Σε κάθε περίπτωση, αξιολογώντας όσο πιο καλοπροαίρετα γίνεται τις εξελίξεις, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι «Αυτή η Κυβέρνηση, ακόμα κι όταν πείθει ότι δε θέλει το κακό της Ελλάδας, έχει πολύ στρεβλή αντίληψη για το καλό της», διότι δυσκολεύεται να διδαχθεί από την Ελληνική ιστορία
του Δρ.Ευριπίδη Στ.Στυλιανίδη
Επίκ. Καθηγητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου,
πρώην Υπουργού και τ.Βουλευτή Ροδόπης
«Η Μακεδονία είναι Μία και είναι Ελληνική». Με αυτή τη φράση, ο Κωσταντίνος Καραμανλής εξέφρασε, με απόλυτη ακρίβεια και σοφία, τη διαχρονική συνείδηση του Ελληνικού Έθνους και τίμησε τους αιματηρούς αγώνες των Ελλήνων για τη Μακεδονία μας…
«Το Όνομα μας είναι η Ψυχή μας», απάντησε ο Αντρέας Παπανδρέου, ερμηνεύοντας αυθεντικά και εύστοχα τα συναισθήματα του Ελληνικού Λαού.
Και οι δύο αυτές τοποθετήσεις συμπυκνώθηκαν στην αυστηρή και απόλυτη Εθνική Γραμμή των πολιτικών αρχηγών υπό τη προεδρία του Κ. Καραμανλή, ότι:
«Η λύση του ονόματος δεν πρέπει επ’ ουδενί να συμπεριλαμβάνει τον όρο Μακεδονία ή συνθετικό του…».
Μεσολάβησε η βίαιη ανατροπή της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, που σημάδεψε τις πολιτικές εξελίξεις μέχρι σήμερα. Ωστόσο η αυστηρή, αποφασιστική, αλλά αδιάλλακτη στάση της Ελλάδας, στη διεθνή συγκυρία της δεκαετίας του 1990, έστειλε ισχυρό μήνυμα αποφασιστικότητας στη διεθνή κοινότητα και οδήγησε στην εκτονωτική μεν, μεταβατική δε, «Ενδιάμεση Συμφωνία».
Η αμυντική στάση των Ελληνικών Κυβερνήσεων μετά το 1994, είχε ως συνέπεια την απομόνωση της Ελλάδας με τις πάνω από 140 μονομερείς αναγνωρίσεις της γειτονικής χώρας, με το λεγόμενο «Συνταγματικό της όνομα».
Η πρώτη ουσιαστική διπλωματική αντεπίθεση, με στόχο την άρση της εθνικής μας απομόνωσης και την εκ νέου ανάπτυξη θετικών πρωτοβουλιών, ανελήφθη από την Κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή 2004-2009.
Χαράχθηκε εκ νέου Εθνική Γραμμή, μέσα από την εκ των προτέρων και συστηματική ενημέρωση της τότε Κυβέρνησης προς τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, κάτι που δεν έγινε κατά την τελευταία διαπραγμάτευση από την Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Το 2008 το θέμα έπαψε να είναι ζήτημα εσωτερικής ή εσωκομματικής αντιπαράθεσης.
Η Ελλάς συστηματικά και διακομματικά υποστήριζε σε όλα τα επίπεδα, μια νέα ψύχραιμη και ενιαία ρεαλιστική θέση, που εδραζόταν στα εξής σημεία:
– Κοινώς Αποδεκτή Λύση, (χωρίς να προσδιορίζεται ως σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό, όπως λέγεται εκ των υστέρων).
– Για Όλες τις Χρήσεις/Erga Omnes, (δηλαδή στο Σύνταγμα, στους Διεθνείς Οργανισμούς αλλά και στις διμερείς σχέσεις).
– Χωρίς αμφισβητήσεις της Ελληνικότητας του Ιστορικού και Πολιτιστικού Όρου Μακεδονία, (δηλαδή για την Κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, ήταν αιτία κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων, η αναγνώριση «Μακεδονικής Εθνότητας και Γλώσσας» και αυτό θεωρούνταν δεδομένο από τη Διεθνή Κοινότητα)
Μπορεί σε διπλωματικό, δημοσιογραφικό ή τεχνοκρατικό επίπεδο να έπεφταν συνεχώς στο τραπέζι διαφορετικές σύνθετες ονομασίες για λόγους τακτικής. Ουδέποτε όμως έγινε δεκτός τελικός όρος σε επίπεδο Ηγεσίας.
