Οκτώ χιλιάδες φάλαινες αλιεύτηκαν το 1853, αριθμός-ρεκόρ για το συγκεκριμένο κυνήγι που τότε βρισκόταν στην ακμή του. Το λίπος των φαλαινών χρησίμευε ως λάδι για τις λάμπες και στην παρασκευή σαπουνιού, σε μια εποχή που ακόμα το πετρέλαιο δεν χρησιμοποιούνταν ευρέως. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα μια αρμάδα φαλαινοθηρικών απέπλεε από το Nantucket και το New Bedford των ανατολικών ακτών των ΗΠΑ. Σήμερα οι δύτες έχουν βρει το ναυάγιο του φαλαινοθηρικού Two Brothers, το οποίο βυθίστηκε το 1823 σ’ έναν κοραλλιογενή ύφαλο στον Ειρηνικό ωκεανό, κοντά στη Χαβάη.
Η Κelly Gleason, αρχαιολόγος του εθνικού πάρκου και του National Oceanic and Atmospheric Administration της Χαβάης, και οι συνεργάτες της αποκαλύπτουν ανάμεσα στα κοράλλια των διαυγών νερών διασκορπισμένα αλιευτικά εργαλεία, σιδερένια καζάνια και πλίνθους. Τα εργαλεία είναι στην πραγματικότητα σιδερένιες άκρες καμακιών, ενώ οι πλίνθοι είναι η απτή μαρτυρία της πυροστιάς του καταστρώματος, όπου το 19ο αιώνα οι φαλαινοθήρες έβραζαν το στρώμα του λίπους για να εξάγουν το λάδι.
Τα καμάκια μαρτυρούν την προέλευση
Η αποστολή στην ατόλη έχει μέχρι στιγμής φέρει στο φως περισσότερα από 100 διαφορετικά αντικείμενα, με τα καμάκια να κερδίζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. «Τα καμάκια είναι θαυμάσια τεχνουργήματα και καθώς η κατασκευή τους άλλαζε πολύ κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλά πράγματα για την ηλικία του πλοίου και για το λιμάνι προέλευσης, παρατηρώντας απλώς το σχήμα της μύτης τους», λέει η Kelly Gleason.
Το πετρέλαιο έσωσε τις φάλαινες
Η αμερικανική φαλαινοθηρία με αφετηρία το Nantucket ξεκίνησε το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, όταν οι Άγγλοι μετανάστες και οι αυτόχθονες Αμερικανοί κυνηγούσαν τις φάλαινες κοντά στις ακτές. Το 1712 καμάκωσαν τον πρώτο φυσητήρα και η ανακάλυψη της εμπορικής αξίας του είδους αυτού ήταν η βολή εκκίνησης για την επένδυση του νησιού στην αλίευση των φυσητήρων στην ανοιχτή θάλασσα. Κι αυτό παρ’ όλο που οι μεγάλες μπανελοφόρες φάλαινες μπορούσαν να δώσουν τρεις φορές περισσότερο λάδι και παρά το γεγονός ότι οι μπανέλες τους αποτελούν επίσης εμπορικό προϊόν.
Το κυνήγι των φυσητήρων απαιτούσε μεγάλης χρονικής διάρκειας αποστολές και για να συντηρηθεί και να μεταφερθεί το λάδι έπρεπε να βράσει πάνω στο πλοίο. Τη δεκαετία του 1950 εγκαταστάθηκαν στα καταστρώματα των πλοίων οι πρώτες ενσωματωμένες εστίες. Έτσι το βράσιμο του λίπους πραγματοποιούταν επιτόπου μέσα σε μεγάλα καζάνια, ώσπου να βγει το πολύτιμο λάδι της φάλαινας και να αποθηκευτεί σε βαρέλια μέσα στο αμπάρι.
Ο σημαντικότερος λόγος που καθιστούσε σημαντική την αλίευση του φυσητήρα ήταν το επονομαζόμενο σπαρματσέτο, μια πλούσια σε λίπος ουσία που υπήρχε μέσα στο πελώριο κεφάλι της φάλαινας. Το λάδι αυτό –μέχρι και 2.000 λίτρα στο ενήλικο αρσενικό– ήταν τόσο καθαρό που μπορούσαν να το αφαιρέσουν κατευθείαν από το γδαρμένο κεφάλι και να το βάλουν σε βαρέλια χωρίς να χρειαστεί καμιά επεξεργασία. Το καθαρό σπαρματσέτο και το λάδι από το στρώμα του λίπους χρησίμευαν στην παρασκευή σαπουνιών, κεριών, λαδιού λάμπας και καλλυντικών καθώς και ως λιπαντικά διαφόρων μηχανών.
Το 1853, που θεωρείται η καλύτερη χρονιά από οικονομική άποψη, εκτιμάται ότι στη βιομηχανία φαλαινών εργάζονταν πάνω από 70.000 Αμερικανοί. Ήταν μια χρονιά-ρεκόρ, με 103.000 βαρέλια σπαρματσέτου, 260.000 βαρέλια λάδι φάλαινας και 2.600 τόνους μπανέλες συνολικής αξίας 11 εκατομμυρίων δολαρίων – ως αποτέλεσμα της αλίευσης 8.000 φαλαινών. Ωστόσο η ζήτηση λίπους φάλαινας μειώθηκε δραματικά μετά το 1859, τη χρονιά που στην Πενσυλβανία το πετρέλαιο των γεωτρήσεων εκτοξευόταν στα ύψη. Ο μαύρος χρυσός θα σήμαινε το τέλος μιας εποχής και, ταυτόχρονα, θα ελάττωνε τη φαλαινοθηρία, συμβάλλοντας στη διάσωση όσων φαλαινών είχαν απομείνει.