Η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος έριξε την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου την αυλαία στη συζήτηση επί των αναθεωρητέων διατάξεων που είχε εγκρίνει η προτείνουσα Βουλή.
Οι γενικοί εισηγητές θα έχουν το περιθώριο μέχρι την ερχόμενη Τρίτη να κάνουν διορθώσεις επί των πρακτικών, ώστε το τελικό κείμενο της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος μαζί με την κεντρική εισήγηση, να παραδοθεί μέχρι τις 11 Νοεμβρίου στην Ολομέλεια για να συζητηθεί και να ψηφιστεί.
Η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος ολοκλήρωσε την Τετάρτη, την επεξεργασία των αναθεωρητέων διατάξεων με την συζήτηση επί της ένατης θεματικής ενότητας που περιελάμβανε τα άρθρα 54 και 56 του συντάγματος και αφορούν το δικαίωμα ψήφου στους απόδημους, την καθιέρωση απλής αναλογικής και τα κωλύματα εκλογιμότητας βουλευτών.
Η κυβερνητική πλειοψηφία, απέρριψε τις δύο προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, για τροποποίηση του άρθρου 54 παρ. 1, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης αναλογικού εκλογικού συστήματος και του άρθρου 56, προς την κατεύθυνση καθιέρωσης προσωρινού κωλύματος εκλογιμότητας μετά από τρεις διαδοχικές βουλευτικές περιόδους.
Ωστόσο, υπήρξε ομόθυμη διάθεση για συναίνεση από όλα τα κόμματα, στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των αποδήμων.
Με μια καταλυτική ομιλία στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, ο Βουλευτής Ροδόπης της ΝΔ και πρόεδρος της Επιτροπής ολοκλήρωσε τις εργασίες της, υπερασπιζόμενος την ψήφο των Ελλήνων της Διασποράς ως γέφυρα επανασύνδεσης τους με την πατρίδα, ώστε όπως είπε «το Ελληνικό Κοινοβούλιο να ξαναγίνει ο εκφραστής όχι μόνο του Λαού αλλά και του Έθνους, μεγαλώνοντας την Ελλάδα…»
Ο Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης αναφέρθηκε και σε άλλα θέματα, όπως ο εκλογικός νόμος, τα κωλύματα βουλευτών, οι ίσες ευκαιρίες στην πολιτική κι άλλα.
Αναλυτικότερα ο Πρόεδρος της Επιτροπής τόνισε:
«ΑΠΛΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ (ΆΡΘΡΟ 54 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ) – ΨΗΦΟΣ ΟΜΟΓΕΝΩΝ (ΑΡΘΡΟ 54 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4) ΚΑΙ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ (ΑΡΘΡΟ 56 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ)
ΑΡΘΡΟ 54 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ
Στα εκλογικά συστήματα μονίμως αντιπαλεύει η Αρχή της Αναλογικής Εκπροσώπησης, που ενισχύει την κοινοβουλευτική πολυφωνία και τον ιδεολογικό πλουραλισμό, με την Αρχή της Σταθερότητας που διασφαλίζει αντίστοιχα την κυβερνησιμότητα ιδιαίτερα σε χώρες που είναι αναγκαία η πολιτική σταθερότητα όπως η Ελλάδα.
Σε κράτη που έχουν αναπτύξει κουλτούρα συνεργασίας και προγραμματικών συγκλίσεων εμφανίζεται παγίως η απλή αναλογική. Στις περιπτώσεις αυτές όμως, λειτουργούν κοινοβουλευτικά συστήματα προνομοθετικής συνεννόησης (Γερμανία) και δημόσια διοίκηση που μπορεί να παράγει ανεξάρτητα από την πολιτική ηγεσία (Βέλγιο, Ιταλία).
Η εφαρμογή αναλογικού συστήματος στην Ελλάδα στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν, δυστυχώς προκάλεσε πολιτική αστάθεια και γενικότερα αρνητικά αποτελέσματα, όπως η πόλωση.
