Με συναίνεση, και μάλιστα ευρεία, προχωρά η διαδικασία Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, στην έκτη θεματική ενότητα, που αφορούσε το άρθρο 96 και τη πρόταση της ΝΔ για την εξομοίωση των στρατιωτικών ποινικών δικαστών με τους τακτικούς δικαστές και το άρθρο 101 Α, την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον περιορισμό της ίδρυσης Ανεξάρτητων Αρχών, τη διευκόλυνση του τρόπου επιλογής τους και της ενίσχυσης του κοινοβουλευτικού ελέγχου τους.
Σημειώνεται ότι στη προτείνουσα βουλή, η πρώτη πρόταση υπερψηφίστηκε από 237 βουλευτές και η δεύτερη από 232 ενώ το ίδιο ομόθυμο κλίμα υπήρχε και στη σημερινή αναθεωρητική συζήτηση των δύο διατάξεων.
Η σημερινή πάντως συζήτηση επικεντρώθηκε κυρίως στο θέμα των Ανεξάρτητων Αρχών, με τον παριστάμενο υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη να τονίζει χαρακτηριστικά ότι, «είναι συνομολόγηση της αποτυχίας του πολιτικού συστήματος η παραχώρηση κρατικής ύλης σε ανεξάρτητες διοικητικές αρχές» αλλά και να χαρακτηρίζει λογική την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για αυξημένη πλειοψηφία 3/5 από τη Διάσκεψη των Προέδρων για τη συγκρότηση τους.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για το άρθρο 101 Α είναι προς την κατεύθυνση περιορισμού της δυνατότητας ίδρυσης ανεξάρτητων αρχών, της διευκόλυνσης του τρόπου επιλογής των μελών τους με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής καθώς και της ενίσχυσης του κοινοβουλευτικού ελέγχου τους.
Από την πλευρά της, η ΝΔ πρότεινε, να προβλεφθεί στο σύνταγμα η δυνατότητα παράτασης της θητείας των μελών της Ανεξάρτητης Αρχής μέχρι να εξευρεθεί η απαραίτητη αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής για τη συγκρότηση της με τη νέα σύνθεση.
Το ΚΙΝΑΛ προτείνει τη συγκρότηση τους από τα 2/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και η Ελληνική Λύση από τα 2/3.
Ε. Στυλιανίδης: «Οι Ανεξάρτητες Αρχές πρέπει να οριοθετούν τη σχέση αγοράς, τεχνοκρατίας και πολιτικής εφαρμόζοντας μια νέα Οριζόντια Διάκριση Εξουσιών»
Ουσιαστική και επιστημονικά τεκμηριωμένη ήταν η παρέμβαση του Προέδρου της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος στη Βουλή και Βουλευτή Ροδόπης Δρ. Ευριπίδη Στ. Στυλιανίδη.
Έκανε τολμηρές παραδοχές όπως «Οι Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν τη θεσμική ομολογία αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να αναλάβει τος ευθύνες του…»
Θέση επίσης πήρε υπέρ της ρητής θεσμικής εξίσωσης των Στρατιωτικών με τους λοιπούς δικαστές ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους.
Τέλος ενδιαφέρουσα ανάλυση παρουσίασε ο βουλευτής Ροδόπης για τις σχέσεις αγοράς, τεχνοκρατίας και πολιτικής.
Συγκεκριμένα τόνισε:
Η αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 καθίσταται αναγκαία, προκειμένου οι στρατιωτικοί δικαστές να περιβληθούν με τις απαραίτητες εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος.
Για το λόγο αυτό στην πρότασή μας γίνεται ρητή αναφορά στην εξίσωση στρατιωτικών και πολιτικών δικαστών ως εξής: ‘’Τα μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων περιβάλλονται με άπασες τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των λοιπών τακτικών δικαστικών λειτουργών κατά το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος…’’.
