Ανήμερα του Πάσχα 6 Απριλίου του 1914 ξεκίνησε στη Θράκη ένας από τους μαζικότερους διωγμούς Ελλήνων του 20ου αιώνα. Αποτέλεσε τον πρώτο κύκλο αίματος και διωγμών. Μετά ακολούθησαν οι γενοκτονίες των Ποντίων και των Αρμενίων.
Μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων το 1913, η κατάσταση στα Βαλκάνια εξακολουθούσε να είναι εξαιρετικά τεταμένη. Η Θράκη βρέθηκε εξ ημισείας στη Βουλγαρία και στην Τουρκία. Στα εδάφη της Ανατολικής Θράκης, τα οποία αποτελούσαν κομμάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατοικούσαν περίπου 300.000 Έλληνες.
Το γεγονός αυτό ενοχλούσε τους Τούρκους που επιθυμούσαν τον πλήρη εκτουρκισμό των περιοχών και την ομογενοποίηση του πληθυσμού. Με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζαν τον πλήρη έλεγχο της επικράτειας, εξαλείφοντας τον κίνδυνο μελλοντικών αναταραχών και εξεγέρσεων.
Την Κυριακή του Πάσχα του 1914, η Θράκη μπήκε επίσημα στο στόχαστρο. Ξεκίνησαν μαζικοί διωγμοί κατά των Ελλήνων κατοίκων. Σε εφημερίδα της εποχής έχει καταγραφεί ότι συγκεκριμένα από την περιοχή της Στράντζας απελάθηκαν την ημέρα εκείνη διακόσιες οικογένειες. Αφού ξυλοκοπήθηκαν και τους αφαιρέθηκαν τα είδη αξίας καθώς και τεράστια χρηματικά ποσά, Τούρκοι στρατιωτικοί και χωροφύλακες, «με τα ξίφη υψωμένα», τους εξανάγκασαν να φύγουν.
Το ίδιο φυσικά συνέβη σε πολλές περιοχές της θρακιώτικης περιφέρειας, με επίκεντρο την Αδριανούπολη, την Αρκαδιούπολη και τη Βιζύη. Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν όλων των ειδών τις τακτικές για να εκδιώξουν τους Ελληνορθόδοξους κατοίκους.
Πριν από το «Μαύρο Πάσχα» του ’14, αυτές ήταν περισσότερο έμμεσες και είχαν να κάνουν με εμπορικό αποκλεισμό, βαριά φορολογία, λεηλασίες και τρομοκρατικές επιθέσεις. Από τις 6 Απριλίου και μετά οι διωγμοί εντάθηκαν με δολοφονίες, ομαδικές σφαγές, βασανιστήρια, εκτοπισμούς και ένταξη σε τάγματα εργασίας.
Το 1919, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε από την Κωνσταντινούπολη την «Μαύρη Βίβλο Διωγμών και Μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού». Στο βιβλίο αυτό συμπεριλαμβάνονται συγκλονιστικές διηγήσεις των επιζώντων των διωγμών.
Η μαρτυρία της Ασπασίας Κωνσταντινίδου, κατοίκου της Στράντζας, είναι χαρακτηριστική:
«Το πρωί της 6ης Απριλίου, ο δεκανέας μαζί με χωροφύλακες, έχοντας τα σπαθιά γυμνά και κρατώντας μαστίγια, μετέβησαν στην αγορά και με γροθιές και λακτίσματα ανάγκασαν τους χωρικούς να κλείσουν τα καταστήματά τους. Διέταξαν να φύγουν οι εκατόν πενήντα οικογένειες την επόμενη μέρα και οι υπόλοιπες τη μεθεπόμενη. Ένας από τους νέους που ρώτησε «και γιατί να φύγουμε;» ξυλοκοπήθηκε ο δύστυχος ανελέητα. Κατόπιν, διέρχονταν στις συνοικίες μαζί με Οθωμανούς πρόσφυγες οι οποίοι λιθοβολούσαν τα χριστιανικά σπίτια και φώναζαν «Θα φύγετε ή θα περάσετε από το σπαθί, άπιστα γουρούνια».
(…)Έναν χωρικό, το Δημήτριο Γεωργή, με το πρόσχημα ότι χρωστούσε φόρο για τα ζώα του, τον έσυραν στις φυλακές. Ο 12χρονος γιος του, Απόστολος, ακολουθούσε κλαίγοντας τον πατέρα του για να τον σώσει. Οι χωροφύλακες ζητούσαν 17 λίρες, αλλά ο δυστυχής δεν είχε ούτε οβολό, με αποτέλεσμα να τον ξυλοκοπήσουν μέχρι λιποθυμίας. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στο δρόμο γυμνός κι ένας χωροφύλακας του είπε: «φύγε και ο γιος σου θα πληρώσει το χρέος σου». Και ο μικρός Απόστολος αφέθηκε στα χέρια των αιμοβόρων αυτών τεράτων. (…)Μετά από δύο ώρες περπάτημα, φθάσαμε σε ένα βαθύ και στενό φαράγγι όπου βρήκαμε τον δεκανέα Ισμαήλ με έναν αριθμό προσφύγων, που προφανώς μας περίμεναν. Μόλις μας είδε, διέταξε τους οδηγούς μας να σταματήσουν και σέρνοντας τις γυναίκες από τα κάρα, τις κακοποίησαν θηριωδώς. Τράβηξαν τα σκουλαρίκια που φορούσαν κόβοντας τα αυτιά τους. Τις υποχρέωσαν να ξεντυθούν για να πάρουν τα κολιέ τους τραβώντας τα με τόση βία που έκοψαν το λαιμό μιας γυναίκας κάνοντας το αίμα να ρέει ποτάμι».
Οι μαρτυρίες αυτές είναι μία ένδειξη της αγριότητας των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων Θρακιωτών.
Συνολικά, 232.000 Θρακιώτες εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να καταφύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα, αλλά και σε χώρες του εξωτερικού. Άλλοι 96.000 οδηγήθηκαν στη Μικρά Ασία σε τάγματα εργασίας. Από αυτούς, με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, επέστρεψαν στις εστίες τους μόνο 50.000. Οι υπόλοιποι 46.000 πέθαναν από τις ασθένειες, τον υποσιτισμό και τις κακουχίες.
Τον Ιούνιο του 2006, με απόφαση του 7ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Θρακών στο Διδυμότειχο, η 6η Απριλίου καθιερώθηκε επίσημα ως η «Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Θρακικού Ελληνισμού».