Π.χ. Ιούνιος 1984 Νέα Δημοκρατία 44,28% και 145 έδρες
Νοέμβριος 1989 Νέα Δημοκρατία 46,19 % και 148 έδρες
1990 Νέα Δημοκρατία 46,84 % και 151 έδρες
Επίσης συχνά το αναλογικό σύστημα συνήθως νοθεύει μέσα από συμβιβασμούς με μικρότερα κόμματα το κυβερνητικό πρόγραμμα πού απέσπασε την σχετική τουλάχιστον πλειοψηφία των πολιτών και οδηγεί σε πολιτικές που μπορεί να μη έχουν καθαρή δημοκρατική νομιμοποίηση.
Το σύστημα που σήμερα εφαρμόζεται στην Πατρίδα μας δεν είναι ούτε αμιγώς πλειοψηφικό, ούτε όμως απόλυτα αναλογικό.
Είναι ένα μικτό σύστημα που σε μεγάλο βαθμό προστατεύει την πολυφωνία στο κοινοβούλιο, αλλά παράλληλα διασφαλίζει και τη δυνατότητα σταθερής κυβέρνησης είτε αυτοδύναμης, είτε συνεργασίας, ανάλογα με τη λαϊκή ετυμηγορία.
Το ίδιο το Σύνταγμα με τη διάταξη που η Νέα Δημοκρατία πρότεινε σε προηγούμενη Αναθεώρηση θέτει σε ισχύ τον εκλογικό νόμο από τις μεθεπόμενες εκλογές, εφόσον δεν πάρει 200 ψήφους έτσι αποτρέπει το φαινόμενο εργαλειοποίησης του εκλογικού νόμου από την εκάστοτε Κυβέρνηση.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να συνταγματοποιήσει την απλή αναλογική παραβλέποντας τις αδυναμίες που αυτή γεννά και να οριοθετήσει εννοιολογικά το ρυθμιστικό περιεχόμενο του εκλογικού νόμου προσδιορίζοντας στην ερμηνευτική δήλωση, ότι δεν μπορεί να αποκλίνει περισσότερο από 10% η αναλογία ψήφων και εδρών.
Η Νέα Δημοκρατία διαφωνεί με αυτή την “οστεοποίηση” του εκλογικού συστήματος που θα ντύσει τις αδυναμίες της απλής αναλογικής με την τυπική ισχύ και το δογματισμό ενός συνταγματικού κειμένου.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως δήλωσε πρόσφατα στην έκθεση Θεσσαλονίκης συνειδητά διαχωρίζει την Αναθεώρηση του Συντάγματος από τον Εκλογικό Νόμο.
Δεν χρησιμοποιεί του Καταστατικού Χάρτη της Χώρας για να πετύχει μικροκομματικά αποτελέσματα. Καλεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συμπράξουν στην ψήφιση ενός νόμου που δημιουργεί κυβερνητική σταθερότητα αλλά και πολυφωνική εκπροσώπηση, αφήνοντας την τελική απόφαση, αν δεν το πράξουν, στον ίδιο το λαό.
Άρθρο 54 παράγραφος 4 (Ψήφος Απόδημου Ελληνισμού )
Κορυφαίας σημασίας ζήτημα για την Ελλάδα είναι η ψήφος του Απόδημου Ελληνισμού και η δυνατότητα εκπροσώπησης του στο Εθνικό Κοινοβούλιο.
Το Σύνταγμα μας προβλέπει αυτή τη δυνατότητα στο άρθρο 51 παράγραφος 4 με νόμο που η ψήφιση του απαιτεί την ευρεία συναίνεση των 200 βουλευτών.
Η διαμόρφωση μιας τόσο ενισχυμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας προϋποθέτει κομματικούς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις που πρέπει να έχουν έρεισμα στο Σύνταγμα, ώστε να αποφευχθούν στο μέλλον περιπλοκές ως προς την συνταγματικότητα του σχετικού νόμου και την εφαρμογή του.
Στην Αγγλία υπάρχει μία φράση που αποδίδει τη δυσκολία του εγχειρήματος ενός τέτοιου συμβιβασμού και λέει: ‘’A camel is horse designed by a committee’’ δηλαδή ‘’η καμήλα είναι ένα άλογο που σχεδιάστηκε από μία επιτροπή’’.
