Στα 213,9 χιλιάδες άτομα ή στο 4,3% του εργατικού δυναμικού αυξήθηκαν οι υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης, που αν και επιθυμούν να εργάζονται περισσότερες ώρες δεν βρίσκουν εργοδότη να τους το ζητά, και καλούνται να ζήσουν με μισθούς κάτω των 300 ευρώ, που θυμίζουν περισσότερο επίδομα.
Τα συνδικάτα και η λογική επιμένουν ότι αυτοί θα έπρεπε κανονικά να περιλαμβάνονται στους άνεργους, ωστόσο δεδομένου ότι κάτι τέτοιο που θα θάμπωνε ακόμη περισσότερο την εικόνα ότι η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση δεν γίνεται δεκτό.
Ενδεικτικό πάντως της απόλυτης απορρύθμισης της αγοράς εργασίας είναι ότι η Eurostat και κατ’ επέκταση η ΕΛΣΤΑΤ παράγει 3 νέους δείκτες για να περιγράψει ακριβώς τη κατηγορία των «ημιάνεργων» και τις άλλες υποοομάδες φτωχών εργαζομένων που η κρίση διόγκωσε.
Αυτοί οι «σαν άνεργοι» εργαζόμενοι καλούνται να ζήσουν με «επίδοματα εργασίας» της τάξης των 300 ευρώ, αφού σύμφωνα με τη νομοθεσία «οι αποδοχές των μερικώς και των εκ περιτροπής απασχολούμενων δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις νόμιμες αποδοχές των πλήρως απασχολούμενων στην ίδια εργασία και καθορίζονται ειδικότερα ανάλογα με τις ώρες της μερικής απασχόλησης σε σύγκριση με αυτές της πλήρους απασχόλησης».
Έτσι με δεδομένο ότι τα ποσά του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ (για τους πάνω των 25 ετών) και των 510,95 ευρώ (για τους κάτω των 25 ετών) εάν διαιρεθούν στο μισό μας δίνουν το ποσό των 293 ευρώ και των 255,45 ευρώ αντιστοίχως. Οι υπολογισμοί αυτοί βεβαίως ισχύουν αν ο μερικώς απασχολούμενος, αμείβεται ως ανειδίκευτος εργάτης και δουλεύει 4 ώρες. Αν δουλεύει λιγότερο, ευνόητο είναι ότι τα ποσά αυτά προσαρμόζεται προς τα κάτω.
Στην κατηγορία δε αυτή εντάσσονται δυστυχώς όλο και περισσότεροι, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από 132,6 χιλιάδες στο β’ τρίμηνο του 2010, έχουν φθάσει τις 213,9 χιλιάδες στο β’ τρίμηνο του 2013.
Αναλυτικά η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ
Τα στοιχεία προκύπτουν από την ειδική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για το εργατικό δυναμικό «Δείκτες υποαπασχόλησης και εν δυνάμει πρόσθετου εργατικού δυναμικού».
Όπως εξηγεί, η Στατική Αρχή, η κλασσική περιγραφή της κατάστασης απασχόλησης γίνεται με την κατάταξη του πληθυσμού σε 3 διακριτές κατηγορίες: τους απασχολούμενους, τους ανέργους και τους μη ενεργούς.
Το ποσοστό ανεργίας είναι ο πλέον χρησιμοποιούμενος δείκτης της αγοράς εργασίας και αντανακλά ένα ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων (υποαπασχόλησης, κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, κλπ.)
Εντούτοις, γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να περιγραφεί η αυξανόμενη κατάτμηση και διαφοροποίηση της αγοράς εργασίας και οι εξαιρετικά διαφορετικοί βαθμοί σύνδεσης με αυτήν μόνο με τον δείκτη ανεργίας.
Για αυτό το λόγο, η Eurostat αποφάσισε να παράγει 3 νέους δείκτες, συμπληρωματικούς του δείκτη ανεργίας, οι οποίοι καλύπτουν άτομα που αφενός έχουν κοινά χαρακτηριστικά με όσους χαρακτηρίζονται άνεργοι σύμφωνα με τον καθιερωμένο
ορισμό του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, αφετέρου όμως δεν ικανοποιούν όλα τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν άνεργοι.
Οι τρεις αυτοί δείκτες αναφέρονται στους ποαπασχολούμενους μερικής απασχόλησης, στα άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα προς εργασία και στα άτομα που είναι διαθέσιμα για εργασία αλλά δεν αναζητούν.
Κάθε δείκτης ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων της αντίστοιχης κατηγορίας ως προς το σύνολο του εργατικού δυναμικού.
Ο πρώτος δείκτης (υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης) καλύπτει άτομα που αν και είναι απασχολούμενοι δεν εργάζονται ικανό αριθμό ωρών και από αυτή την άποψη ομοιάζουν με τους ανέργους.
Οι δύο επόμενοι, οι οποίοι ονομάζονται από κοινού εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό, καλύπτουν άτομα που δεν αποτελούν τμήμα του συνήθους εργατικού δυναμικού αλλά έχουν ισχυρότερη σύνδεση με την αγορά εργασία από ότι τα άλλα μη ενεργά άτομα.
Δείκτης υποαπασχόλησης: Υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης
Οι υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης αποτελούν υποσύνολο των ατόμων που θεωρούνται απασχολούμενοι σύμφωνα με τον ορισμό του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) και περιλαμβάνουν τα άτομα που εργάζονται σε μερική απασχόληση, επιθυμούν να εργάζονται περισσότερες ώρες, και είναι άμεσα διαθέσιμοι να εργαστούν περισσότερο.
Στο β’ τρίμηνο του 2013 ανέρχονταν σε 213,9 χιλιάδες άτομα, 4,3% του εργατικού δυναμικού, έναντι 222,2 χιλιάδες το α’ τρίμηνο. Στο β’ τρίμηνο του 2010 ο αριθμός ήταν 132,6 χιλιάδες (2,6% του εργατικού δυναμικού), στο β’ τρίμηνο του 2011 ήταν 152,8 χιλιάδες (3,1% του εργατικού δυναμικού) και στο β’ τρίμηνο του 2012 ήταν 177,8 χιλιάδες (3,6% του εργατικού δυναμικού).
Αύξηση παρουσιάζουν από το 2010 και οι άλλοι δείκτες. Δηλαδή και οι τρεις δείκτες -δηλαδή οι υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης, τα άτομα που αναζητούν εργασία, αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα προς εργασία, και τα άτομα που είναι διαθέσιμα για εργασία αλλά δεν αναζητούν, ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού- εμφανίζουν κατά τη περίοδο 2010 – 2013 β’ τρίμηνο αύξηση συγκρίσιμη με το ποσοστό αύξησης του δείκτη ανεργίας, και κυμαίνεται από 64,5% έως 96,4%.