Τελειωμό δεν έχει η προπαγάνδα των τουρκόφρονων της Θράκης, που πρόσκεινται στο τουρκικό Προξενείο Κομοτηνής και οι οποίοι συστηματικά κατηγορούν την Ελλάδα, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα προς εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων.
Σε –ακόμη μία- συνέντευξη που παραχώρησε στο τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu, η πρόεδρος του εθνικιστικού κόμματος ΚΙΕΦ Τσιγδέμ Ασάφογλου κατηγορεί την Ελλάδα για «συστηματικές διακρίσεις που υφίσταται η τουρκική μειονότητα Δυτικής Θράκης», φέρνοντας ως παράδειγμα «το κλείσιμο των τουρκικών σχολείων».
Η πρόεδρος του ΚΙΕΦ μίλησε για «εθνοτική καταπίεση» αλλά και για «πολιτικές αφομοίωσης» (!!!) ενώ σε μια επίδειξη απαράμιλλου θράσους, έφτασε στο σημείο να συγκρίνει τα δικαιώματα που απολαμβάνει η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη με τα αντίστοιχα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία, η οποία ένα αιώνα μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης αποτελείται από λιγότερα από 3.500 άτομα.
«Ο τουρκικός λαός που ζει στη Δυτική Θράκη υποβλήθηκε σε πολιτικές αφομοίωσης από τις ελληνικές αρχές και δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από πολλά από τα δικαιώματα που του παραχωρήθηκαν από διεθνείς συμφωνίες», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως «είμαστε καλοί πολίτες αλλά η Ελλάδα δεν μας εμπιστεύεται».
«Ο τουρκικός πληθυσμός στη Δυτική Θράκη έχει μειωθεί περισσότερο από το μισό από τη δεκαετία του 1920. Το ποσοστό πληθυσμού της τουρκικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης, που αποτελούσε το 65% του πληθυσμού της, έχει μειωθεί σήμερα στο 30% και η ιδιοκτησία γης που ήταν περίπου 84% το 1923 μειώθηκε σήμερα στο 23%», δήλωσε, προσθέτοντας πως «η διοίκηση της Αθήνας επέδειξε μια στάση που αγνοεί τα δικαιώματα του τουρκικού λαού και όχι μια εποικοδομητική στάση απέναντι στο εν λόγω πρόβλημα».
Συνεχίζοντας, η κ. Ασάφογλου αναφέρθηκε στη διαχείριση των βακουφίων που «αφαιρέθηκε από το 1967», στη χρήση του όρου «τουρκικός» σε συλλόγους και οργανώσεις που «έχει ποινικοποιηθεί από τη δεκαετία του 1970» καθώς και στην εκλογή μουφτήδων που «από τη δεκαετία του 1990 ακυρώθηκε και με ένα προεδρικό διάταγμα εισήχθη η πρακτική του διορισμού των μουφτήδων».
«Από τη δεκαετία του 1970 η χρήση του επιθέτου ‘’τουρκικός’’ θεωρείται έγκλημα. Στη δεκαετία του 1980, μειονοτικές μη κυβερνητικές οργανώσεις με το επίθετο ‘’τουρκικός’’ στο όνομα τους κηρύχθηκαν παράνομες και υιοθετήθηκε ένας νόμος που εισάγει διακρίσεις κατά των ιδρυμάτων της Δυτικής Θράκης», δήλωσε.
Batı Trakya'daki Türk nüfus, Yunanistan'ın ayrımcı uygulamalarına kurban ediliyor https://t.co/Q5V6rjs7j6
— Star Gazetesi 🇹🇷 (@stargazete) August 23, 2024
«Κλείσιμο σχολείων»
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε η πρόεδρος του ΚΙΕΦ στη συνέντευξη της στο κλείσιμο των μειονοτικών σχολείων στη Θράκη, παραβλέποντας φυσικά να αναφέρει ότι εκτός από μειονοτικά σχολεία έχουν κλείσει τα τελευταία χρόνια ακόμα περισσότερα δημόσια σχολεία, λόγω έλλειψης μαθητών.
Το χαρακτήρισε, μάλιστα, ως «ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική μειονότητα». «Παρά τις υποχρεώσεις της Ελλάδας βάσει διεθνών και διμερών συμφωνιών, η χώρα έχει παρεμποδίσει τη δυνατότητα της τουρκικής κοινότητας να ασκήσει τα δικαιώματά της. Ο αριθμός των εκπαιδευτικών που διορίστηκαν σε μειονοτικά σχολεία στη Δυτική Θράκη μειώθηκε από 35 σε 16 και ο αριθμός των μειονοτικών σχολείων μειώθηκε από 231 σε 86 τα τελευταία 28 χρόνια, με τέσσερα ακόμη σχολεία να έχουν κλείσει πριν το νέο σχολικό έτος 2024-2025. Η Ελλάδα δικαιολογεί το κλείσιμο των τουρκικών σχολείων επικαλούμενη χαμηλούς αριθμούς μαθητών, αλλά αυτά τα σχολεία δεν ξανανοίγουν ακόμη και όταν αυξάνεται ο μαθητικός πληθυσμός», είπε, ισχυριζόμενη ότι «οι πολιτικές της Ελλάδας στοχεύουν στην αφομοίωση, σπρώχνοντας τα παιδιά στα κρατικά σχολεία με απώτερο στόχο να διαγράψει την παρουσία της τουρκικής μειονότητας στην περιοχή».
«Ο τουρκικός πληθυσμός είναι βαθιά ανήσυχος και θυμωμένος»
«Ο τουρκικός πληθυσμός στη Δυτική Θράκη είναι βαθιά ανήσυχος και θυμωμένος για αυτές τις εξελίξεις», πρόσθεσε η Τσιγδέμ Ασάφογλου, τονίζοντας ότι «οι ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης είναι απαράδεκτες και ότι η αυτονομία και το ειδικό καθεστώς των μειονοτικών σχολείων πρέπει να γίνονται σεβαστά». Ζήτησε τον «άμεσο τερματισμό αυτών των πολιτικών που εισάγουν διακρίσεις και την αποκατάσταση των δικαιωμάτων που εγγυώνται η Συνθήκη της Λωζάνης και άλλες διμερείς συμφωνίες».
«Θα συνεχίσουμε τον αγώνα για τα δικαιώματα μας»
Καταλήγοντας, στη συνέντευξη της, δήλωσε ότι το ΚΙΕΦ «εργάζεται σκληρά για την προστασία των δικαιωμάτων του τουρκικού πληθυσμού στη Δυτική Θράκη». Το κόμμα, όπως είπε, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ελεύθερης Συμμαχίας (EFA) και εξέφρασε την πρόθεση της «να ευαισθητοποιήσει την Ευρώπη για τα θέματα που αντιμετωπίζει η τουρκική μειονότητα».
Φυσικά, δεν παρέλειψε να αναγνωρίσει τις προσπάθειες της Τουρκίας «να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη», τονίζοντας ότι «τόσο η τουρκική όσο και η ελληνική μειονότητα θα πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα όπως περιγράφονται στη Συνθήκη της Λωζάνης και σε άλλες συμφωνίες», ενώ επέκρινε την Ελλάδα ότι «σκόπιμα αφήνει άλυτα ζητήματα», χαρακτηρίζοντας τα ως «μια μορφή καταπίεσης».