Επίσης προστίθεται η πρόβλεψη Νόμου για τη βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων με τους λοιπούς τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς, τη σύνθεση του Ανώτατού Δικαστικό Συμβούλιο του Σώματος αυτού, των Πειθαρχικών Συμβουλίων τους και τα της Επιθεώρησης.
Ο Νόμος που έχει ήδη εκδοθεί είναι ο νόμος 2304/45 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων και 2287/95 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.
Η ανάγκη ενισχυτικής αποσαφήνιση του ανεξάρτητου και αμερόληπτου χαρακτήρα του δικάζοντας οργάνου, θεμελιώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που όπως είναι φυσικό δεν αφορά δίκες μόνο για πολίτες, αλλά και για πολίτες που φέρουν στρατιωτική ιδιότητα.
Την άποψη αυτή ενισχύει μία σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ιδίως σε βάρος της Τουρκίας (Υποθέσεις Ciraklur, Ynkul και Otsalan).
Σε όλες τις περιπτώσεις υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους οι Δικαστές, όταν λόγω της παράλληλης ιδιότητάς τους ως αξιωματικοί εξαρτώνται και από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή εν προκειμένω της Στρατιωτικής Ιεραρχίας.
Αυτό ακριβώς έρχεται να προστατέψει η πρόβλεψη νόμου στο άρθρο 96 παρ. 5, που ορίζει τη βαθμολογική αντιστοιχία των λειτουργιών, τη σύνθεση των σχετικών Συμβουλίων και την εξίσωση με τους λοιπούς τακτικούς δικαστές, διότι η ανεξαρτησία και η αμεροληψία, όπως υποστηρίζει και το ΕΔΔΑ δεν πρέπει απλά να διασφαλίζεται από την οργάνωση και τη λειτουργία τους, αλλά και να φαίνεται, δηλαδή να αναδεικνύεται.
Επίσης η υπ’ αριθμόν CM/REC(2014)4 Σύσταση της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης περί της προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των μελών των Ενόπλων Δυνάμεων, που υιοθετήθηκε την 24η Φεβρουαρίου 2010 ρητά, προβλέπει στην παρ. 34 ότι: ‘’Η οργάνωση και η λειτουργία των στρατιωτικών δικαστηρίων (όπου αυτά υφίστανται) θα πρέπει να διασφαλίζει πλήρως το δικαίωμα του καθενός σε ένα κατάλληλο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο σε κάθε στάδιο των νομικών διαδικασιών’’.
Η ανάγκη αυτή της νέας πρότασης για αναθεώρηση- συμπλήρωση του άρθρου 96 παρ. 5 ανέκυψε εκτός των άλλων και από την απόφαση 2857/2003 της Ολομέλειας του ΣτΕ, που έκρινε, αν η πολιτεία μπορεί να καθιερώσει για τους δικαστικούς λειτουργούς της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης το μισθολόγιο των λοιπών δικαστικών λειτουργών ή το μισθολόγιο των στρατιωτικών. Η απόφαση έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση των στρατιωτικών δικαστών, δεν μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος, που αφορά στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, ερμηνεύοντας διαφορετικά το υφιστάμενο άρθρο 96 παρ. 5 εδ. α’.
Ανάλογες ερμηνείες έχουν λάβει χώρα και σε άλλες αποφάσεις του ΣτΕ, καθώς και σε αποφάσεις των Δικαστικών Εφετείων σε θέματα προσωπικής και υπηρεσιακής κατάστασης των λειτουργών της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης.
Αυτό όμως πρέπει να θεραπευτεί, διότι όπως διαπιστώνει στην πράξη και η νομολογία, οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, όποιοι κι αν είναι αυτοί στρατιωτικοί ή πολιτικοί, αποτελούν στοιχείο προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
Η εξίσωση, λοιπόν, που αποτυπώνεται στη νέα διάταξη, ερμηνεύει αυτή την ασάφεια που οδηγεί το ΣτΕ στην παραπάνω ερμηνεία για το μισθολογικό και επιβεβαιώνει ότι η ανεξαρτησία αυτή και η θεσμική εξίσωση με τους λοιπούς δικαστές, δε γίνεται για χάρη του κλάδου τους, αλλά χάρη των πολιτών που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με το Σύνταγμα, επειδή είναι στρατιωτικοί να δικάζονται από δικαστές με περιορισμένες συνταγματικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας.
