Η Νέα Δημοκρατία επιμένει στην πλειοψηφία των 151 βουλευτών προκειμένου έτσι να αποσυνδεθεί η εκλογή του Προέδρου από την διάλυση της βουλής. Ετσι, με βάση την τελική πρόταση, έχουμε τρεις αρχικές ψηφοφορίες που ως διάταξη υπάρχουν και στο παρόν Σύνταγμα και δεν αλλάζουν αφού η παράγραφος 3 του άρθρου 32 δεν είναι αναθεωρητέα, η πρώτη και η δεύτερη με 200 βουλευτές και η τρίτη με 180.
Αν στην τρίτη ψηφοφορία δεν εκλεγεί πρόεδρος μετά από πέντε μέρες γίνεται τέταρτη ψηφοφορία και ο πρόεδρος εκλέγεται με 151 ψήφους δηλαδή την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Όσον αφορά την πιθανότητα να είναι δύο οι υποψήφιοι πρόεδροι πρόεδρος εκλέγεται αυτός που θα συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών δηλαδή 151.
Αν δεν επιτευχθεί αυτή η πλειοψηφία μετά από πέντε μέρες επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν και θεωρείται ότι έχει εκλεγεί πρόεδρος Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας θεωρείται ότι έχει εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην πρώτη ψηφοφορία. Σε περίπτωση ισοψηφίας κατά την ψηφοφορία εκείνη εκλέγεται ο πρεσβύτερος στην ηλικία μεταξύ των δύο υποψηφίων. Με βάση την τελευταία φράση αναθεωρείται και η προηγούμενη διάταξη του Συντάγματος που προέβλεπε κλήρωση σε περίπτωση ισοψηφίας.
Στυλιανίδης: «Όχι στην εργαλειοποίηση της εκλογής ΠτΔ, στόχος η κυβερνητική σταθερότητα»
Ιστορική αναφορά στην επίλυση του Πολιτειακού ζητήματος από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με το δημοψήφισμα του 1974 καθώς και στην εργαλειοποίηση του θεσμού το 2009 εναντίον της Κυβέρνησης Κ. Καραμανλή και το 2014 εναντίον της Κυβέρνησης Σαμαρά έκανε ο Πρόεδρος της Επιτροπής Αναθεώρησης και Βουλευτής Ροδόπης Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης. Υποστήριξε με στέρεα επιχειρήματα την αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου από τις Βουλευτικές Εκλογές και τόνισε ότι η συναίνεση δεν πρέπει επιβάλλεται από το Σύνταγμα αλλά να κατακτιέται από τη συμπεριφορά και τις επιλογές των πολιτικών πρωταγωνιστών. Μόνο έτσι θα πετύχουμε ένα νέο πολιτικό πολιτισμό.
Αναλυτικότερα:
«Με το δημοψήφισμα του 1974 για το Πολιτειακό Σύστημα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβαλε τέλος στην αστάθεια, εδραιώνοντας το Πολίτευμα της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Η Ελλάδα που βίωσε αιματηρούς πολέμους, εμφύλιους σπαραγμούς, απανωτές πτωχεύσεις, εθνικές καταστροφές, φτώχια προσφυγιά και άλλαξε από την Ανεξαρτησία της το 1830 μέχρι τη Μεταπολίτευση του 1974 27 διαφορετικά πολιτεύματα, χάρη στην πρωτοβουλία του Ηγέτη της και την απόφαση του Λαού της εδραίωσε την πιο στέρεη, την πιο ανθεκτική παρά τις κρίσεις, την πιο ώριμη παρά τις στρεβλώσεις και την πιο μακρόβια στην ιστορία του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους 3η Ελληνική Δημοκρατία.
Βασική ισορροπία του Πολιτεύματος μας, που ζει και αναπτύσσεται σταθερά, παρά τις απειλές, τα προβλήματα και τις δυσκολίες, τα τελευταία 45 χρόνια, υπήρξε η Αρχή των Ελέγχων και των Ισορροπιών.
Αρχή που μέχρι το 1986 εδράζονταν στον αποφασιστικό ρόλο του Πρωθυπουργού και το Ρυθμιστικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας που λειτουργούσαν μεταξύ τους συμπληρωματικά και αλληλοελεγκτικά.
Οι διακριτοί αυτοί ρόλοι, προσδιορίστηκαν στο Σύνταγμα του 1975 σοφά, με μεγάλη ακρίβεια και αρμονία, προκειμένου η Χώρα να απομακρυνθεί σταδιακά από κρίσεις που βίωσε στο παρελθόν λόγω συγκρούσεων του ισχυρού δίπολου της Εκτελεστικής Εξουσίας, δηλαδή του Βασιλιά και του Πρωθυπουργού.
