Τα «εγκλήματα» του ελληνικού κράτους, το οποίο επέβαλλε την υποχρεωτική εκμάθηση της τουρκικής στους Πομάκους της Θράκης, με αποτέλεσμα τον σταδιακό εκτουρκισμό μιας μεγάλης μερίδας εξ αυτών, αποτύπωνε σε συνέντευξη του το 2010 ο Ιμάμ Αχμέτ.
Με αφορμή τον θάνατο του εκδότη της εφημερίδας «Ζαγάλισα» και προέδρου του Πανελληνίου Συλλόγου Πομάκων, αξίζει να θυμηθούμε τι δήλωνε ο ίδιος σε συνέντευξη του στο tvxs.gr το 2010.
«Οι Πομάκοι μιλούν σε διάλεκτο της Ροδόπης, που ονομάζουν πομάτσκι»
Οι Πομάκοι αποκαλούν τα χωριά τους με ονόματα διαφορετικά από αυτά στις ταμπέλες και στους γεωγραφικούς χάρτες της σύγχρονης Ελλάδας. Μεταξύ τους ομιλούν σε διάλεκτο της Ροδόπης, που ονομάζουν «πομάτσκι» και «δική μας γλώσσα». Ο πατριάρχης Κύριλλος είχε γράψει ότι αυτός ο πληθυσμός ομιλεί «πομάτσκι». Πρόκειται για διάλεκτο της Ροδόπης και της «Μακεδονίας του Αιγαίου».
Στη σημερινή Ελλάδα αυτή η γλώσσα ονομάζεται πομακική. Οι Πομάκοι στην ελληνική Θράκη αποκαλούνται μεταξύ τους «δικοί μας». Έτσι τους αποκαλούν και οι Βουλγαρομωαμεθανοί της βουλγαρικής Ροδόπης.
Στην Ελλάδα ζουν περίπου 35.000 – 40.000 Πομάκοι. Αν προσθέσουμε και τους μετανάστες στην Γερμανία, Τουρκία, Αθήνα, είναι 80.000, σύμφωνα με στοιχεία του Ιμάμ Αχμέτ.
Στην ελληνική αγροτική οικονομία, οι Πομάκοι καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος – παράγουν γάλα, τυρί, κρέας, ασχολούνται με κτηνοτροφία, καπνοπαραγωγή. Οι άνδρες εργάζονται ως οικοδόμοι στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και στη Δυτική Ευρώπη.
Ταξιδεύοντας από την Ξάνθη προς τα βουλγαρικά σύνορα, ο Αχμέτ δείχνει τις παλιές ταμπέλες στον δρόμο, στις οποίες γράφει ότι απαγορεύεται η φωτογράφηση και ότι η ζώνη ελέγχεται. Υπάρχουν και οχυρά. «Γιατί οι Έλληνες τα έχουν αφήσει;», ρωτάει ο Αχμέτ.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, τα πομάκικα χωριά κοντά στην Ξάνθη, που οι ντόπιοι αποκαλούν Σκέτσα, ήταν περιορισμένης πρόσβασης. «Σήμερα με τη Βουλγαρία είμαστε στην ΕΕ, γιατί δεν τις απομακρύνουν αυτές τις ταμπέλες;».
«Οι Έλληνες μέσα σε 50 χρόνια μας έκαναν Τούρκους»
«Εμείς θέλουμε να διατηρήσουμε τη μητρική γλώσσα μας, την σλαβική, τη βουλγαρική. Είμαστε πιο κοντά στη Βουλγαρία και θέλουμε η Βουλγαρία να μας βοηθήσει, να δώσει υποτροφίες στα παιδιά μας να σπουδάσουν σε βουλγαρικά πανεπιστήμια… Θέλουμε δέκα παιδιά μας να μάθουν βουλγαρικά στη Βουλγαρία, να υπάρχουν φροντιστήρια εκμάθησης βουλγαρικής γλώσσας για τους ανθρώπους μας. Εμείς δεν έχουμε τίποτα το κοινό με την τουρκική γλώσσα, αλλά μας την επιβάλουν ως μητρική. Η Βουλγαρία μπορεί να μας βοηθήσει. Οι Έλληνες μέσα σε 50 χρόνια μας έκαναν Τούρκους, ενώ οι Τούρκοι 5 αιώνες δεν μπόρεσαν να μας κάνουν Τούρκους», δήλωνε ο Ιμάμ Αχμέτ.
Όταν ο Αχμέτ έγινε δάσκαλος στην γενέτειρά του, Θέρμες, κανείς δεν ήξερε ούτε μία τουρκική λέξη. Μετά το 1975 άρχισε ο εκτουρκισμός των Ελλήνων Πομάκων, μέσω της εκμάθησης της τουρκικής γλώσσας. Οι Πομάκοι άρχισαν όχι μόνο να μιλούν την τουρκική, αλλά ξέχασαν και τα τραγούδια τους στη μητρική γλώσσα.
Ο Ιμάμ Αχμέτ εξέφραζε τον φόβο ότι με την εξαφάνιση των τραγουδιών και της γλώσσας, οι Πομάκοι στην Ελλάδα θα αφομοιωθούν πολιτιστικά και ζητούσε τη βοήθεια της Βουλγαρίας. «Θέλουμε η Βουλγαρία να μας βοηθήσει οι τραγουδιστές μας να μάθουν τα τραγούδια της Ροδόπης, διότι εσείς τα διατηρείται, ενώ εμείς τα ξεχνάμε. Δεν έχουμε ούτε μουσικούς, δεν έχουμε φολκλόρ, συνεπώς τι πολιτισμό έχουμε αφού δεν έχουμε τραγούδια;».
Μετά το 1989, ιδιαίτερα μετά την κατάργηση των θεωρήσεων εισόδου για τη Βουλγαρία, το 2001, οι Βούλγαροι μουσουλμάνοι της Ροδόπης συναντήθηκαν με τους βουλγαρόφωνους μουσουλμάνους από την άλλη πλευρά του βουνού, στην Ελλάδα. Επικοινωνώντας στη γλώσσα τους, αναγνωρίζονται και αποκαλούνται «δικοί μας».
Οι σχέσεις τους ενισχύθηκαν μετά την ένταξη της Βουλγαρίας στην ΕΕ, την 1η Ιανουαρίου 2007. Μετά τη διάνοιξη της διάβασης Ζλατογκράντ – Θέρμες, στις 15 Ιανουαρίου 2010, οι επαφές είναι πλέον καθημερινές.