Χαρτονομίσματα εκδόθηκαν για πρώτη φορά στην Κίνα, πριν από περίπου 1000 χρόνια. Τα σύγχρονα χαρτονομίσματα, ωστόσο, προέρχονται από τη Βρετανία και συγκεκριμένα από τη συνήθεια των εμπόρων να παραδίδουν πολύτιμα μέταλλα και νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα σε χρυσοχόους για φύλαξη. Αυτοί τους έδιναν αποδείξεις, τα λεγόμενα Goldsmith-Notes, τις οποίες οι κάτοχοί τους άρχισαν να χρησιμοποιούν για τις πληρωμές τους.
Το χρήμα σήμερα εκδίδεται από δημόσια ιδρύματα, τις Κεντρικές Τράπεζες. Αυτές δεν έχουν δοσοληψίες με το κοινό, αλλά μόνο με τις εμπορικές τράπεζες. Το ευρωπαϊκό νόμισμα το εκδίδει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία επιβάλλει ποσοστώσεις για την έκδοση κερμάτων στα κράτη της ζώνης του ευρώ, ώστε να μην μπορεί κανένα από αυτά να μονοπωλήσει την προσοδοφόρα έκδοση κερμάτων.
Η κυκλοφορία του χρήματος
Όταν καταθέτουμε, π.χ., 1.000 ευρώ σε έναν τραπεζικό λογαριασμό προθεσμίας, η τράπεζα αποκτά τη δυνατότητα να δανείσει πολλαπλάσιο αυτού του ποσού. Βασιζόμενη στην πείρα της, η τράπεζα υπολογίζει τι ποσοστό των κατατεθειμένων χρημάτων τους μπορεί να ζητήσουν οι πελάτες της. Εάν, π.χ., το ποσοστό αυτό είναι 50%, η τράπεζα μπορεί να δανείσει τα διπλάσια από το ποσό που έχει στη διάθεσή της. Από τα 1.000 ευρώ που έχουμε καταθέσει, η τράπεζα δημιουργεί πιστωτικό χρήμα 2.000 ευρώ.
Δάνεια οι τράπεζες μπορούν να δώσουν και βασιζόμενες στις απλές καταθέσεις όψεως, αρκεί οι καταθέτες να αφήνουν τα χρήματά τους για ένα διάστημα στον τραπεζικό τους λογαριασμό. Γι’ αυτό, άλλωστε, δίνουν κίνητρα στους πελάτες τους –υψηλότερα επιτόκια– ώστε να διατηρούν υψηλό υπόλοιπο στο λογαριασμό τους. Η ικανότητα αυτή αυξάνεται όσο λιγότερο το κοινό πληρώνει με μετρητά, δηλαδή, με χρήμα της Κεντρικής Τράπεζας. Όσο περισσότερο πληρώνουμε με μεταβιβάσεις από έναν τραπεζικό λογαριασμό σε έναν άλλο, τόσο περισσότερο πιστωτικό χρήμα μπορούν να δημιουργήσουν οι τράπεζες.
Τη δανειοδοτική τους δυνατότητα οι τράπεζες την αυξάνουν με αναχρηματοδότηση. Όταν δίνουν δάνεια σε αξιόπιστους πελάτες τους, σε μεγάλες επιχειρήσεις ή στο κράτος, μπορούν, με ενέχυρο τα αποδεικτικά των απαιτήσεών τους –γραμμάτια επιχειρήσεων ή κρατικά ομόλογα–, να αναχρηματοδοτηθούν από την Κεντρική Τράπεζα, ώστε να δώσουν πάλι δάνεια σε πελάτες τους κ.ο.κ. Το επιτόκιο που κάθε τόσο ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη ζώνη του ευρώ –όπως και η Τράπεζα της Αγγλίας για τη Μεγάλη Βρετανία και η Fed (Federal Reserve System) για τις ΗΠΑ– είναι το επιτόκιο με το οποίο αναχρηματοδοτούνται οι εμπορικές τράπεζες. Αυτό το επιτόκιο είναι το σημαντικότερο εργαλείο μιας Κεντρικής Τράπεζας προκειμένου για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας του χρήματος.
