Στην 24ωρη απεργία που προκήρυξε η Ομοσπονδία Διοικητικού Προσωπικού συμμετείχε την Πέμπτη (3/2) και ο Σύλλογος Διοικητικού Προσωπικού του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης «Ο Βιζυηνός», εκφράζοντας την αντίθεση του στις προθέσεις του Υπουργείου Παιδείας για αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σύμφωνα με τους εκπροσώπους του Συλλόγου, οι αλλαγές αυτές που προωθούνται μέσω του κειμένου που δόθηκε για διαβούλευση πριν από τρεις μήνες, αφορούν μεταξύ άλλων κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα και του αυτοδιοίκητου των Ιδρυμάτων, ενώ παράλληλα πλήττεται βάναυσα η θεσμική υπόσταση των εργαζομένων, οι οποίοι όπως τονίζουν κυριεύονται με άγχος και ανασφάλεια για την υπηρεσιακή τους προοπτική και την ίδια τους τη ζωή.
Αναλυτικά οι θέσεις της Ομοσπονδίας για τις αλλαγές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Στην πιο κρίσιμη για τη χώρα περίοδο τα ελληνικά ιδρύματα επιβάλλεται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική της ανάκαμψη. Είναι κοινός τόπος ότι τα ιδρύματα εδώ και πολλά χρόνια ταλανίζονται από μεγάλα προβλήματα για τα οποία απαιτούνται άμεσες και ριζικές λύσεις. Με βάση αυτήν την κοινή διαπίστωση θεωρούμε ότι είναι υποχρέωση μας με υπευθυνότητα να αναζητήσουμε λύσεις και να καταθέσουμε προτάσεις που θα βγάλουν από τα αδιέξοδα του το εκπαιδευτικό σύστημα.
Τα προβλήματα, οι στρεβλώσεις, οι αδυναμίες, και οι ανεπάρκειες είναι γνωστές. Επίσης γνωστή είναι η παταγώδης αποτυχία και τα μεγάλα αδιέξοδα που δημιούργησε η τελευταία νομοθετική ρύθμιση (N.3549/2007 Γιαννάκου). Προς επίρρωση όλων αυτών αρκεί η επισήμανση της πρόσφατης έρευνας, που κατέδειξε ότι το 50% περίπου των φοιτητών μας εγκαταλείπουν οριστικά τις σπουδές τους. Κατά συνέπεια είναι περισσότερο από επιτακτική η ανάγκη να διαμορφωθεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ιδρυμάτων τέτοιο που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας και της χώρας. Για να αποφύγουμε ανεφάρμοστες ρυθμίσεις και πολιτικές που συντηρούν και διογκώνουν τα προβλήματα στο χώρο της παιδείας, πρέπει μέσα από έναν ειλικρινή και απροκατάληπτο διάλογο, να συμφωνήσουμε σε κάποιες βασικές αρχές που πρέπει να κανοναρχούν το εκπαιδευτικό μας σύστημα και ειδικότερα την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Πριν απ’ όλα πρέπει να αποσαφηνιστεί ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης, ο χαρακτήρας και οι στοχεύσεις της. Ποιες ανάγκες πρέπει να υπηρετεί. Πως θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της χώρας, στην τεχνολογική της πρόοδο, στις καινοτομες δράσεις. Πως θα αναπτύξει μια διαδραστικη σχέση με την κοινωνία και τους φορείς της. Πως θα καλλιεργήσει αρχές και αξίες μέσα από την παραγωγή του επιστημονικού, κοινωνικού και πολιτιστικού της έργου.
Όλα αυτά προϋποθέτουν ένα ανοικτό, δημοκρατικό, δημόσιο, αυτοδιοικούμενο Πανεπιστήμιο-ΤΕΙ, απαλλαγμένο από τις παθογένειες, τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και τις αντιδραστικές δομές. Αυτοί πρέπει να είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους θα αναπτυχθεί το σύγχρονο Πανεπιστήμιο-ΤΕΙ.
Σε αυτά τα αιτούμενα το κείμενο διαβούλευσης που κατέθεσε το υπουργείο δεν ανταποκρίνεται. Κινείται σε άλλη κατεύθυνση και από αυτήν την άποψη δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη ενός δημιουργικού διαλόγου και επεξεργασίας θέσεων σε μια προοδευτική κατεύθυνση. Προσεγγίσεις επί των προτάσεων όπως αποτυπώνονται στο κείμενο διαβουλευσης. Ένα από τα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ιδρύματα είναι η υποχρηματοδότηση και η κακή διαχείριση των κονδυλίων. Για το θέμα αυτό οι προτάσεις που κατατίθενται είναι ασαφείς και χωρίς επαρκή μελέτη. Σε κάθε περίπτωση η σύνδεση της χρηματοδότησης με την απόδοση των ιδρυμάτων και η αυτόνομη δράση των ιδρυμάτων στην κατεύθυνση αναζήτησης κονδυλίων από την αγορά, θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα και θα υποτάξει την παραγωγή επιστημονικού έργου στα συμφέροντα των ιδιωτών, αλλοιώνοντας το δημόσιο χαρακτήρα τους.
