Γνωρίζει ότι αν μεταβάλει τη φυσιογνωμία της θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας σε «εθνική τουρκική κοινότητα», τότε μετατοπίζει εντελώς το νομικό πεδίο διεκδικήσεων της, διευκολύνοντας την επιδίωξη της για «συνδιοίκηση στη Θράκη»
του Δρ. Ευριπίδη Στ. Στυλιανίδη
Βουλευτή Ροδόπης Νέας Δημοκρατίας,
Εκπροσώπου της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης,
Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
Η Συνθήκη της Λοζάνης είναι η μακροβιότερη συνθήκη που πέτυχε αποτελέσματα σε πολλά επίπεδα, δυστυχώς όχι σε όλα. Αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία βασίστηκε ο χαρακτηρισμός της μειονότητας στη Θράκη ως Θρησκευτικής και ο προσδιορισμός της ως Μουσουλμανικής. Αυτός μάλιστα ο προσδιορισμός ιστορικά υπήρξε απαίτηση της Τουρκικής πλευράς για δύο λόγους:
1) διότι η Μειονότητα αποτελούνταν από τρεις διαφορετικές εθνοτικές ομάδες (γι’ αυτό στο Ελληνικό αντίτυπο γίνεται λόγος για μειονότητες και όχι για μειονότητα), τους τουρκογενείς-τουρκόφωνους πρώην Οθωμανούς υπηκόους, τους Πομάκους και τους Ρομά.
2) διότι το νεοτουρκικό κοσμικό Κεμαλικό καθεστώς δεν ήθελε τότε σχέσεις με τους θρησκευόμενους Παλαιομουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, τους οποίους στη συνέχεια επεδίωξε επιτυχώς να τους εξουδετερώσει επιχειρώντας τον έλεγχο της από το νέο τουρκικό καθεστώς.
Η τελευταία θεσμική συνέχεια των Παλαιομουσουλμάνων είναι ο νόμιμος Μουφτής που αποτελεί εκτός από πνευματικός ηγέτης και δημόσια αρχή με θρησκευτικές, διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Γι’ αυτό επιδιώκεται από την Τουρκία συνεχώς η αποδόμηση του και η αντικατάσταση του από ένα ελεγχόμενο «αιρετό» πολιτικοθρησκευτικό ηγέτη που θα επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει πολιτικά- εθνικιστικά τη θρησκεία.
Τις τελευταίες δεκαετίες η Τουρκία επιχειρεί συστηματικά να μεταβάλει τη φυσική και νομική βάση της μειονότητας από «θρησκευτική μουσουλμανική» σε «εθνική τουρκική», διότι αυτό τη διευκολύνει σε δύο επιδιώξεις της: Πρώτον στην απόπειρα της να τουρκοποιήσει τις άλλες δύο εθνοτικές ομάδες των Πομάκων και των Ρομά, δηλαδή τις μειονότητες εντός της μειονότητας(minorities within minority) που έχουν τη δική τους ιδιαίτερη πολιτιστική, γλωσσική και ιστορική ταυτότητα παραβιάζοντας κάθε κανόνα σεβασμού των δικαιωμάτων, όπως προβλέπει η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεύτερον να εργαλειοποιήσει στη συνέχεια τη μειονότητα καθιστώντας την εξάρτημα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η δεύτερη διάσταση αναδείχθηκε ξεκάθαρα από το βιβλίο «Στρατηγικό Βάθος» του Α. Νταβούτογλου που επέδρασε καταλυτικά στη στρατηγική του Ταγήπ Ερντογάν, τόσο έναντι της Ελλάδας και των Βαλκανίων όσο και έναντι της ΕΕ, όπου ο Τούρκος ηγέτης επιδιώκει συστηματικά να εμφανίζεται ως ο προστάτης των απανταχού μουσουλμάνων κατά το νεοοθωμανικό πρότυπο.
Στη λογική αυτή επιδιώκεται στη Θράκη η υποταγή όλων των πολιτικών θρησκευτικών, πνευματικών και οικονομικών εκπροσώπων της μειονότητας. Οι συνεχείς επισκέψεις με συμβολισμούς Τούρκων αξιωματούχων στη περιοχή, η επιβολή του όρου «τουρκική μειονότητα» στο δημόσιο λόγο των εκπροσώπων (Ελλήνων μουσουλμάνων βουλευτών, αυτοδιοικητικών, δημοσιογράφων, ψευδομουφτήδων αλλά και Τούρκων πολιτικών και διπλωματών), ο εκβιασμός και η απειλή προς οποιοδήποτε μειονοτικό επιδιώκει να εκφράσει ένα πιο φιλελεύθερο ή ένα πιο ανεξάρτητο πνεύμα, όπως μαρτυρά η πρόσφατη δημόσια σύγκρουση του Τούρκου Προξένου Κομοτηνής με τον εκλεγμένο επί χρόνια Βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Ιλχάν Αχμέτ, αποτελούν ξεκάθαρη απόδειξη, ότι η Τουρκία επιδιώκει τον έλεγχο και την υποταγή της μειονοτικής ηγεσίας και χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό κάθε μέσο, διότι γνωρίζει ότι αν μεταβάλει έστω και κόντρα στις συνθήκες και το διεθνές δίκαιο τη φυσιογνωμία της θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας σε «εθνική τουρκική κοινότητα», τότε μετατοπίζει εντελώς το νομικό πεδίο διεκδικήσεων της, διευκολύνοντας την επιδίωξη της για «Συνδιοίκηση στη Θράκη».
Η Ελλάδα σε αυτή την παράδοξη και επιθετική πολιτική της Τουρκίας απαντά με την επιμονή της στην πολιτική της θετικής διάκρισης, στην οικοδόμηση μιας Ανοιχτής Δημοκρατικής Κοινωνίας που σέβεται απόλυτα τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα προστατεύοντας παράλληλα την ξεχωριστή ταυτότητα όλων και φυσικά των ιδιαίτερων εθνοτικών, γλωσσικών και πολιτιστικών ομάδων(Τουρκογενείς, Πομάκοι, Ρομά, Αλεβίτες, Σουνίτες, Μπεκτασί κ.α.). Αναγνωρίζει το δικαίωμα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού. Δεν δέχεται όμως τον παράνομο συλλογικό επαναπροσδιορισμό της μειονότητας που επιδιώκουν οι μηχανισμοί της Γείτονος, όχι από ενδιαφέρον για την ίδια τη μειονότητα, αλλά κυρίως στοχεύοντας στην εργαλειοποίηση και την εκμετάλλευση της από την Τουρκική εξωτερική πολιτική.
Η Θράκη αποτελεί τον καθρέπτη της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας, που όχι απλά αντέχει σε διεθνείς συγκρίσεις, αλλά αποτελεί και μοναδικό παγκόσμιο μοντέλο δημοκρατικής, ειρηνικής και δημιουργικής συμβίωσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Γι’ αυτό άλλωστε δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα παρά τις επίμονες προσπάθειες τους, οι ακραίες φονταμενταλιστικές ή τρομοκρατικές οργανώσεις να στρατολογήσουν ούτε ένα μέλος της φιλήσυχης και πλήρως ενταγμένης μουσουλμανικής μειονότητας των Ελλήνων- Ευρωπαίων πολιτών της Θράκης.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (1.10.2022)