Η Νέα Δημοκρατία εξ αρχής υποστήριξε (Νόμος Παυλόπουλου, Πρωτοβουλία Στυλιανίδη 2013 και η πρόταση κ. Μητσοτάκη πρόσφατα) το δικαίωμα της άμεσης και καθολικής συμμετοχής του Οικουμενικού Ελληνισμού στις Βουλευτικές εκλογές με νόμοτεχνικές διευκολύνσεις που θα μπορούσαν να συμφωνηθούν ομόφωνα απ’ όλα τα κόμματα. (π.χ. επιστολική ψήφος).
Με τον τρόπο αυτό το Ελληνικό Κοινοβούλιο επανασυνδέεται με το σύνολο όχι μόνο του Ελληνικού Λαού αλλά και των απανταχού Ελλήνων, δηλαδή, του Ελληνικού Έθνους.
Η ψήφος γίνεται γέφυρα επανασύνδεσης με τη Μητρόπολη όχι μόνο για την πρώτη γενιά μεταναστών που έχει αυξηθεί εκρηκτικά λόγω της πρόσφατης κρίσης αλλά και με τη δεύτερη ή την τρίτη γενιά, που κινδυνεύει να χάσει τις ρίζες της.
Κριτήριο επιλογής των Ομογενών δεν είναι το ρουσφέτι και η ευνοιοκρατία του παρελθόντος, αλλά η βελτίωση της διεθνούς εικόνας της Χώρας και η ουσιαστική ανάκαμψη της πατρίδας, ώστε να προσελκύσει ξανά τα παιδιά της να επιστρέψουν η πρώτη γενιά ως εργαζόμενοι και οι επόμενοι ως επενδυτές.
Η μέχρι τώρα αδυναμία ή καθυστέρηση να διευθετηθεί αυτό το θέμα προκάλεσε και την καταρχήν καταδίκη της Ελλάδας στην Υπόθεση Σιταρόπουλου και Γιακουμόπουλου κατά της Ελλάδας στο Πρώτο Τμήμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 2010.
‘’Το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν επιβάλλει υποχρέωση διασφάλισης των Εκλογικών δικαιωμάτων κατά τις βουλευτικές εκλογές των εκλογέων που διαμένουν στο εξωτερικό. Εντούτοις η απουσία για τόσο μακρύ διάστημα νομοθεσίας για το δικαίωμα των αποδήμων να ψηφίζουν από τον τόπο κατοικίας τους παρά τη διάταξη του άρθρου 51 παράγραφος 4 του Συντάγματος, είναι πιθανό να συνιστά άνιση μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών που διαμένουν στο εξωτερικό σε σχέση με όσους διαμένουν στην Ελλάδα’’.
Ωστόσο το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του 2012 ακύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση ισχυριζόμενο ότι: “ Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι στην παρούσα υπόθεση εθίγη η ίδια η ουσία του εκλογικού δικαιώματος των προσφευγόντων που εγγυάται το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αριθμό 1. Συνεπώς δεν υπήρξε παράβαση αυτής της διάταξης’’.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίωξε να αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό προτείνοντας ευρείες εκλογικές περιφέρειες μόνιμης εγκατάστασης απόδημου Ελληνισμού, με ενιαίο ψηφοδέλτιο σε κάθε μία από αυτές, χωρίς όμως να προσμετράται η ψήφος των αποδήμων στο γενικό σύνολο.
Αυτό προκαλεί σοβαρό συνταγματικό, πολιτικό και ηθικό ζήτημα που θίγει την Αρχή της ισοτιμίας της ψήφου, αγνοεί την άποψη των ομογενών και μειώνει τη σχέση τους με την Ελλάδα, αναδεικνύοντας τους σε δεύτερης κατηγορίας πολίτες.