Και όπως εύστοχα είπε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός Α.Τσίπρας :«Όταν μια Συμφωνία δεν έχει κλείσει συνολικά, δεν ισχύει τίποτε…»
Η έξυπνη προσέγγιση του Κώστα Καραμανλή, συνδυασμένη με την αποφασιστικότητα για την άσκηση VETO, είχε ως θετικές συνέπειες:
1. Να βγει η Ελλάδα από τη χρόνια απομόνωση στο θέμα, ενημερώνοντας με πληρότητα και ρεαλισμό αυτή τη φορά φίλους και εταίρους.
2. Να οδηγηθούμε στη απόφαση του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, όπου μαζί με άλλες σημαντικές Χώρες και τις ΗΠΑ, επιτύχαμε η Συμμαχία και η ΕΕ να θέσουν ως αυστηρή προϋπόθεση προς τα Σκόπια,την συνολική επίλυση του ονοματολογικού.
3. Με τα παραπάνω αποδείχθηκε διεθνώς η δική μας Καλή Θέληση να διευκολύνουμε τον Ευρωατλαντικό προσανατολισμό των Σκοπίων, χωρίς όμως να υποχωρήσουμε σε θέματα Αρχής και χωρίς να υπαναχωρήσουμε στην προάσπιση των Εθνικών μας Δικαίων. Ο δογματικός Εθνικισμός της γείτονος με τον Γκρουέφσκι, που παραγνώρισε το γεγονός των Ελληνικών διευκολύνσεων, των επενδύσεων, της πολιτικής διαλλακτικότητας της Ελλάδας, επανέφερε το θέμα διεθνώς, όταν οι εμπνευστές του ξανά μετά από δεκαετίες προσανατολίστηκαν προς Ανατολάς, όπως κατα το ιστορικό και Κομμουνιστικό τους παρελθόν.
Το θέμα δυστυχώς παρέμεινε ανοιχτό. Η Κυβέρνηση Καραμανλή δεν υπολόγισε το πολιτικό και προσωπικό κόστος, έναντι της προάσπισης των Εθνικών μας Δικαίων για τη Μακεδονία και συνειδητά το πλήρωσε.
Η οποιαδήποτε απόπειρα να στρεβλωθεί εκ των υστέρων αυτή η αλήθεια, δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για μια διπλωματική αποτυχία ή υπαναχώρηση της σημερινής Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Το θέμα της Μακεδονίας μας είναι Εθνικό και δεν θα έπρεπε επ’ ουδενί να ξανακαταστεί ζήτημα μικροκομματικών ή εσωκομματικών αντιπαραθέσεων.
Η σημερινή Κυβέρνηση, παρότι ξεκίνησε από τη στέρεη και διεθνώς αποδεκτή διαπραγματευτική βάση του 2008, δυστυχώς έσπασε από μόνη της τις εθνικές κόκκινες γραμμές.
Προτίμησε τις διεθνείς αλλά εφήμερες και χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα επευφημίες, από τη σθεναρή αλλά κοστοβόρο πολιτικά υπεράσπιση των Εθνικών μας Δικαίων.
Αναμφίβολα η αναγκαιότητα ενός Συμβιβασμού κατέστη τα τελευταία χρόνια αναντίρρητη.
Για την Ελλάδα προκειμένου να παύσει να εξαντλεί διαπραγματευτικά αποθέματα χρήσιμα και για άλλα εθνικά μέτωπα.
Για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ προκειμένου να καλύψουν τη «μαύρη τρύπα» των Δυτικών Βαλκανίων, που θα μπορούσε να απειλήσει τη σταθερότητα, την ασφάλεια και τη σφαίρα επιρροής τους στην ευρύτερη περιοχή.
Ωστόσο ο χρόνος και ο τρόπος, που επέλεξε η Ελλάδα να διαπραγματευτεί, αποδείχθηκαν παντελώς ακατάλληλοι:
Πρώτον διότι στις διαπραγματεύσεις προσήλθε από θέση αδυναμίας, λόγω της οικονομικής της κατάστασης και της κλωνισμένης διεθνούς της αξιοπιστίας και
Δεύτερον διότι προσήλθε βιαστικά και αγχωμένα, ενώ το άγχος αφορούσε κυρίως την άλλη πλευρά, λόγω της νέας ευρωατλαντικής της αναζήτησης.