Οι ανεξάρτητες αρχές (άρθρο 101Α) και η στρατιωτική δικαιοσύνη (άρθρο 96 παράγραφος 5)
Οι Ανεξάρτητες Αρχές εμφανίστηκαν ως φαινόμενο στις ΗΠΑ και μεταφέρθηκαν με καθυστέρηση στην Ευρώπη.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αποτελούν τη θεσμική ομολογία της ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί από μόνο του την αναγκαιότητα μιας νέας Οριζόντιας αυτή τη φορά Διάκρισης των Εξουσιών, τη Διάκριση μεταξύ Αγοράς, Τεχνοκρατίας και Πολιτικής.
Αν καθένας από αυτούς χώρους αφεθεί να δράσει μόνος του και ανεξέλεγκτα, εμφανίζει την τάση να επιβάλλεται επί των άλλων.
Αν παραδείγματος χάριν αφεθεί η Πολιτική να ελέγξει την Αγορά θα οδηγηθούμε σε ένα κρατικο-παρεμβατικό μοντέλο αντίστοιχο, αυτού που απέτυχε στη Σοβιετική Ένωση με προσβολή ακόμα και των ατομικών ελευθεριών.
Αν αφεθεί η Τεχνοκρατία να ελέγξει την Πολιτική, τότε κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε ένα ανεφάρμοστο ορθολογισμό, που συχνά δεν έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί τις αντοχές ή τις επιθυμίες της κοινωνίας, μετατρέποντας τη Δημοκρατία σε καθεστώς των ειδικών, δηλαδή αυτών που οι Γερμανοί αποκαλούν ‘’Fachidioten’’, δηλαδή ‘’κράτος των εξειδικευμένων ηλίθιων’’.
Αν τέλος η Αγορά αφεθεί να ελέγξει την Πολιτική, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε στην απόλυτη διαπλοκή, όπου η ισχύς συγκεκριμένων συμφερόντων θα πολλαπλασιάζεται άπληστα, με καταπαραγγελία νομοσχέδια σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και εντέλει της ίδιας της Δημοκρατίας.
Οι Ανεξάρτητες Αρχές έρχονται να επιβάλλουν αυτήν ακριβώς τη Νέα Οριζόντια Διάκριση των Εξουσιών προσδιορίζοντας δυναμικά αλλά με ακρίβεια το συμπληρωματικό και αλληλοελεγκτικό ρόλο των τριών διαφορετικών Χωρών της Αγοράς, της Τεχνοκρατίας και της Πολιτικής.
Σταδιακά, λοιπόν, με τη λειτουργία και τις αποφάσεις τους ξεκαθαρίζουν ότι:
α) η Αγορά πρέπει να είναι αυτή που παράγει πλούτο, δημιουργεί θέσεις εργασίας, απενεχοποιεί την έννοια της ‘’φιλοδοξίας’’ και του ‘’συμφέροντος’’ ως κινητήριες δυνάμεις δημιουργίας του Ανθρώπου. Αρκεί το ατομικό να διέρχεται μέσα από το δημόσιο, το κοινωνικό και το εθνικό συμφέρον και να υπακούει σε κανόνες.
β) Η Τεχνοκρατία μπορεί να συμβάλλει προς τους άλλους χώρους με φρέσκια γνώση και σύγχρονη πληροφόρηση, αλλά χωρίς να τους αντικαθιστά στη λειτουργία τους και τέλος
γ) Η Πολιτική είναι αυτή που θέτει τους κανόνες, εποπτεύει την εφαρμογή τους και οριοθετεί ένα κοινό εθνικό ή κοινωνικό όραμα – μία στρατηγική, μέσα στην οποία θα χωρά το μικρό όνειρο της κάθε οικογένειας, της κάθε επιχείρησης, του κάθε πολίτη, του κάθε ανθρώπου.