Όταν το αυξάνει, οι εμπορικές τράπεζες αναχρηματοδοτούνται ακριβότερα, κι έτσι δίνουν ακριβότερα δάνεια στους πελάτες τους, οι οποίοι, γι’ αυτό το λόγο, συνήθως δανείζονται λιγότερο. Όταν, αντίθετα, η Κεντρική Τράπεζα μειώνει το επιτόκιό της, τότε και οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να είναι πιο απλόχερες. Όμως, οι εμπορικές τράπεζες δανείζουν επίσης η μία την άλλη. Εάν δηλαδή μια τράπεζα χρειάζεται αναχρηματοδότηση και έχει εξαντλήσει τα περιθώριά της όσον αφορά την Κεντρική Τράπεζα, μπορεί να απευθυνθεί σε άλλες εμπορικές τράπεζες. Αυτές ζητούν φυσικά εγγυήσεις και τόκο. Το Euribor είναι το επιτόκιο με το οποίο δανείζουν η μία την άλλη οι τράπεζες στη ζώνη του ευρώ.
Ωστόσο, η εξάρτηση από την Κεντρική Τράπεζα δεν παύει, καθώς, αν αυτή κλείσει τη στρόφιγγα της ροής του χρήματος –αυξάνοντας τα δικά της επιτόκια, ή περιορίζοντας τα αξιόγραφα που δέχεται–, τότε οι εμπορικές τράπεζες δεν έχουν τη δυνατότητα να δανείζουν η μία την άλλη. Η Κεντρική Τράπεζα μάλιστα διατηρεί ένα ακόμη προνόμιο, χάρη στο οποίο μπορεί να περιορίσει, αν θέλει, την κυκλοφορία του χρήματος: Υποχρεώνει τις εμπορικές τράπεζες να διατηρούν άτοκα ή με πολύ χαμηλό επιτόκιο ένα μέρος των καταθέσεών τους σε δικό της λογαριασμό, περιορίζοντας έτσι τη ρευστότητά τους.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χρησιμοποιεί ελάχιστα αυτό το προνόμιο, και στη ζώνη του ευρώ το ποσοστό ελάχιστου αποθέματος –όπως λέγεται το ποσό που καταθέτουν οι εμπορικές τράπεζες σε λογαριασμούς της Κεντρικής Τράπεζας– είναι 2%. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες μπορούν να δώσουν δάνεια ίσα με το 50πλάσιο των καταθέσεών τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Με το επιτόκιό της, λοιπόν, αλλά και με το ελάχιστο απόθεμα, η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να επηρεάσει την κυκλοφορία του χρήματος. Επίσης, μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει το χρήμα που κυκλοφορεί ασκώντας «πολιτική ανοιχτής αγοράς», όπως λέγεται. Εάν θέλει να αυξήσει το χρήμα που κυκλοφορεί, αγοράζει αξιόγραφα, συνάλλαγμα ή πολύτιμα μέταλλα, και αντίστροφα, αν θέλει να το μειώσει, πουλάει αξιόγραφα, συνάλλαγμα κτλ.
Στην πρώτη περίπτωση λέμε ότι «δημιουργεί» και στη δεύτερη ότι «καταστρέφει» ή «εκμηδενίζει» χρήμα. Η λογική αυτών των χαρακτηρισμών είναι ότι όλο το χρήμα που εισρέει στην Κεντρική Τράπεζα αποσύρεται από την αγορά, επομένως καταστρέφεται, ενώ, αντίστροφα, το χρήμα που εκρέει από την Κεντρική Τράπεζα είναι νέο χρήμα που εισρέει στην αγορά, κι επομένως δημιουργείται.