Εκτός αυτού οι τακτικές αστοχίες της Κυβέρνησης εστιάζονται σε τέσσερα πρόσθετα σημεία:
1. Παραχώρησε εξαρχής ως δεδομένη τη σύνθετη ονομασία και δεν επέμεινε στην «κοινώς αποδεκτή λύση» μέχρι τέλους, που εκτός από τη σύνθετη θα μπορούσε να περιέχει σε μια διαφορετική συγκυρία και άλλες λύσεις πχ. «Δημοκρατία του Βαρδάρη» όπως παλιότερα, «Δημοκρατία της Παιονίας», «Δημοκρατία της Οχρίδας» όπως ήδη λέγεται και η τοπική Εκκλησία ή «Κεντρική Δημοκρατία των Βαλκανίων» κ.α.
2. Προτίμησε τη μυστική διπλωματία, αντί να προετοιμάσει Εθνική Γραμμή ενημερώνοντας εκ των προτέρων και συνδιαμορφώνοντας τακτική μαζί με τα άλλα κόμματα, κάτι που θα ενίσχυε όπως στο παρελθόν την εθνική αποτελεσματικότητα και θα δημιουργούσε την κατάλληλη συνεννόηση στο εσωτερικό.
3. Συνειδητά ξανακατέστησε το θέμα από εθνικό, ζήτημα μικροκομματικής ή εσωκομματικής αντιπαράθεσης, κάτι που προκύπτει και από την ελαφρότητα με την οποία αποχαρακτηρίστηκαν επιλεκτικά, απόρρητα έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών, προκειμένου να κερδηθεί στη Βουλή μια ανούσια μάχη εντυπώσεων από την Κυβέρνηση.
4. Αντί να αξιοποιηθεί η πηγαία και μαζική συμμετοχή των Ελλήνων στα συλλαλητήρια ως ακλώνητο διαπραγματευτικό επιχείρημα (θυμίζω ότι ο Λαός που δεν βγήκε στο δρόμο όταν μειώθηκε κατά 40% το βιοτικό του επίπεδο, βγήκε εύκολα, όταν είδε να ταπεινώνεται η εθνική του περηφάνεια), υποτιμήθηκαν από την προσβλητική δήλωση του ίδιου του Πρωθυπουργού οι πολίτες, όταν από το βήμα της Βουλής τους χαρακτήρισε «ετερόκλητο όχλο».
Αποτέλεσμα αυτής της κακής τακτικής ήταν μια Ετεροβαρής Συμφωνία που αντί να κλείνει, δυστυχώς ανοίγει θέματα νέων διαπραγματεύσεων για το μέλλον, με δυσάρεστες προεκτάσεις σε πολλούς τομείς.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια Τεχνητή Εθνογέννεση στον 21ο αιώνα. Συγκεκριμένα:
– Στον τίτλο του προοιμίου ούτε καν αναφέρεται το Δεύτερο Μέρος με το θεσμοθετημένο όνομά του FYROM σύμφωνα με Ενδιάμεση Συμφωνία, κάτι που υποδηλώνει την αμφισβήτηση των γειτόνων μας ακόμα και προς το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Αυτό αποτελεί ήδη ένα αρνητικό προηγούμενο για το μέλλον την νέας συμφωνίας.
Στο άρθρο 1 παράγραφος 3α, αναγνωρίζεται το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», ούτε καν «Νέα Μακεδονία», αφήνοντας ανοιχτό τον ιστορικό και διπλωματικό υπαινιγμό της «Νότιας Μακεδονίας» κατά το Νότια και Βόρεια Κορέα, Ανατολική και Δυτική Γερμανία, Βόρεια και Νότια Κύπρο κλπ.
Ακόμα κι αν δεχτούμε το προηγούμενο ως «αναγκαίο συμβιβασμό», αυτό επιδεινώνεται από το άρθρο 1 παράγραφος 3β, όπου εδώ συλλαμβάνεται ψευδόμενη και παραπλανητική η κυβερνητική προπαγάνδα. Ενώ στο Ελληνικό αντίτυπο της Συμφωνίας των Πρεσπών γίνεται λόγος για «Μακεδονική Ιθαγένεια», στο αντίστοιχο άρθρο 1 παράγραφος 3b του αγγλικού κειμένου αναφέρεται «The nationality of the Second Party shall be Macedonian…..». Εδώ δε γίνεται λόγος για «Identity», δηλαδή «Ιθαγένεια» όπως στο Ελληνικό, αλλά για «Nationality», δηλαδή «Εθνικότητα». Αυτό δε επιβαρύνεται περαιτέρω από την ακροτελεύτια παράγραφο της Συμφωνίας, που και στις δύο γλώσσες επιβεβαιώνει ότι: «ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ Τα μέρη των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων τους, υπέγραψαν τρία αντίγραφα της παρούσας Τελικής Συμφωνίας στην Αγγλική γλώσσα: Ο Εκπρόσωπος του Πρώτου Μέρους, Ο Εκπρόσωπος του Δεύτερου Μέρους, Παρέστη ως μάρτυρας, σύμφωνα με τις αποφάσεις 817(1993) και 845(1993)…. Ο MATTHEW NIMETZ….»
Με αυτή την καταληκτική διαπίστωση του κειμένου, γίνεται σαφές ότι αυτό που υπεγράφη και άρα θα ισχύει ως δίκαιο είναι το αγγλικό κείμενο, άρα η «Μακεδονική Εθνικότητα/ Macedonian Nationality» και όχι η «Μακεδονική Ιθαγένεια/ Macedonian Identity».
– Η τεχνητή Εθνογένεση ολοκληρώνεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3γ, όπου αναγνωρίζεται, όχι η «Σλαβομακεδονική», αλλά η «Μακεδονική γλώσσα», με παρελκυστική μάλιστα αναφορά στην Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στην Αθήνα το 1977, η οποία είχε αντικείμενο όχι την αναγνώριση των γλωσσών, αλλά την καταγραφή τους με Λατινικά και όχι Κυριλικά σύμβολα (κάτι που αυτονοήτως αποτελεί ιστορική και επιστημονική επιβεβαίωση της Σλαβική προέλευσης του συγκεκριμένου γλωσσικού ιδιώματος των Σκοπίων).
– Το άρθρο 1 παράγραφος 3θ ανοίγει με απίστευτο τρόπο ζητήματα που αφορούν εμπορικές ονομασίες(commercial names),εμπορικά σήματα και επωνυμίες(trademarks & brandnames), που χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία. Ξεκινά χωρίς λόγο για τις εδραιωμένες στη διεθνή αγορά Ελληνικές επιχειρήσεις μια αδιανόητη δικονομική και επιχειρηματική περιπέτεια με αμφίβολη κατάληξη.
– Στο άρθρο 2 η Ελλάδα δεσμεύεται να στηρίξει την ένταξη της γείτονος στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ και σε άλλους διεθνείς Οργανισμούς, εφόσον βέβαια τηρηθούν τα υπογραφέντα, χωρίς να μπορεί να αξιολογήσει στο μέλλον, αν η γειτονική Χώρα πληρεί και άλλα ποιοτικά κριτήρια που είναι ίσως απαραίτητα. Αυτή είναι μια εν λευκώ και εκ των προτέρων παραίτηση της Ελλάδας από δικαιώματα που θα μπορούσε να ασκήσει ως μέλος διεθνών Οργανισμών και δε συνδέονται απλά με το όνομα της γείτονος.
– Τα άρθρα 3-6 εγγυώνται αυτονοήτως τα σύνορα και τις αρχές καλής γειτονίας, αποκηρύττοντας τον αλυτρωτισμό, κάτι που εμφανίζεται ως το μείζον επίτευγμα της Κυβέρνησης. Κάτι τέτοιο όμως αποτελεί ευχή, διότι έχει σημασία πώς θα ερμηνεύεται κάθε φορά στην πράξη.
– Ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 7, που προσπαθεί περιγραφικά να εγγυηθεί ζητήματα που θα μπορούσαν εύκολα να προστατευτούν από τη χρήση μια διαφορετικής συμβιβαστικής ονομασίας ή έστω από το χαρακτηρισμό της γλώσσας ή της εθνικότητας ως «Σλαβομακεδονικής». Είναι βέβαιο ότι η επόμενη γενιά θα γνωρίζει τα ονόματα και όχι της υποσημειώσεις της συγκεκριμένης Συμφωνίας.
– Το άρθρο 8 παράγραφος 2 αποτελεί νομιμοποίηση σε επίπεδο διεθνούς δικαίου της Σκοπιανής Ντίσνεϋλαντ των κακόγουστων αγαλμάτων, που προσβάλουν όχι μόνο την ιστορία της Μακεδονίας αλλά και τη σύγχρονη αισθητική. Ανησυχία προκαλεί και η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου, όσον αφορά την παρέμβαση των Σκοπίων στη διαμόρφωση των σχολικών εγχειριδίων της Ελλάδας, με δεδομένη την διεθνιστική αντίληψη της ηγεσίας του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας.
– Προβληματισμό προκαλεί το άρθρο 13 καθώς και η αναφορά του στο άρθρο 18, σε σχέση με την εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας για τα Περίκλειστα Κράτη, τη συμφωνία περί ζητημάτων υδρο-οικονομίας(άρθρο 18 παρ.1γ) και άλλες συμφωνίες που μπορεί να προκύψουν και ίσως αφορούν την ΑΟΖ του Βορείου Αιγαίου.
Συμπέρασμα :
– Ήταν αναμφισβήτητη ανάγκη, για όλες τις πλευρές, η επίτευξη μιας Συμφωνίας. Για τη FYROM, για την Ελλάδα, για το ΝΑΤΟ και για την ΕΕ.
– Σε κάθε συμφωνία όμως γίνεται ένα έντιμος συμβιβασμός από τον οποίο όλοι κάτι δίνουν και κάτι κερδίζουν. Στην περίπτωση των Πρεσπών:
– Ο διεθνής παράγων (ΝΑΤΟ και ΕΕ) φιλοδοξεί να κλείσει τη «μαύρη τρύπα» των Δυτικών Βαλκανίων με την ένταξη της γείτονος στους Ευρωατλαντικούς Θεσμούς.
Η FYROM αντίστοιχα επιτυγχάνει:
– Την αναγνώριση του ονόματος της ως «Βόρεια ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»
– Την αναγνώριση της «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ Εθνότητας»
– Την αναγνώριση της «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ Γλώσσας»
– Την βελτίωση του Βιοτικού Επιπέδου των κατοίκων από τη μελλοντική ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
– Την εγγύηση της Ασφάλειάς της από την ένταξη της στο ΝΑΤΟ.
– Μια σειρά δικαιωμάτων οικονομικών(ΑΟΖ), εμπορικών, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και άλλων που θα διαμορφωθούν από τις επικείμενες πρόσθετες διαπραγματεύσεις.
Το μείζον ερώτημα που ανακύπτει είναι, έξω από τις διεθνείς επευφημίες για τον Πρωθυπουργό και την Κυβέρνηση και τις διατυπωμένες αλλά εύκολα ευμετάβλητες ευχές περί αλυτρωτισμού, ΤΙ ΚΕΡΔΙΣΕ Η ΕΛΛΑΔΑ;
Δυστυχώς κάποιοι ενδεχομένως πανηγυρίζουν, διότι ίσως ιδεοληπτικά να αισθάνονται, ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν τελείωσε ακόμη και αυτό που κερδήθηκε με αίμα μετά το Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο κόντρα στις Κομμουνιστικές επιδιώξεις για την Ανεξάρτητη Μακεδονία και την Ανεξάρτητη Θράκη, μπορεί τώρα να αλλάξει με υπογραφές.
Ίσως πάλι ο μικροπολιτικός κυνισμός των κυβερνώντων, η δίψα τους για διεθνή αποδοχή, η επιθυμία τους για εξουσία, να ιεραρχεί το προσωπικό και κομματικό συμφέρον πάνω από το Εθνικό. Εδώ ίσως εγκειται και το Βατερλό τους, δηλαδή στην αδυναμία τους να συνειδητοποιήσουν τη βαθιά ιστορική και λαϊκή ρίζα αυτού του ζητήματος.
Σε κάθε περίπτωση, αξιολογώντας όσο πιο καλοπροαίρετα γίνεται τις εξελίξεις, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι «Αυτή η Κυβέρνηση, ακόμα κι όταν πείθει ότι δε θέλει το κακό της Ελλάδας, έχει πολύ στρεβλή αντίληψη για το καλό της», διότι δυσκολεύεται να διδαχθεί από την Ελληνική ιστορία. Συνεχίζει να ασκεί επικίνδυνα Εξωτερική πολιτική, για εσωτερική κατανάλωση, αντί να επιδιώκει την Εθνική Συνεννόηση, έχοντας το βλέμμα στραμμένο όχι στις επόμενες εκλογές, αλλά στις επόμενες Γενιές.
(εφημερίδα «Εστία», Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018)
[TheChamp-Sharing]