Συγκρούσεις που οδήγησαν ακόμα και σε Εθνικό διχασμό.
Ο ρυθμιστικός ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκε θεαματικά με την αναθεώρηση του 1986, ικανοποιώντας ίσως από τη μία πλευρά ιστορικά απωθημένα, οδηγώντας όμως από την άλλη, σε ένα έντονα Πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα αποφάσεων.
Η ισχυροποίηση του εκάστοτε Πρωθυπουργού, η σημαντική επιρροή του στην Εκτελεστική, Νομοθετική και ίσως Δικαστική εξουσία, έγινε η αιτία να αναπτυχθούν άλλοι μηχανισμοί Ελέγχων και Ισορροπιών, όπως τα μαζικά δημοκρατικά κόμματα του άρθρου 1929 Σ, ο ενεργός ρόλος του Κοινοβουλίου, η απελευθέρωση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, η ενίσχυση της δικαιοσύνης, η ίδρυση των Ανεξάρτητων Αρχών κλπ.
Παρόλα αυτά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέμεινε θεσμικά παρά τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του, το Σύμβολο ενότητας του Έθνους και η Ευκαιρία Εθνικής Συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων και σύνθεσης μεταξύ των διαφορετικών αντιλήψεων που εκπροσωπούνται πλέον πολυφωνικά στο Εθνικό μας Κοινοβούλιο.
Το αποτέλεσμα αυτό, όσες φορές επετεύχθη, δεν επήλθε επειδή το επέβαλε κάποιος συνταγματικός κανόνας, αλλά γιατί οι αντίστοιχοι πολιτικοί πρωταγωνιστές επέδειξαν την πρέπουσα ευθύνη και την αναγκαία πολιτική ωριμότητα .
Από τις 9 εκλογές Προέδρου Δημοκρατίας που ζήσαμε μεταπολιτευτικά στις 3 επήλθε εξαρχής συμφωνία των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, το 2000, το 2005 και το 2010 μετά από εκλογές.
Στις 4 εκλογές ο Πρόεδρος στηρίχθηκε είτε από το ισχυρό κυβερνών κόμμα 1975, είτε μέσω της σύμπραξης του κυβερνώντος κόμματος με ένα μικρότερο κόμμα ή ανεξάρτητους βουλευτές όπως το 1980, 1985 και 1995.
Η πρώτη εκλογή που οδήγησε σε πρόωρη διάλυση της Βουλής ήταν μετά την Αναθεώρηση του 1986 στις εκλογές του 1990, όπου η βούληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και του τότε αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν εκ των προτέρων γνωστή, διότι επιδίωκε να ξεπεράσει τις τεχνητές δυσκολίες του εκλογικού νόμου και να επιτύχει την ανάδειξη αυτοδύναμης Κυβέρνησης.
Στις δύο τελευταίες εκλογές Προέδρου της Δημοκρατίας το 2010 και το 2015 επί της ουσίας εργαλειοποιήθηκε η διαδικασία εκλογής του Ανώτατου Άρχοντα από την Αντιπολίτευση προκειμένου να επιτευχθούν μικροκομματικοί στόχοι, μέσα από την πρόωρη διακοπή της θητείας μίας δημοκρατικά εκλεγμένης Κυβέρνησης, που έτυχε και στις δύο περιπτώσεις και στην περίπτωση Κ. Καραμανλή και στην περίπτωση Α. Σαμαρά να βρίσκονται στην πιο κρίσιμη φάση μιας Εθνικής προσπάθειας για να προστατευτεί η χώρα από μία άτακτη χρεοκοπία.
Στην περίπτωση μάλιστα της Κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή το 2009 η εργαλειοποίηση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας έγινε από τον Γεώργιο Παπανδρέου με ωμό τρόπο, 8 μήνες πριν τη λήξη της θητείας της με τη δήλωση, ότι “ο ίδιος ο πρόεδρος που θα καταψηφιστεί πριν τις εκλογές θα υπερψηφιστεί μετά”.
Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε το 2014 εν μέσω μιας τιτάνιας προσπάθειας για την οικονομική σωτηρία της χώρας ότι θα προτείνει συναινετικό πρόεδρο, μόνο εφόσον προηγηθούν βουλευτικές εκλογές για να ανατραπεί η κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου.
Και οι δύο πρόσφατες περιπτώσεις αποδεικνύουν ότι το σύστημα μας, όπως έχει εξελιχθεί, δίνει τη δυνατότητα να εργαλειοποιείται η διαδικασία ανάδειξης ενός Προέδρου Δημοκρατίας με περιορισμένες αρμοδιότητες, για να διακοπεί βίαια και η δημοκρατική εντολή που έδωσε ο Ελληνικός Λαός σε ένα κόμμα και έναν ισχυρό από άποψη αρμοδιοτήτων Πρωθυπουργό, για να κυβερνήσει 4 χρόνια.
