Το πράσινο φως στη μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του έργου «Μεταλλευτικές Εγκαταστάσεις και Εγκαταστάσεις προς παραγωγή χρυσού στο Πέραμα Έβρου» της εταιρείας «Χρυσωρυχεία Θράκης ΑΕ», άναψε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, με απόφαση που ελήφθη κατά πλειοψηφία.
Το θέμα, που είχε συζητηθεί εκτενώς πριν από δύο βδομάδες στο ΚΑΣ, αναβλήθηκε μετά την παρέμβαση της γενικής γραμματέα ΥΠΑΙΘΠΑ, Λίνας Μενδώνη, που πρότεινε να κληθεί σε επόμενο Συμβούλιο ο Επαμεινώνδας Τολέρης, μεταλλειολόγος-χημικός, προϊστάμενος της Ειδικής Επιτροπής Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ, ώστε να απαντήσει σε ερωτήματα των μελών ως προς την επαρκή προστασία των αρχαιοτήτων της περιοχής.
Οι προβληματισμοί που είχαν ακουστεί αφορούσαν κυρίως τις συνέπειες από τη χρήση δυναμίτη στα γύρω μνημεία.
Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου την Τρίτη, ο κ. Τολέρης διευκρίνισε ότι στη μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του έργου υπάρχει ειδικό κεφάλαιο σχετικά με τις δονήσεις και τις επιπτώσεις τους στα αρχαία και ότι, σύμφωνα με τον Κώδικα Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (ΚΜΛΕ), προβλέπονται όρια δονήσεων κατά κατηγορία κτιρίων, με τα αυστηρότερα των ορίων να αφορούν τα μνημεία και τα παραδοσιακά κτίρια.
Παράλληλα, τόνισε ότι υπάρχει δυνατότητα παρακολούθησης των δονήσεων μέσω ειδικών μετρητών (δονησιογράφων), που θα εγκατασταθούν σε διάφορα σημεία της περιοχής. Όσο για τις ενώσεις κυανίου που θα παραχθούν, ο μεταλλειολόγος – χημικός του ΥΠΕΚΑ δήλωσε ότι ο χρόνος ζωής τους είναι πολύ περιορισμένος, ενώ ως προς τον κίνδυνο θραύσης των έξι δεξαμενών κυάνωσης, είπε ότι «ακόμα και για το πιο καταστροφικό σενάριο, να καταρρεύσουν δηλαδή και οι έξι δεξαμενές, η μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων προβλέπει τη συγκράτηση όλου του υγρού».
Η αποκατάσταση του τοπίου ωστόσο δεν θα είναι πλήρης. Το ανοιχτό όρυγμα που θα δημιουργηθεί δεν θα επαναχωθεί λόγω μη επάρκειας των υλικών που θα παραμείνουν μετά την εκμετάλλευση. «Για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να επέμβουμε και αλλού, κάτι που δεν είναι περιβαλλοντικό σωστό. Η αποκατάσταση που θα πραγματοποιηθεί θα είναι ανά βαθμίδες, μέσω προσθήκης φυτικής γης, στεγανώσεων – όπου είναι απαραίτητο- και φυτεύσεων», επισήμανε ο προϊστάμενος της Ειδικής Επιτροπής του ΥΠΕΚΑ.
Ωστόσο το θέμα της μη πλήρους αποκατάστασης του τοπίου προβλημάτισε κάποια από τα μέλη, τα οποία τελικά μειοψήφησαν ως προς το συγκεκριμένο σκέλος της γνωμοδότησης (Μαρία Βλαζάκη, Ελένη Μπάνου και Ευγενία Γατοπούλου). Κατά της έγκρισης της μελέτης τάχθηκε λόγω της ιστορικότητας της περιοχής ο Διαμαντής Τριαντάφυλλος, επίτιμος διευθυντής του ΥΠΠΟ.
Στη συνεδρίαση παρέστη επίσης ο αναπληρωτής προϊστάμενος της ΙΘ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δημήτρης Μάτσας, ο οποίος μίλησε για έμμεση βλάβη των αρχαιοτήτων από το έργο, καθώς ο ανοιχτός κρατήρας που θα παραμείνει και μετά τη λειτουργία των εγκαταστάσεων θα είναι ορατός από όλα τα μνημεία της περιοχής: τον αρχαίο δρόμο που συνέδεε την ορεινή ζώνη με την ενδοχώρα (μια περιοχή ιδιαίτερης σημασίας για τις σχέσεις Ελλήνων και Θρακών), το ταπεινό υπαίθριο ιερό του ήρωα Ιππέα, το προϊστορικό λατομείο πυριτόλιθου στα Πετρωτά, το σημαντικότερο αυτού του είδους στη Βόρεια Ελλάδα, που απέχει από το σημείο της επέμβασης γύρω στα 2 χλμ., καθώς και την προϊστορική Ακρόπολη του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται 3 χλμ. απόσταση.