Ένα παράγωγο πρόβλημα αυτής της εξέλιξης θα είναι η ανάπτυξη ιδρυμάτων πολλών ταχυτήτων. Ένα ίδρυμα για παράδειγμα, το οποίο για λόγους που αφορούν την ανεπαρκή διοίκηση του δεν αποδίδει τα προσδοκώμενα, θα τιμωρηθεί με μείωση των κονδυλίων του και θα μείνει χωρίς την αναγκαία χρηματοδότηση του με αποτέλεσμα να βουλιάξει στην ανυπαρξία. Επομένως δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο η απόδοση, ούτε μπορεί να αποτελεί κίνητρο για αποδοτικότητα και ποιότητα σπουδών ενός ιδρύματος η άμιλλα και τα μπόνους που θα λάβει υπό μορφή κονδυλίων. Σε κάθε περίπτωση η χρηστή οικονομική διαχείριση απαιτεί τη διασφάλιση ενός καθεστώτος διαφάνειας, έλεγχου και λογοδοσίας τέτοιο που να αποτρέπει την εμφάνιση φαινόμενων κακοδιαχείρισης. Επί του συγκεκριμένου θέματος οι προβλέψεις του κειμένου είναι ανύπαρκτες και όσα αναφέρονται είναι γενικόλογα και ασαφή.
Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα είναι η έλλειψη των κονδυλιών που απαιτούνται για την βελτίωση των υποδομών και την εν γένει καλή λειτουργία των ιδρυμάτων, παράγοντας καθοριστικός για την μεγιστοποίηση της απόδοσης τους και της επιστημονικής τους επάρκειας. Το πρόβλημα αυτό γίνεται ιδιαίτερα οξύ με την περικοπή των κονδυλίων σε ποσοστά που ξεπερνούν το 30% στα πλαίσια της εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής. Το θέμα του αριθμού των ιδρυμάτων και η διασπορά τους στην επικράτεια με ανορθολογικά κριτήρια, είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί στα πλαίσια του νέου νόμου. Η κατασπατάληση πόρων και έμψυχου δυναμικού όλα αυτά τα χρόνια ήταν ολέθρια.
Δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες του τόπου και του λάου η πανσπερμία ιδρυμάτων σε μικρές επαρχιακές πόλεις στο όνομα της «περιφερειακής ανάπτυξης και της αποκέντρωσης». Τα 40 ιδρύματα σε μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι μια πολυτέλεια. Δεν μπορούν να λειτουργούν τμήματα με 4 και 5 φοιτητές όπως συμβαίνει με κάποια ΤΕΙ της περιφέρειας ούτε βέβαια έχει λόγο ύπαρξης ένα Πανεπιστημιακό ίδρυμα με 2 και 3 τμήματα και με ελάχιστους φοιτητές, όπως είναι τα πανεπιστήμια της Δυτικής και Στερεάς Ελλάδας. Επομένως επιβάλλεται η συνένωση κάποιων ιδρυμάτων. Αυτό που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης είναι ο τρόπος και τα κριτήρια με τα οποία θα προχωρήσουμε σ’ αυτές τις λύσεις και οπωσδήποτε δεν μπορεί να νοηθεί η απόλυση συναδέλφων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας.
Οι αλλαγές που προτείνονται στο επίπεδο της Διοίκησης των ιδρυμάτων εγείρουν πολλές αντιδράσεις και γεννούν προβληματισμό. Στο συγκεκριμένο θέμα, το κείμενο επίσης βρίθει ασαφειών και αντιφάσεων. Προτείνεται ένα συμβούλιο διοίκησης το οποίο ουσιαστικά θα διαχειρίζεται όλα τα θέματα και θα θέτει τους στόχους, στο οποίο θα συμμετέχουν εκτός των πανεπιστημιακών και άλλες προσωπικότητες και εκπρόσωποι φορέων.
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι: πόσοι και ποιοι εξωπανεπιστημιακοί φορείς θα εκπροσωπούνται, αν θα είναι δηλαδή πλειοψηφία στο όργανο διοίκησης? Κατά πόσο ο εξωπανεπιστημιακος πρόεδρος γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες της λειτουργίας των ιδρυμάτων? Και εν πάσει περιπτώσει για ποια αυτοτέλεια μιλάμε όταν η διοίκηση του ιδρύματος θα ασκείται από μη πανεπιστημιακούς?
Κατά την άποψη μας το υπάρχον σχήμα διοίκησης αποδείχθηκε αναποτελεσματικό και εν πολλοίς ευθύνεται για τα μεγάλα προβλήματα, και τις στρεβλώσεις που έχουν σωρευτεί. Κατά συνέπεια πρέπει να γίνουν ριζικές αλλαγές. Ένα σχήμα στο οποίο θα υπάρχει η εκπροσώπηση φορέων της κοινωνίας δεν μας βρίσκει αντίθετους, αφού τα ιδρύματα υπάρχουν και λειτουργούν στο όνομα της κοινωνίας. Όμως υπάρχουν πολλά σημεία που χρίζουν διευκρινίσεων. Τον προβληματισμό μας εντείνει η ενδεχόμενη δυαρχία σύμφωνα με την οποία ο πρύτανης θα περιορίζεται σε αρμοδιότητες που άπτονται των ακαδημαϊκών θεμάτων, ενώ παράλληλα το συμβούλιο διοίκησης (πως θα οριστεί, με ποια δημοκρατική νομιμοποίηση ?) θα καταστρώνει τη στρατηγική.