Η στρεβλή χρησιμοποίηση των κανόνων της δημοκρατίας για την ικανοποίηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων ή προσωπικών πολιτικών παθών, οδηγεί στην ανάγκη να αποσυνδεθεί ο πολιτικός βίος μιας δημοκρατικά εκλεγμένης Κυβέρνησης από την άγονη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές.
Το σημείο αυτό, δηλαδή η αποσύνδεση εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, είναι ένα σημείο στο οποίο συναντήθηκαν οι απόψεις κομμάτων της Προτείνουσας Βουλής και σχηματοποιήθηκε η ενισχυμένη αναθεωρητική πλειοψηφία των 224 βουλευτών.
Άρα το ζήτημα που σήμερα καλείται να λύσει η Αναθεωρητική Βουλή είναι με ποιο τρόπο θα επιτευχθεί αυτό;
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει τις απανωτές ψηφοφορίες ανά μήνα με στόχο την επίτευξη της πλειοψηφίας 3/5 μέχρι την συμπλήρωση εξαμήνου.
Δηλαδή της δυνατότητας μέχρι και 7 ψηφοφοριών στη Βουλή που αν αποβούν άκαρπες, στη συνέχεια θα ακολουθήσει μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα και άρα εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας από τον Λαό.
Η πρόταση αυτή συγκεντρώνει μία σειρά από μειονεκτήματα:
- Δημιουργεί επικίνδυνες συνθήκες πολιτικής αστάθειας στη Χώρα επί εξάμηνο σε περιόδους που μπορεί να είναι απαραίτητη η σταθερότητα και εθνική συνεννόηση.
- Μεταφέρει την κομματική αντιπαράθεση στο Λαό, όπου είναι βέβαιον ότι ο πολιτικός διάλογος δεν θα στρέφεται γύρω από την Προσωπικότητα του Προέδρου, αλλά γύρω από τα τρέχοντα πολιτικά ζητήματα, μετατρέποντας την ψήφο των πολιτών σε «ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση».
- Η ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση του άμεσα αιρετού προέδρου επαναφέρει από την πίσω πόρτα ένα είδος δυαρχίας στην Εκτελεστική Εξουσία που επιδίωξε να εξοντώσει το δημοψήφισμα του 1974 και η αναθεώρηση του 1986.
- Υποδαυλίζει μία θεσμική αντίφαση, να έχεις έναν ισχυρό Πρόεδρο, νομιμοποιημένο όμως από το λαό, χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες, κάτι που θα του γεννά συνεχώς και ανθρωπίνως σύνδρομο στέρησης έναντι του Πρωθυπουργού, με απρόβλεπτες συνέπειες.
- Η άμεση εκλογή αυξάνει το κόστος της Δημοκρατίας και προσκρούει σε ένα τυπικό νομικό κώλυμα, ότι δεν έχει η Προτείνουσα Βουλή εγκρίνει την αναθεώρηση του άρθρου 30 παράγραφος 1 του Συντάγματος που προβλέπει ρητά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή.
Αντίστοιχα ζητήματα θεσμικών κενών και πολιτικής αστάθειας γεννά και η υιοθέτηση της πρότασης του ΚΙΝΑΛ για απανωτές άγονες ψηφοφορίες στη Βουλή.
Η Νέα Δημοκρατία που στο παρελθόν συζητούσε το θέμα της άμεσης εκλογής του προέδρου από το Λαό, πάντα το συνέδεε με έναν όρο, τον σαφή επαναπροσδιορισμό των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων ως συμπληρωματικού και αλληλοελεγκτικού πόλου ενός κατά βάση ισχυρού Πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος που πρέπει να επανέλθει στην Αρχή των Ελέγχων και των Ισορροπιών.
π.χ. μιλούσε για θεσμοθέτηση του Συμβουλίου Αρχηγών κι άλλα.
Σήμερα μετά την κακή εμπειρία του 2009 και του 2014 φαίνεται ρεαλιστικότερη η πρόταση που καταθέτουμε ως απάντηση στο δίλημμα:
- Διάλυση της Δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης για την εκλογή ενός προέδρου χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες ή εκλογή προέδρου από τη Βουλή και κυβερνητική σταθερότητα;
- Ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση για έναν αδύναμο πρόεδρο που θα εκλέγεται από το λαό ή σταθερός κυβερνητικός κύκλος της δημοκρατικά εκλεγμένης, Κυβέρνησης και εκλογή προέδρου από την Βουλή με ευρεία συναίνεση η απλή πλειοψηφία;
Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας δίνει τη δυνατότητα στις πολιτικές δυνάμεις στον πρώτο γύρο προσπαθειών με συναίσθηση πολιτικής ευθύνης και πνεύμα Εθνικής Συνεννόησης, χωρίς θεσμικούς καταναγκασμούς να εκλέξουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μία ισχυρή προσωπικότητα μεγάλου κύρους με 200 ή 180 ψήφους.
