Την άμεση εφαρμογή των αποφάσεων που έλαβε η Σύνοδος Κορυφής στις 21 Ιουλίου, ζήτησε την Παρασκευή ο υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος, απαντώντας σε επίκαιρες ερωτήσεις στη Βουλή για την πορεία της οικονομίας.
Ο κ. Βενιζέλος είπε ότι είναι επιτακτική ανάγκη για την Ευρωζώνη να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα και να αποδείξει ότι μπορεί να αντιδρά για να αντιμετωπίζει την επιθετικότητα των αγορών.
Πρέπει να καταβάλουμε μία κολοσιαία συστηματική προσπάθεια για να εφαρμόσουμε πλήρως και αμέσως τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, υπογράμμισε.
Αναφορικά με το επίμαχο θέμα των εγγυήσεων για το νέο δάνειο, ο κ. Βενιζέλος είπε ότι η διαπραγμάτευση συνεχίζεται και αναμένεται απόφαση σε πολιτικό επίπεδο το επόμενο διάστημα.
Ο υπουργός Οικονομικών σημείωσε ότι αποφεύχθηκε το ενδεχόμενο των εμπράγματων εγγυήσεων και απηύθυνε μήνυμα στους Ευρωπαίους εταίρους, λέγοντας ότι εμείς εκπληρώσαμε τις υποχρεώσεις μας και τώρα πλέον απομένει να βρεθεί μία λύση χωρίς να θίγεται η αξιοπρέπεια της Ελλάδας.
Στη συνέχεια, είπε για το θέμα των εγγυήσεων ότι λάβαμε εντολή (σ.σ από τις ευρωπαϊκές αποφάσεις) για διμερή διαπραγμάτευση ώστε να ενισχυθεί το νέο πρόγραμμα στήριξης και προσέθεσε ότι έπρεπε να διαπραγματευτούμε με την Φινλανδία προκειμένου να είμαστε συνεπείς για το δάνειο των 109 δισ. ευρώ.
Αυτό, υποστήριξε, το κάναμε με τον καλύτερο τρόπο και το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και συμπλήρωσε ότι όταν δημοσιοποιήθηκε η συμφωνία από τη φινλανδική κυβέρνηση είπαμε ότι τελεί υπό την έγκριση των χωρών της Ευρωζώνης.
Η απαίτηση για εγγυήσεις, σημείωσε στρέφεται κατά της ενότητας στην Ευρωζώνη και γι’ αυτό, ανέφερε, η Κομισιόν είπε ότι συμμερίζεται τις απόψεις του Έλληνα υπουργού Οικονομικών.
Ο κ. Βενιζέλος προσέθεσε ότι είναι μεγάλη επιτυχία το γεγονός ότι αναζητείται λύση χρηματοοικονομική (καταβολή μετρητών), χωρίς να έχει εμπράγματο χαρακτήρα.
Ακόμα, τόνισε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα συμμετοχής της χώρας στο ευρώ (σχολιάζοντας τα κινδυνολογικά σενάρια για πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη), επισημαίνοντας ότι το ευρώ δεν κινδυνεύει από την Ελλάδα.
Επίσης, σχετικά με τα περί επαναδιαπραγμάτευσης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, επανέλαβε ότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα και προσέθεσε ότι χωρίς το Μεσοπρόεθσμο «δεν θα μπορούσαμε να φθάσουμε στις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου».
«Δεν θέλουμε επαναδιαπραγμάτευση, θέλουμε μία συζήτηση μεταξύ εταίρων […] αυτό δεν σημαίνει χαλάρωση, δεν σημαίνει μείωση των στόχων, αντιθέτως πρέπει να εφαρμόσουμε τα ψηφισμένα μέτρα για να είμαστε πιο κοντά στους στόχους μας», είπε.
Αποκλίσεις από τους στόχους
Ο υπουργός ανέφερε ακόμα ότι ο στόχος για το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2011 ίσως να μην επιτευχθεί και η ελληνική οικονομία να μην επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2012.
«Εάν εφαρμόσουμε πλήρως και με συστηματικότητα τα ψηφισμένα και συμφωνημένα μέτρα, θα είμαστε παρά πολύ κοντά στον δημοσιονομικό μας στόχο και θα μπορέσουμε το 2012 να αλλάξουμε την ατμόσφαιρα», είπε.
«Δεν λέω ότι θα φτάσουμε οπωσδήποτε σε θετικό πρόσημο, αλλά η δραστική μείωση της ύφεσης διαμορφώνει μια τελείως διαφορετική κατάσταση, γιατί τα μεγέθη της οικονομίας θα αλλάξουν», προσέθεσε.
Βάσει του προϋπολογισμού του 2011, η κυβέρνηση στοχεύει σε έλλειμμα 7,6% του ΑΕΠ φέτος από 10,5% το 2010.
Τράπεζες
Αναφορικά με τις τράπεζες σημείωσε ότι έχουμε καθαρή επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό σύστημα και υπογράμμισε ότι οι τράπεζες καλύπτονται από το ευρωσύστημα και συνεπώς είναι απόλυτα ασφαλείς.
Σημείωσε, ωστόσο, ότι παραμένει ο στόχος να έχουν μέχρι το τέλος του έτους core Tier 1 στο 10%.
Αυτό, προσέθεσε, δεν είναι ευχάριστο για τους μετόχους, αλλά είναι απαραίτητο να γίνει, ενώ υπενθύμισε ότι υπάρχουν διαθέσιμα και τα 30 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Συγκεκριμένα, είπε ότι οι όποιες απώλειες εγγράψουν οι ελληνκές τράπεζες από την συμμετοχή τους στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων θα καλυφθούν μέσω του υφιστάμενου Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ),
«Οι ελληνικές τράπεζες […] μετέχουν στο λεγόμενο PSI. Θα αναπληρωθούν οι όποιες απώλειές τους από τον υφιστάμενο μηχανισμό», σημείωσε.
Ο κ. Βενιζέλος είπε ακόμα ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν κεφαλαιακή ενίσχυση, η οποία θα δοθεί μέσω του υφιστάμενου ταμείου.