Για τους λόγους αυτούς πιστεύω ότι οι νεοεμφανιζόμενες Ανεξάρτητες Αρχές μπορούν να διακριθούν τυπολογικά σε τέσσερις κατηγορίες.
- Η πρώτη περιλαμβάνει αυτές που λειτουργούν ως θεσμικές εγγυήσεις για την αποτελεσματικότερη προστασία συγκεκριμένων ατομικών δικαιωμάτων. Όπως η Αρχή της Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ( άρθρο 9Α του Συντάγματος) και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (άρθρο 19 παρ. 2 Συντάγματος).
- Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει αρχές που ασκούν την εποπτεία σε μεγάλους τομείς ή στο σύνολο της δημόσιας διοίκησης, ιδιαίτερα δε ως προς το δικαίωμα του αναφέρεσθαι του άρθρου 10 του Συντάγματος ή του διορισμού των δημοσίων υπαλλήλων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Αυτές είναι το ΑΣΕΠ (άρθρο 103 παρ. 7) και ο Συνήγορος του Πολίτη (άρθρο 103 παρ. 9 του Συντάγματος).
- Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει ανεξάρτητα όργανα που ασκούν αρμοδιότητες σχετικές με τη λειτουργία της αγοράς συνολικά ή ειδικών τομέων της, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και άλλα. Αυτές δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα , αλλά από το νόμο και επηρεάζονται όχι μόνο από τον εθνικό νομοθέτη, αλλά και από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Αναφέρονται δε κυρίως στην οικονομική λειτουργία του Κράτους και την οικονομική ελευθερία.
- Κρίσιμη είναι η τέταρτη κατηγορία μικτών ως προς το αντικείμενο τους αρχών, που συνδυάζουν χαρακτηριστικά των τριών προηγούμενων κατηγοριών, όπως το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος), που διαθέτει αποφασιστικές αρμοδιότητες, εγγυάται και εποπτεύει.
Οι Ανεξάρτητες αρχές είναι χρήσιμες, όταν εγγυώνται δικαιώματα και πρέπει να κατοχυρώνονται συνταγματικά, ενώ όταν επιδιώκουν περισσότερη διαφάνεια στην λειτουργία της διοίκησης, αυτό πρέπει να αντανακλάται με σχετικές ρυθμίσεις και στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Αντίθετα όταν συνιστούν εκδήλωση αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να αναλάβει τις ευθύνες του και προσπαθεί να τις μετακινήσει στους ώμους μη πολιτικών προσώπων, η σύσταση αυτής της λειτουργίας τους πρέπει να είναι φειδωλή.
Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται θεσμικά αντίβαρα που λειτουργούν ‘’αντιπλειοψηφικά’’ στο πλαίσιο της Αρχής των Ελέγχων και των Ισορροπιών του Κοινοβουλευτικού μας Συστήματος.
Αντίθετα πρέπει να λειτουργούν ως εγγυήσεις για ένα δικαιοκρατικό, δημοκρατικό και πλουραλιστικό πολίτευμα μέσα από την προστασία της αυτονομίας της πολιτικής, έναντι της υπερσυγκέντρωσης οικονομικής, επικοινωνιακής και εν τέλει πολιτικής επιρροής.
Όπως στην παραδοσιακή διάκριση σε νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία ενυπάρχουν ως αντίβαρα ο δικαστικός έλεγχος αντισυνταγματικότητας, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, η διάλυση της Βουλής, η απαραίτητη έγκριση πράξεων του προέδρου των ΗΠΑ από τη Γερουσία και τα λοιπά, έτσι πρέπει να λειτουργούν και οι Ανεξάρτητες Αρχές, όχι ως αντίβαρα στον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα, αλλά ως αντίβαρα της σχέσης Αγοράς, Τεχνοκρατίας και Πολιτικής στο πλαίσιο μιας νέας Οριζόντιας Διάκριση Εξουσιών.
Τη σχέση των Αρχών με το Κοινοβούλιο τη ρυθμίζει το ίδιο το άρθρο 101Α στην παρ. 3 που εκτός από το Κοινοβουλευτικό Έλεγχο παραπέμπει και στον κανονισμό της Βουλής. Ο έλεγχος προκαλείται από τον Υπουργό ή με απευθείας ακροάσεις (άρθρα 66επ. του Συντάγματος και 138Α και 43Α παρ. 2 περ. Β΄ του Κανονισμού της Βουλής).
Αυτή η ειδική σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή μας υποχρεώνει να αναθεωρήσουμε το συγκεκριμένο άρθρο, καθιστώντας ευκολότερη τη στελέχωσή τους, χωρίς όμως να χάνεται ο υπερκομματικός και ανεξάρτητος χαρακτήρας τους και χωρίς να δημιουργείται θεσμικό κενό από την αδυναμία συγκρότησής τους.
Η μέχρι τώρα πρακτική για επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως πλειοψηφίας των 4/5 της διάσκεψης των προέδρων, οδήγησε σε δυσκολία ή και αδυναμία συγκρότησης Ανεξάρτητων Αρχών.
Αυτό αντιμετωπίστηκε με το νόμο 3051/2002, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο 4055/2012, προκειμένου να παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι έξι μήνες η θητεία των μελών της Ανεξάρτητης Αρχής, αν υπάρχει πρόβλημα νέας συγκρότησης. Η παράταση του εξαμήνου ισχύει και στην περίπτωση που κάποια μέλη εκλείψουν ή αποχωρήσουν, χωρίς όμως να έχει επηρεαστεί η δυνατότητα σχηματισμού απαρτίας.
Το ΣτΕ στην Ολομέλεια του με την απόφαση 3515/2013 και αργότερα με την απόφαση 2583/2017 επέτρεψε την παράταση λειτουργίας των Ανεξάρτητων Αρχών μέχρι την ανάδειξη νέων μελών, μόνο όμως για εύλογο χρόνο που κρίνεται κατά τις περιστάσεις.
Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που ανέκυψε στην πράξη αντικαθιστώντας την ομοφωνία και την ενισχυμένη πλειοψηφία των 4/5 με τα 3/5 της Διάσκεψης των Πρόεδρων.
Αυτό διευκολύνει τη διαδικασία της αντικατάστασης ή θεσμοθετεί την παράταση και άρα εξασφαλίζει τη συνεχή και αδιατάρακτη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, στις οποίες έχουν ανατεθεί σημαντικές αρμοδιότητες για την προστασία των ατομικών ελευθεριών και τη λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος.
Παράλληλα προστατεύεται το κύρος της Αρχής από μικροκομματικές σκοπιμότητες, που μπορεί να εμποδίζουν την αντικατάσταση των μελών της.
Η κοινοβουλευτική λογοδοσία των Ανεξάρτητων Αρχών και ο κοινοβουλευτικός τους έλεγχος εγγυάται το συμπληρωματικό τους ρόλο, διευκολύνει το κοινοβούλιο στο έργο του, ενδυναμώνει τη δημοκρατική τους νομιμοποίηση και ενισχύει την αποτελεσματικότητά τους μέσα από την υποχρέωση Κοινοβουλευτικής Λογοδοσίας (εκθέσεις).
ΠΡΟΤΑΣΗ του άρθρου 96 παρ. 5 Σ
Τα στρατιωτικά δικαστήρια του στοιχείου α’ της προηγούμενης παραγράφου συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων που περιβάλλονται με άπασες τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των λοιπών τακτικών δικαστικών λειτουργών κατά το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος.
Νόμος ορίζει τη βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων με τους λοιπούς τακτικούς, δικαστικούς λειτουργούς, τη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος αυτού, των Πειθαρχικών Συμβουλίων και τα της Επιθεώρησης.
Για τις συνεδριάσεις και αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 93.
Τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, καθώς και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους, ορίζονται με νόμο.