Αν αυτό δεν επιτευχθεί, εκτίθενται πολιτικά, όσοι το τορπίλισαν, χωρίς όμως να θίγεται η δημοκρατική εντολή που έδωσε ο Λαός στην κυβερνητική πλειοψηφία και να διακόπτεται βίαια ο κυβερνητικός κύκλος και η πολιτική σταθερότητα σε βάρος της χώρας με έκτακτες εκλογές.
Στο δεύτερο γύρο προβλέπεται η εκλογή του Προέδρου με απόλυτη ή σχετική πλειοψηφία, ώστε να μη δημιουργείται Κυβερνητική αστάθειας, θεσμικά κενά ή πρόσθετο κόστος για τη Δημοκρατία.
Η πρόταση αυτή θυμίζει ιστορικά το άρθρο 67 του Συντάγματος του 1927 ή και άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες, όπου η τελευταία ψηφοφορία γίνεται από τη Βουλή ή ευρύτερο Εκλεκτορικό Σώμα με απόλυτη η απλή πλειοψηφία.
Χώρες του Συμβούλιου της Ευρώπης που εκλέγουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας από τη Βουλή εν τέλει με απλή ή απόλυτη πλειοψηφία, είναι η Μάλτα (άρθρο 48 παράγραφος 13), η Λετονία(άρθρο 36Σ), η Ουγγαρία(άρθρο 14 παράγραφος 3,4 Σ), η Εσθονία(άρθρο 79 παράγραφος 4Σ) η Αρμενία (άρθρο 12 παράγραφος 4Σ) και η γειτονική Αλβανία(άρθρο 87 παράγραφος 3Σ) καθώς και από Ευρύτερο Εκλεκτορικό σώμα η Γερμανία(άρθρο 54 παράγραφος 6GG) και η Ιταλία(άρθρο 83 παράγραφος 3Σ).
Σε αρκετές Χώρες της Ευρώπης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από το λαό, έχει όμως διαφοροποιημένες αρμοδιότητες σε σχέση με την Ελλάδα.
Σε καμία χώρα δεν προβλέπεται μικτό σύστημα, δηλαδή προσφυγή στο Λαό όταν αποτύχει το Κοινοβούλιο.
Κάθε χώρα διαμορφώνει τη δική της Συνταγματική παράδοση με βάση τις ανάγκες της αλλά και τα ιστορικά της βιώματα.
Η Ελλάδα μεταπολιτευτικά αναζήτησε και πέτυχε την πολιτική σταθερότητα, την εθνική συμφιλίωση και περισσότερο συχνά από το παρελθόν την πολιτική συνεννόηση.
Παράμετροι που επέδρασσαν θετικά σε αυτήν την συνεχώς βελτιούμενη πολιτική διαδρομή, υπήρξαν σαφώς οι λειτουργούντες θεσμοί, οι ξεκάθαροι ρόλοι και κανόνες, οι σαφώς οριοθετημένες αρμοδιότητες των κρατικών οργάνων κυρίως όμως η ποιότητα ή η ανωριμότητα των πολιτικών πρωταγωνιστών.
Σ’ αυτήν ακριβώς την ποιότητα των πρωταγωνιστών και το επίπεδο του πολιτικού πολιτισμού επενδύει η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, που χωρίς ίχνος υπερβολής, αφήνει πεδίο συνεννόησης των κομμάτων στον πρώτο γύρο της Προεδρικής Εκλογής, διασφαλίζει όμως παράλληλα την ομαλή διακυβέρνηση του τόπου προβλέποντας εύκολη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στο δεύτερο γύρο από τη Βουλή, χωρίς να επαναφέρει με πρόχειρο τρόπο δυσλειτουργικά μοντέλα της διπολικής εκτελεστικής εξουσίας του παρελθόντος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί και πρέπει να παραμείνει ο Αρχηγός του Κράτους και ο Εκφραστής της Πολιτικής Συναίνεσης και της Εθνικής Συνεννόησης όχι επειδή αναγκαστικά το επιβάλλουν οι συνταγματικοί κανόνες, αλλά γιατί το συνειδητοποιούν και το επιδιώκουν τα πολιτικά κόμματα».