Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν πρέπει επ’ ουδενί να χρησιμοποιήσεις τον διάλογο Τόμσεν-Βελκουλέσκου για να δαιμονοποιήσεις Τόμσεν και ΔΝΤ παρουσιάζοντας τους Βίζερ, Κοστέλο & σία ως τους «καλούς» Ευρωπαίους με τους οποίους “μπορούμε να τα βρούμε καλύτερα”, εφόσον ξεφορτωθούμε το ΔΝΤ»
Μετά τον σάλο που ξεσήκωσαν οι αποκαλύψεις του WikiLeaks για τη συνομιλία των μελών του ΔΝΤ για τις ελληνικές διαπραγματεύσεις, ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, στέλνει ανοιχτή επιστολή στον πρωθυπουργό, την οποία δημοσιεύει «Η Εφημερίδα των Συντακτών».
Στην επιστολή κάνει λόγο για «σημαντικό κεφάλαιο» που προκύπτει από τις αποκαλύψεις το οποίο φοβάται ότι «θα σπαταληθεί» και αναφέρεται στην «παγίδα» δαιμονοποίησης Τόμσεν – ΔΝΤ και παρουσίασης Κοστέλο – Ευρωπαίων ως «καλών».
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν πρέπει επ’ ουδενί να χρησιμοποιήσεις τον διάλογο Τόμσεν-Βελκουλέσκου για να δαιμονοποιήσεις Τόμσεν και ΔΝΤ παρουσιάζοντας τους Βίζερ, Κοστέλο & σία ως τους «καλούς» Ευρωπαίους με τους οποίους “μπορούμε να τα βρούμε καλύτερα”, εφόσον ξεφορτωθούμε το ΔΝΤ».
Και σημειώνει ο κ. Βαρουφάκης: «Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ήπιο κομμάτι της τρόικας (το ευρωπαϊκό) και ανάλγητο (το ΔΝΤ). Τον Μάρτιο του 2015, όταν πληροφορούσα τον Ρέγκλινγκ πως, σύντομα, θα κληθούμε να επιλέξουμε μεταξύ τού να πληρώσουμε συντάξεις ή τη δόση του ΔΝΤ, μου απάντησε κοφτά: “Να πληρώσετε το ΔΝΤ. Οι συντάξεις είναι η τελευταία προτεραιότητα!” Η παρουσία λοιπόν του ΔΝΤ ως πιο ανάλγητου και της Επιτροπής ως πιο ήπιας είναι το μεγαλύτερο σφάλμα που μπορείς να κάνεις αυτή τη στιγμή».
Συμπληρώνει δε πως «ΔΝΤ και Επιτροπή είναι οι δύο όψεις του ίδιου ανάλγητου νομίσματος».
Και καταλήγει: «Τα Wikileaks σου πρόσφεραν ένα δώρο που από μόνο του ανατρέπει το σχέδιο χρέωσης στην κυβέρνηση ενός νέου ιουλιανού πιστωτικού “ατυχήματος”. Πρέπει να το χρησιμοποιήσεις τόσο εναντίον της καμένης γης του ΔΝΤ όσο και της χρεοδουλοπαροικίας της Επιτροπής της Επιτροπής – τόσο εναντίον του Τόμσεν όσο και εναντίον του Βίζερ. Επί του πρακτέου, να το χρησιμοποιήσεις απαιτώντας άμεση συμφωνία που α) περιλαμβάνει μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5% του ΑΕΠ, β) μέτρα δυναμικής αλλά όχι παραμετρικής προσαρμογής και γ) ελάχιστο ετήσιο απόλυτο (σε ευρώ) στόχο ονομαστικού ΑΕΠ».