογοι με απόφαση του 12ου Πανελλήνιου Δικηγορικού Συνεδρίου του 1992 και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων το 2009,
– η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,
– ο Επίτροπος για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης,
– η Επιτροπή του ΟΗΕ για την εξάλειψη των διακρίσεων σε βάρος της γυναίκας και πολλοί άλλοι.
Στο πολιτικό πεδίο: τα κόμματα της Αριστεράς σε όλο της το φάσμα (Συνασπισμός/ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΔΗΜΑΡ) ζητούν χρόνια τώρα την κατάργηση των δικαστικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή και την εφαρμογή του Αστικού Κώδικα για όλους τους έλληνες πολίτες ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Άλλωστε η Αριστερά είναι αυτή που πρώτη διατύπωσε το παραπάνω αίτημα.
Στο ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να υπάρχει επίσημη θέση. Όμως επί Γιώργου Παπανδρέου ήταν απολύτως σαφές ότι υπήρχε θετική διάθεση. Αυτό προκύπτει τόσο από δημόσιες δηλώσεις κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ της εποχής εκείνης από την περιοχή μας (Σ.Ξυνίδης, Γ.Πεταλωτής και άλλοι), όσο κυρίως από ένα σχετικό νομοσχέδιο που ετοιμάσθηκε αλλά λόγω των γνωστών ραγδαίων πολιτικοοικονομικών εξελίξεων δεν πρόλαβε καν να κατατεθεί στη Βουλή, το οποίο δεν έλυνε μεν το πρόβλημα αλλά αποτελούσε ένα πρώτο θετικό βήμα – έστω και αρκετά δειλό – στη σωστή κατεύθυνση. Επιπρόσθετα το ΙΣΤΑΜΕ, ινστιτούτο μελετών του ΠΑΣΟΚ, ήδη από το 2007 έχει εκφραστεί δημοσίως υπέρ της κατάργησης των δικαστικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή.
Στο χώρο της συντηρητικής παράταξης για πολλά χρόνια δεν επιθυμούσαν ανακίνηση του θέματος. Μεμονωμένες απόψεις κυρίως από το πιο φιλελεύθερο τμήμα της διατυπώνονταν. Όπως του Στέφανου Μάνου και της Ντόρας Μπακογιάννη, που εδώ και πολλά χρόνια έχουν δημόσια εκφραστεί υπέρ της κατάργησης των δικαστικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή.
Οι πολύ πρόσφατες δημόσιες παρεμβάσεις τόσο της Ντόρας Μπακογιάννη (λόγω του ιδιαίτερου βάρους της στη νέα ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας), όσο και του Ευάγγελου Βενιζέλου (με τη διπλή του ιδιότητα και ως συνταγματολόγου) έχουν ιδιαίτερη πολιτική σημασία. Αρχίζει λοιπόν να διαμορφώνεται ένα ευρύτατο διακομματικό μέτωπο για να τεθεί και να επιλυθεί το θέμα.
Η πρωτοβουλία τώρα ανήκει στην Κυβέρνηση αλλά και στο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, που καλείται να υλοποιήσει μία πάγια θέση του. Για να απαλλαγούμε από μία νομική παραφωνία, μοναδική πρωτοτυπία σε ολόκληρη τη δημοκρατική Ευρώπη.
Προφανώς αυτό δεν θα είναι εύκολο. Και ακόμα προφανέστερα δεν μπορεί να γίνει αυτόματα. Όμως μία από τις πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας είναι η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών της και η εξασφάλιση ενός δίκαιου συστήματος απονομής δικαιοσύνης για όλους. Γι’ αυτό η Πολιτεία οφείλει άμεσα να οργανώσει το διάλογο και με τη μειονότητα και με το νομικό κόσμο και με κάθε ενδιαφερόμενο, όπου θα αναδειχθούν οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος, θα εξουδετερωθούν προκαταλήψεις και θα ακυρωθούν φοβίες.
Οι συνθήκες είναι περισσότερο από ώριμες και οι ανάγκες περισσότερο από επιτακτικές.
Του Κ. Γούναρη, Δικηγόρου – πρώην Προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης