Βολές προς την τρόικα, ότι τουλάχιστον στην περίπτωση των εργασιακών σχέσεων, δεν έχει κάνει τη σωστή διάγνωση και οι λύσεις που προτείνει μπορούν να αποβούν μοιραίες, εξαπολύει η Λούκα Κατσέλη. Η υπουργός Εργασίας, με άρθρο της στο Βήμα της Κυριακής, αντιτίθεται στη δυνατότητα γενικευμένης απόκλισης των επιχειρησιακών συμβάσεων από τις κλαδικές και υποστηρίζει ότι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και η άρση των ακαμψιών μπορούν να διασφαλίσουν θέσεις εργασίας.
Στο άρθρο της, η κα Κατσέλη αναγνωρίζει ότι το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι το σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, επομένως, είναι θέμα πρώτης προτεραιότητας και προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται τα περισσότερα διαρθρωτικά μέτρα που έχουν συμπεριληφθεί στο μνημόνιο, «με πρόταση της ίδιας της κυβέρνησης».
Η κα Κατσέλη τονίζει ότι το εργατικό κόστος στην Ελλάδα εμφανίζεται να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια πιο γρήγορα σε σχέση με άλλες χώρες από τη μέση παραγωγικότητα της εργασίας, κάνοντας ορισμένους αναλυτές «που έχουν κατά νου τον τρόπο λειτουργίας των αγορών εργασίας σε βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες» να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται περικοπή μισθών και αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας, όπως, μεταξύ άλλων, αλλαγές στο καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
«Για να προτείνει όμως κάποιος το σωστό φάρμακο και τη δοσολογία της θεραπείας χρειάζεται πρώτα να κάνει σωστή διάγνωση. Όπως έχει αποδειχθεί συχνά, η χορήγηση λάθος φαρμάκου μπορεί να αποβεί μοιραία» αναφέρει η κα Κατσέλη.
Κατά την υπουργό Εργασίας, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα είναι αποτέλεσμα «κυρίως του υψηλού μη μισθολογικού κόστους εργασίας, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται το υψηλό φορολογικό βάρος και η σημαντική επιβάρυνση εργαζομένων και κυρίως εργοδοτών από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης». Επιπλέον υπάρχει το διοικητικό βάρος της γραφειοκρατίας, η χαμηλή κινητικότητα εργαζομένων, αναντιστοιχία δεξιοτήτων μεταξύ ζήτησης και προσφοράς εργασίας κ.ά.
«Το πρόβλημα επομένως δεν είναι ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας, που στη μεγάλη πλειονότητά τους απασχολούνται στις υπηρεσίες και σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, απολαμβάνουν υψηλούς μισθούς, αλλά ότι οι εργοδότες αντιμετωπίζουν, για πολλούς άλλους λόγους, υψηλό κόστος στη λειτουργία των επιχειρήσεών τους. Έτσι εξηγείται και το παράδοξο για πολλούς να μην πέφτουν οι τιμές των προϊόντων όταν μειώνεται η ζήτηση» τονίζει η κα Κατσέλη.
«Για τον λόγο αυτό προτεραιότητα της πολιτικής αποτελεί να είναι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και η άρση των ακαμψιών ώστε να μειωθεί το κόστος εργασίας των επιχειρήσεων και να διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας» συμπληρώνει.
«Μια γενικευμένη, όμως, άκριτη και χωρίς περιορισμούς δυνατότητα απόκλισης των
επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών όχι μόνο δεν θα βελτίωνε τη θέση των επιχειρήσεων από πλευράς κόστους εργασίας, αλλά θα δημιουργούσε συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ τους. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτεταμένη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα με περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις στον τζίρο της αγοράς και στην οικονομική δραστηριότητα. Θα επέφερε τον αργό θάνατο του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εθνικό και κλαδικό επίπεδο, που η εμπειρία στη χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια έχει αποδείξει ότι έχει δράσει ευεργετικά, διατηρώντας την κοινωνική συναίνεση και την εργασιακή ειρήνη» καταλήγει.