Η διακομματική πρωτοβουλία του Υπουργείου των Εσωτερικών άλλαξε δραματικά τα δεδομένα. Οι αμοιβαίες υποχωρήσεις όλων των πλευρών οδηγούν σε ένα μεγάλο, δύσκολο αλλά χρήσιμο συμβιβασμό, ο οποίος μπορεί και πρέπει να φέρει προσωπικά αποτελέσματα.
Η οποιαδήποτε απόφαση όμως οφείλει να ερείδεται απόλυτα στο Σύνταγμα, για να μη προκαλέσει στο μέλλον ζητήματα συνταγματικής νομιμότητας, δικονομικής ορθότητας και πρακτικής λειτουργικότητας. Για να συμβεί αυτό κρίνεται αναγκαίο το ¨παράδοξο¨:
Δηλαδή η εξαρχής δημιουργία μιας συνταγματικής ομπρέλας που θα έχει την ευρύτητα μελλοντικής προσαρμογής σε νέα τεχνολογικά η πραγματικά, δεδομένα αλλά και την απαιτούμενη συγκεκριμενοποίηση, ώστε να μην προκληθεί αντισυνταγματικότητα των διευκολύνσεων που θα αποφανθούν από τον κοινό διακομματικό νομοθέτη προκειμένου να ασκηθεί απόλυτα το καθολικό δικαίωμα της ψήφου.
Τα ζητήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι:
Α. Ποιοι θα ψηφίζουν;
Καταρχήν το δικαίωμα της ψήφου, είναι καθολικό, δηλαδή, μπορούν να το ασκήσουν όλοι με τον παραδοσιακό τρόπο.
Η συμφωνία της διακομματικής επιτροπής προβλέπει διευκολύνσεις, προκειμένου να ψηφίζουν από τον τόπο διανομής τους όσοι Έλληνες τα τελευταία 35 χρόνια που λείπουν παρέμειναν στην Ελλάδα για δύο έτη (μη συνεχόμενα).
Τέτοιου είδους προϋποθέσεις είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα και θα μπορούσαν να μην απαιτούν αναθεώρηση.
Κάτι ανάλογο ισχύει στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο και έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
Στη Γερμανία σύμφωνα με το άρθρο 12 του Εκλογικού Νόμου (Bundeswahlgesetz ) ο νόμος θέτει δύο σωρευτικά κριτήρια, ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό:
α) Ο ομογενής να έχει διαμείνει στη Γερμανία συνεχώς για 3 μήνες κατά τα τελευταία 25 χρόνια της απουσίας του και
β) να έχει αποκτήσει προσωπική και άμεση σχέση με τις πολιτικές συνθήκες στη Γερμανία.
Στη Γερμανία η υποχρέωση συνεχούς παραμονής για 3 μήνες κρίθηκε αντισυνταγματική, επειδή παραβιάζει την καθολικότητα της ψήφου.
Bundesverfassungsgericht BVerfG – 2 BvC 1/11 -, – 2 BvC 2/11 – Die Ausgestaltung der Wahlberechtigung der Auslandsdeutschen durch § 12 Abs. 2 Satz 1 BWG verstößt gegen den Grundsatz der Allgemeinheit der Wahl. Die Vorschrift ist daher für mit Art. 38 Abs. 1 Satz 1 GG unvereinbar zu erklären.
Αυτό ίσως καθιστά αναγκαία την συνταγματική αναφορά. Το ίδιο ισχύει και για την κατοχή ΑΦΜ το οποίο επειδή δεν μπορεί να αποδοθεί σε όλους τους Έλληνες δημιουργεί ένα πρόσθετο γραφειοκρατικό εμπόδιο.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. Representation of the People Act 1985 ένας εκτός επικρατείας εκλογέας μπορεί να ψηφίζει από τον τόπο διαμονής του, αν έχει εγγραφεί σε εκλογικό κατάλογο βουλευτικών εκλογών οποιαδήποτε στιγμή μέσα στην τελευταία 15ετία.