Η πρόταση που κατατίθεται για προκήρυξη της θέσης του Πρύτανη ή του Προέδρου του ΤΕΙ, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να αντιστοιχηθεί με την ελληνική πραγματικότητα και κρίνεται από λαθεμένη έως και απίστευτη. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προβλέψεις για το διοικητικό προσωπικό και οι αόριστες παραπομπές (εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας) που γίνονται για τον κλάδο μας, μόνο σε ανησυχία μπορούν να μας βάλουν. Οι προθέσεις για συνενώσεις ιδρυμάτων με ταυτόχρονη δυνατότητα του διοικητικού προσωπικού να επιλέξει τη μετάταξη του αν το επιθυμεί σε άλλη υπηρεσία, σε συνδυασμό με την επιλογή των νεοπροσλαμβανομένων από τον Κοσμήτορα κατόπιν έγκρισης του Πρύτανη ή του Προέδρου των ΤΕΙ και όχι μέσω ΑΣΕΠ, υποκρύπτουν σκοτεινά σημεία και προθέσεις και οδηγούν τη σκέψη μας σε αλλαγές θεσμικές που υπονομεύουν τον δημόσιο χαρακτήρα των ιδρυμάτων και τη μετατροπή τους από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ, με συνέπεια τον εξοβελισμό μας από τον δημόσιο τομέα αυτόν καθ’ αυτόν.
Τον προβληματισμό αυτό ενισχύει ιδιαίτερα η μεταφορά της αρμοδιότητας της μισθοδοσίας από το κράτος στα ίδια τα ιδρύματα. Την εκδοχή αυτή την απορρίπτουμε κατηγορηματικά και δηλώνουμε απερίφραστα ότι δεν θα δεχτούμε καμιά ρύθμιση που υπονομεύει την εργασιακή μας σχέση και τη μονιμότητα μας, την απόλυση συναδέλφων και απαιτούμε την καταβολή της μισθοδοσίας μας από το Δημόσιο ταμείο.
Μέσα από το νέο θεσμικό πλαίσιο πρέπει να αντιμετωπιστούν φαινόμενα ευνοιοκρατίας, νεποτισμού και πελατειακών σχέσεων που υπονομεύουν την ανάπτυξη των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ, η αναβάθμιση της παρερχόμενης γνώσης, η αξιοκρατία, η πρόοδος και η δημοκρατική λειτουργία τους. Επίσης ξεκάθαρη είναι η θέση μας για την υποχρέωση των ιδρυμάτων να διασφαλίσουν την σίτιση και κάθε άλλη μέριμνα και παροχή προς τους φοιτητές χωρίς τη διαμεσολάβηση ιδιωτών και εργολάβων.
Κανένας ιδιώτης – εργολάβος μέσα στα ιδρύματα. Όλα αυτά πρέπει να διασφαλιστούν μέσα από τα θεσμοθετημένα όργανα, στα οποία θα εκπροσωπούνται όλοι οι φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας. Επιβεβλημένη θεωρείται η αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών με πιστοποίηση της ποιότητας τους από έγκριτες επιστημονικές επιτροπές.
Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι, είναι ένα κείμενο που δεν αίρεται στο ύψος των περιστάσεων και δεν απαντά επ’ ουδενί στις ανάγκες των καιρών. Σε πολλά σημεία δείχνει ότι δεν είναι καλά επεξεργασμένο, σε κάποια άλλα όμως μοιάζει να εξυπηρετεί ανομολόγητους σκοπούς. Είναι προφανές ότι γίνεται μια προσπάθεια να αποτινάξει η πολιτεία το οικονομικό βάρος της λειτουργίας των ιδρυμάτων από τις πλάτες της, επιδιώκοντας να μεταθέσει τα βάρη στα ίδια τα ιδρύματα, τα οποία ωθεί στην αναζήτηση ιδιωτικών κεφαλαίων νοθεύοντας το δημόσιο χαρακτήρα τους. Όλη αυτή η προσπάθεια εντάσσεται σε μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη και υπαγορεύεται από αποφάσεις που εκπορεύονται από την Ε.Ε. (Μπολόνια, Λισαβόνα).
Έχοντας απόλυτη συνείδηση της ανάγκης να υπάρξει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τα ΑΕΙ τα ΤΕΙ και κρίνοντας ότι το κείμενο αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για την ανάπτυξη ενός ουσιαστικού και δημιουργικού διαλόγου, ζητούμε από την ηγεσία του Υπουργείου να το αποσύρει και να καταθέσει ένα άλλο που θα βάζει άλλες προτεραιότητες θα ενισχύει τον ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ και την ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ.