Ανακρίσεις για καταγγελίες κατά εισαγγελέων και δικαστών του Πρωτοδικείου Ροδόπης ξεκίνησαν στα δικαστήρια Κομοτηνής ύστερα από σχετικές αναφορές μας στην Επιθεώρηση Δικαστηρίων.
Οι καταγγελίες μας αφορούν υποθέσεις τις οποίες εκτιμούμε ότι μερίδα εισαγγελέων και δικαστών έκρινε μεροληπτικά εις βάρος μας για ποικίλους λόγους. Είτε επειδή μας στοχοποίησαν λόγω ίσως παλαιότερων καταγγελιών μας, είτε επειδή θέλησαν για δικούς τους λόγους να ευνοήσουν αντιδίκους μας, είτε επειδή πολύ απλά είναι ανεπαρκείς για να υπηρετήσουν το λειτούργημα του δικαστή και ως εκ τούτου την ίδια τη Δικαιοσύνη.
Εισαγγελείς απέρριπταν αιτήματα μας παραβλέποντας τη νομοθεσία και εξαπέλυαν εναντίον μας προσωπικές επιθέσεις με φράσεις του στιλ «από δω και στο εξής θα είμαι εναντίον σας σε κάθε περίπτωση».
Δικαστές μας απαγόρευαν (!!!) να δημοσιεύουμε και μας δίκαζαν δεχόμενοι ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων και προσωπικά δεδομένα, άσχετων με εμάς και των υποθέσεων μας, τρίτων προσώπων από άλλες περιοχές. Έφταναν στο σημείο να αγνοούν μέχρι και επίσημα έγγραφα φορέων του Δημοσίου και να μας καταδικάζουν, άσχετα αν όλες οι εξελίξεις μέχρι σήμερα επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς και τα δημοσιεύματα μας.
Η στοχοποίηση που θεωρούμε ότι έχουμε υποστεί από τη συγκεκριμένη μερίδα εισαγγελέων και δικαστών των δικαστηρίων Κομοτηνής αποδεικνύεται από ένα απλό γεγονός. Την ώρα που οι μηνύσεις των αντιδίκων μας βγαίνουν στο ακροατήριο με διαδικασίες «fast track», οι δικές μας μηνύσεις δύο και πλέον χρόνια μετά την κατάθεση τους παραμένουν ακόμα «θαμμένες» στα συρτάρια των εισαγγελέων.
Όλα αυτά έχουν καταγγελθεί πολλάκις, τόσο αρμοδίως στην Επιθεώρηση Δικαστηρίων όσο και δημόσια μέσα από άρθρα μας. Από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας της, η «Φωνή της Ροδόπης» είχε ως κεντρικό σύνθημα «Μαχόμαστε τη διαφθορά – Υποστηρίζουμε τη διαφάνεια» και αυτό επιδιώκουμε σε κάθε έκφανση του δημόσιου βίου.
Η Δικαιοσύνη, ως πρωταρχικός πυλώνας της Δημοκρατίας, δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση. Αποτελεί κτήμα του ελληνικού λαού και δεν θα επιτρέψουμε, με όσες δυνάμεις διαθέτουμε και με οποιοδήποτε προσωπικό κόστος, να καταστεί «τσιφλίκι» ή «παραμάγαζο» οποιουδήποτε δικαστή ή εισαγγελέα επιθυμεί να δικάζει κατά το δοκούν. Θα πρέπει να θυμούνται όλοι αυτοί ότι κανείς δεν είναι και δεν πρέπει να είναι υπεράνω του νόμου.
Εν κατακλείδι, παρ’ όλα τα φαινόμενα κακοδικιών που βιώσαμε, δηλώνουμε και πάλι την εμπιστοσύνη μας στη Δικαιοσύνη. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι υπάρχουν έντιμοι εισαγγελείς και δικαστές που τιμούν τον όρκο τους, υπηρετούν επάξια το λειτούργημα τους και απονέμουν πραγματική δικαιοσύνη. Δίπλα σε αυτούς και το έργο τους, θα συστρατευθούμε και εμείς.