Representation of the People Act 1985 Article 1. Extension of parliamentary franchise (3) The first set of conditions is that (a) he was included in a register of parliamentary electors in respect of an address at a place that is situated within the constituency concerned, (b) that entry in the register was made on the basis that he was resident, or to be treated for the purposes of registration as resident, at that address, (c) that entry in the register was in force at any time falling within the period of 15 years ending immediately before the relevant date, and (d) subsequent to that entry ceasing to have effect no entry was made in any register of parliamentary electors on the basis that he was resident, or to be treated for the purposes of registration as resident, at any other address.
Η δημιουργία ειδικών καταλόγων εκλογέων εκτός επικρατείας δεν αποτελεί πρόβλημα, διότι αντίστοιχες προβλέψεις υπήρχαν για στρατιωτικούς και λιμενικούς ( άρθρο 27 παράγραφος 1 του Συντάγματος) , ναυτικούς σε πλοία με ελληνική σημαία ( άρθρο 27 παράγραφος 7) και κρατούμενους (άρθρο 69 παράγραφος 2 του Συντάγματος).
Αυτά προβλέπονται και στο Προεδρικό Διάταγμα 26/2012 Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών: Άρθρο 27 περιεχόμενο και κατάρτιση ειδικών εκλογικών καταλόγων ( Άρθρο 27 Προεδρικό Διάταγμα 96/2007).
Β. Ποιους ψηφίζουν;
Στις περισσότερες χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης οι εκτός επικρατείας εκλογείς μπορούν να ασκούν το δικαίωμά τους στις πρεσβείες και τα προξενεία του τόπου κατοικίας τους ή με άλλους πρόσφορους τρόπους (επιστολική ψήφος, ηλεκτρονική ψήφος, ψήφος δια αντιπροσώπου).
Σε αρκετές από αυτές μάλιστα ψηφίζουν τους υποψηφίους της περιφέρειας που κανονικά είναι εγγεγραμμένοι.
Μόνο 6 από τις 47 χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης δημιούργησαν ειδικές εκλογικές περιφέρειες (καταθέτω πίνακα).
Η ΝΔ προβλέπει συνταγματικά τη δυνατότητα να μπορούν να ψηφίζουν σε μία ή περισσότερες εκλογικές περιφέρειες Αποδήμου Ελληνισμού. Υποστηρίζει όμως την εκδοχή να ψηφίζουν υποψηφίους από τον ελληνισμό της διασποράς στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας.
Για αυτό ρυθμίζει συνταγματικά ρητά και κατά παρέκκλιση τις εκλογικές περιφέρειες του Αποδήμου Ελληνισμού, ώστε να μην έρθει ο νόμος σε σύγκρουση με το άρθρο 54 παράγραφος 2 του Συντάγματος που προβλέπει ότι ο αριθμός των εδρών της κάθε εκλογικής περιφέρειας είναι ανάλογος με το νόμιμο πληθυσμό.
Παράλληλα εγγυάται ότι η ψήφος των ομογενών μετράει στο γενικό σύνολο της επικράτειας.
Γ. Πώς θα ψηφίζουν;
Το δικαίωμα της ψήφου θα ασκείται αυτοπροσώπως σε πρεσβείες και προξενεία σύμφωνα και με την άποψη της διακομματικής επιτροπής. Για την επιλογή άλλων εκλογικών κέντρων απαιτείται συναίνεση της χώρας υποδοχής.
Επίσης το άρθρο 1 παράγραφος 4 του Συντάγματος παραμένει για το μέλλον η δυνατότητα επιστολικής ψήφου ή άλλων πρόσφορων μέσων, αρκεί πάντα να διασφαλίζεται η εγκυρότητα και μυστικότητα.
Στην απόφαση να ρυθμιστούν τα ζητήματα αυτά μέσω της προσθήκης της παραγράφου 4 του άρθρου 54 ασκείται κριτική πάνω σε δύο σημεία.
Πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 Σ, κάποιες διατάξεις του Συντάγματος είναι μη αναθεωρήσιμες γενικά, μεταξύ των οποίων η λαϊκή κυριαρχία και η ισότητα. Αυτές αποτελούν τον σκληρό πυρήνα του Συντάγματος και δεν μπορούν να υπάρχουν στο Σύνταγμα διατάξεις αντίθετες με αυτές. Ωστόσο, με το να τεθούν προϋποθέσεις στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στον τόπο διαμονής δεν υπάρχει τέτοιο θέμα.
• Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η ρύθμιση στο Ηνωμένο Βασίλειο να μπορούν να ψηφίζουν από τον τόπο διαμονής τους μόνο αυτοί που κατοικούν εκτός επικρατείας για λιγότερο από 15 χρόνια δεν παραβιάζει το Άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ.
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Shindler v. the United Kingdom (2013) The Court is satisfied that the restriction in the present case pursues the legitimate aim of confining the parliamentary franchise to those citizens with a close connection with the United Kingdom and who would therefore be most directly affected by its laws. If the applicant returned to live in the United Kingdom, his right to vote as a resident would be restored. In these circumstances it cannot be said that the restriction in the present case impairs the very essence of the applicant’s rights under Article 3 of Protocol No. 1.
Doyle v. the United Kingdom (2007)
Imposing a period of fifteen years as the cut-off point for eligibility to vote from overseas does not appear to be either disproportionate or irreconcilable with the underlying purposes of Article 3 of Protocol No. 1. Over such a time period, the applicant may reasonably be regarded as having weakened the link between himself and the United Kingdom and he cannot argue that he is affected by the acts of political institutions to the same extent as resident citizens.
• Όπως και τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασίλειου.
England and Wales High Court Preston v Wandsworth Borough Council and Lord President of the Council [2012] EWCA Civ 1378 Schindler and MacLennan v. Chancellor of the Duchy of Lancaster and Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs [2016] EWHC 957 (Admin)
• Επίσης, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι μπορούν να τεθούν περιορισμοί στο εκλογικό δικαίωμα με κριτήριο τον τόπο κατοικίας.
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Melnychenko v. Ukraine (2004) The Court considers that a residence requirement for voting may be justified on the following grounds: (1) the assumption that a non-resident citizen is less directly or continuously concerned with, and has less knowledge of, a country’s day-to-day problems; (2) the impracticality and sometimes undesirability (in some cases impossibility) of parliamentary candidates presenting the different electoral issues to citizens living abroad so as to secure the free expression of opinion; (3) the influence of resident citizens on the selection of candidates and on the formulation of their electoral programmes; and (4) the correlation between one’s right to vote in parliamentary elections and being directly affected by the acts of the political bodies so elected.
• Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 2 Σ, κάποιες διατάξεις του Συντάγματος είναι μη αναθεωρητέες τώρα, καθώς η αναθεωρητική Βουλή δεσμεύεται από τις διατάξεις που έχει προτείνει η προηγούμενη. Επίσης, οι διατάξεις πρέπει να καθορίζονται «ειδικά».
• Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προτείνει προς αναθεώρηση το άρθρο 54 Σ με την προσθήκη παραγράφου 4. Το θέμα της προτεινόμενης διάταξης ήταν η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των εκτός επικρατείας εκλογέων. Η αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται από την κατεύθυνση της προτείνουσας. Άρα, η αναθεωρητική Βουλή βρίσκεται εντός των ορίων του άρθρου 110 παρ. 2 Σ και διαθέτει την αρμοδιότητα να αναθεωρήσει το άρθρο 54 παρ. 4 Σ.
Η καλοπροαίρετη κριτική σε αυτή τη διακομματική, όπως εξελίσσεται προσπάθεια είναι αναμφισβήτητα δεκτή.
Περισσότερο επείγον και χρήσιμο όμως για τη Δημοκρατία και την Ελλάδα είναι να κρατήσει όρθια τη γέφυρα με τους απόδημους Έλληνες και ζωντανή τη σχέση με τον Οικουμενικό Ελληνισμό όλων των γενεών και το μόνο εργαλείο για να το πετύχει αυτό είναι η δύναμη της καθολικής ψήφου για τους εκτός Επικρατείας πολίτες και η συνεχής διευκόλυνση άσκησης του δικαιώματός τους.
Γι’ αυτό η διακομματική απόφαση υπέρ της ψήφου των Ομογενών είναι μια ιστορικής συμφωνίας απόφασης.
Άρθρο 56 παράγραφος 5 (κώλυμα εκλογιμότητας βουλευτών)
Η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ στην Προτείνουσα Βουλή με 158 ψήφους ψήφισε την καθιέρωση προσωρινού κωλύματος εκλογιμότητας στους βουλευτές μετά από 3 διαδοχικές θητείες, εφόσον καθεμία από τις περιόδους διήρκησε πάνω από 32 μήνες.
Ο ήπιος αυτός περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγεσθαι υποστηρίχθηκε ότι “ αποβλέπει στο να σταματήσει να αντιμετωπίζεται η πολιτική ως επάγγελμα και να χτυπηθεί η οικογενειοκρατία καθώς και να διασφαλιστεί η ισότητα των ευκαιριών”
Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι έωλος και η προτεινόμενη διάταξη νομοτεχνικά άστοχη και θα εξηγήσω γιατί:
Είναι αλήθεια ότι στην πολιτική συμμετέχουν συνήθως τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων:
1.ΟΙ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ
Αυτοί που συγκυριακά ενώ δεν το σχεδιάζουν, δεν το επιδιώκουν και δεν προετοιμάζονται για αυτό, έτυχε να εκλεγούν, διότι δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες. Αυτό, ίσως να είναι και η πλειοψηφία. Δε σημαίνει ότι ανάμεσά τους δε διακρίνονται εκ των υστέρων κάποιοι ικανοί, που συνειδητοποιούν την αποστολή τους. Η πλειοψηφία, εντούτοις, συνήθως περνά και φεύγει. Απλώς ψηφίζει χωρίς να πρωτοστατεί και χωρίς τελικά να αφήνει κάποιο ίχνος δημιουργίας.
2. ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Είναι αυτοί που συνειδητά από την αρχή αντιμετωπίζουν την πολιτική ως μέθοδος γρήγορης ανάδειξη και εύκολου πλουτισμού. Δεν αμφισβητείται συνήθως η ικανότητα τους, αλλά τα ηθικά τους κίνητρα. Η ιστορία αποδεικνύει ότι αυτή η κατηγορία καθιστά ισχυρότερη τη διαπλοκή και κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα, πλήττοντας συχνά την ποιότητα της δημοκρατίας στον σκληρό της πυρήνα.
3. ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΠΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ(ΓΟΝΟΙ)
Είναι συνήθως πολιτικοί που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν μέσα σε πολιτικό περιβάλλον εισπράττοντας από τους γονείς τους ή τους συγγενείς τους τα ερεθίσματα, την εκπαίδευση, τη στήριξη αλλά και τις ιδεολογικοπολιτικές αναφορές. Αυτό τους προσδίδει σημαντικά πλεονεκτήματα στην εκκίνηση της καριέρας τους και πολύτιμες εμπειρίες πριν καν ασκήσουν εξουσία. Δημιουργεί όμως σε κάποιες περιπτώσεις ευτυχώς όχι σε όλες και μία κλειστή αντίληψη κόστους η αφυψηλού αντιμετώπισης που μπορεί εύκολα να τους απομακρύνει από την κοινωνική πραγματικότητα και τη λαϊκή αναφορά που πρέπει να έχει ένας εκλεγμένος κοινοβουλευτικός. Παράλληλα, η οικογενειακή αναφορά είναι αναμφίβολο ότι δυσκολεύει τη συνέχεια διότι προκαλεί συγκρίσεις με τους προκατόχους. Στην ιστορία συναντάμε απογοητευτικά αλλά και εξαιρετικά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας.
4. ΟΙ ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΗΤΟΙ ‘’ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ’’ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Είναι μία ξεχωριστή κατηγορία που συχνά κάποιοι την υποτιμούν χαρακτηρίζοντας την “προϊόν του κομματικού σωλήνα”. Αποτελείται όμως από ανθρώπους που από μικρή ηλικία πίστεψαν σε ιδέες. Με αυταπάρνηση υπηρέτησαν αξιακούς κώδικες. Συχνά στερήθηκαν ευκαιρίες. Άλλοι έμειναν καθηλωμένοι σε ξεπερασμένες νοοτροπίες μιας κομματικής κουλτούρας του παρελθόντος. Άλλοι όμως επένδυσαν στην πολιτική. Τη σπούδασαν. Τη μελέτησαν. Εκπαιδεύτηκαν σε αυτήν θεωρητικά αλλά και στην πράξη και αφιερώθηκαν οραματικά αλλά και επαγγελματικά με τη θετική του όρου έννοια. Δηλαδή ασχολήθηκαν με αφοσίωση και επαγγελματισμό αρνούμενοι κάθε δεύτερη σκέψη προκειμένου να παράξουν αποτελέσματα για τους πολλούς και να δημιουργήσουν πρότυπα με τη δράση και τη συμπεριφορά τους.
Ίσως η υγιής ομάδα αυτής της κατηγορίας να μην είναι πολυπηθής. Είναι όμως αυτή που σώζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική, επανασυνδέει τα κόμματα με τις κοινωνίες, ανανεώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών και συνήθως συναινεί και υποστηρίζει τα υγιή και δημιουργικά στοιχεία και από τις άλλες κατηγορίες.
Το ερώτημα που τίθεται κατά την αναθεώρηση του άρθρου 56 παράγραφος 5 είναι κατά πόσο το προτεινόμενο κώλυμα εκλογιμότητας που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύει τους πολιτικούς με τα καλύτερα χαρακτηριστικά;
Η πρόταση κωλύματος υποβαθμίζει το ρόλο του λαού και την κρίση των πολιτών
Στερεί την Εθνική Αντιπροσωπεία από έμπειρους βουλευτές που τους εμπιστεύονται και συνεχίζουν να τους επιλέγουν οι πολίτες.
Περιορίζει τη λογοδοσία των βουλευτών στο εκλογικό σώμα και παράλληλα αυξάνει τη δύναμη των αρχηγικών κομμάτων. Υποβαθμίζει τη νομοθετική εξουσία και την υποτάσσει στην εκτελεστική
Δε διασφαλίζει την ανανέωση των πολιτικών προσώπων, όπως θα το επιτύγχανε ίσως η εφαρμογή ενός Νόμου των κομμάτων, που θα εγγυάται την Εσωκομματική Δημοκρατία κατά την κατάρτιση των ψηφοδελτίων όπως παραδείγματος χάρη γίνεται στη Γερμανία
Άλλωστε το όριο της θητείας συνήθως αφορά στις σύγχρονες δημοκρατίες μονοπρόσωπα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, όπως π.χ. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όχι βουλευτές, οι οποίοι αποτελούν μέρος μόνο ενός συλλογικού οργάνου, όπως είναι το Κοινοβούλιο.
Καμία χώρα του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν έχει επιβάλει όριο θητείας σε Βουλευτές.
Παγκοσμίως τέτοιο περιορισμό έχουν εισάγει μόνο επτά χώρες της Λατινικής Αμερικής
1. Βενεζουέλα: 3 θητείες συνολικά (άρθρο 192 του Συντάγματος)
2. Βολιβία: 2 συνεχείς θητείες (άρθρο 156 του Συντάγματος)
3. Ισημερινός: 2 θητείες συνολικά (άρθρο 114 Συντάγματος)
4. Κόστα Ρίκα καμία συνεχής θητεία (άρθρο 107 του Συντάγματος)
5. Μεξικό: 4 συνεχείς θητείες (άρθρο 59 του Συντάγματος)
6. Περού καμία συνεχής θητεία (άρθρο 90 Α του Συντάγματος)
7. Φιλιππίνες: 3 συνεχείς θητείες (άρθρο 6 παράγραφος 7 του Συντάγματος)
Επίσης η Επιτροπή της Βενετίας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου) σε πρόσφατη έκθεσή της δε συστήνει την εισαγωγή θητείας σε βουλευτές.
Για του λόγους αυτούς η Ν.Δ. δεν στηρίζει αυτή την πρόταση».