Εννέα χρόνια. Τόσα μόνο απαιτήθηκαν για την ανέγερση του Παρθενώνα στο βράχο της Ακρόπολης. Οι σύγχρονοι Έλληνες εργαζόμαστε τριάντα και πλέον χρόνια για την επιδιόρθωση και αποκατάσταση του μεγαλειώδους μαρμάρινου ναού. Η αποκατάσταση του θρησκευτικού κέντρου της αρχαίας Αθήνας συνιστά κολοσσιαίο έργο. Επί της ουσίας πρόκειται για ένα τρισδιάστατο παζλ τεραστίων διαστάσεων, όπου τα μνημεία αποσυναρμολογούνται, με τα αρχιτεκτονικά μέλη να αφαιρούνται ένα ένα και να επανασυναρμολογούνται μετά την προσεκτική συμπλήρωση και τον καθαρισμό τους.
Το έργο της αποκατάστασης δεν περιορίζεται στην επαναφορά της αίγλης της αρχαιότητας. Ο βασικός στόχος είναι η απομάκρυνση του βιομηχανικού σιδήρου που χρησιμοποιήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα για τη συγκόλληση των θραυσμάτων, καθώς η οξείδωσή του προκάλεσε επικίνδυνες ρωγμές στα μάρμαρα, και η αντικατάστασή του από τιτάνιο, ενώ τοποθετήθηκαν στη σωστή θέση οι λίθοι που είχαν συναρμολογηθεί λάθος. Όλες οι εργασίες γίνονται με σεβασμό στην αρχή της αναστρεψιμότητας, της δυνατότητας δηλαδή να επανέλθει κάθε τμήμα των κτιρίων στην κατάσταση που ήταν πριν από την αναστήλωση, χωρίς να έχει αλλοιωθεί το ελάχιστο αυθεντικό κομμάτι.
Το έργο της αναστήλωσης που συντελείται πάνω στην Ακρόπολη έχει μια ιδιαίτερη δυσκολία σε σχέση με άλλων αρχαίων κτιρίων. Και αυτή δεν οφείλεται μόνο στην τεράστια αρχαιολογική, καλλιτεχνική και συναισθηματική αξία που έχουν αυτά τα μνημεία, αλλά και στην ύψιστη τεχνική τους τελειότητα. Δεδομένα που απαιτούν από τους αναστηλωτές να σταθούν στο ύψος των αρχαίων τεχνιτών. Υπόθεση καθόλου εύκολη, ακόμη κι αν επίγονοι έχουν στη διάθεσή τους τα πλέον σύγχρονα εργαλεία και μηχανήματα. Η τελειότητα της αρχαίας κατασκευής είναι τέτοια που, για παράδειγμα, το διάστημα ανάμεσα σε δύο δόμους είναι περίπου 1/20 του χιλιοστού, δηλαδή λεπτότερο από μια τρίχα, με αποτέλεσμα οι αρμοί να είναι πρακτικά αόρατοι.
Η κάθε πέτρα έχει μοναδική θέση
Καθένα από τα 20.000 περίπου κομμάτια μαρμάρου από τα οποία απαρτίζεται συνολικά ο Παρθενώνας έχει τη δική του μοναδική θέση. Κάθε κομμάτι είναι ξεχωριστά κατασκευασμένο για συγκεκριμένη θέση, όπως τα κομμάτια ενός παζλ. Κι αυτό επειδή όλες οι γραμμές του ναού είναι καμπύλες, με τους κίονες και τις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων του σηκού να έχουν κλίση προς τα μέσα. Η καμπύλωση δε είναι εύκολα ορατή στη βάση του ναού, που είναι 12 εκατοστά υψηλότερη στη μέση των μεγάλων πλευρών.
Ο σκοπός όλων αυτών των αρχιτεκτονικών εκλεπτύνσεων είναι αποκλειστικά αισθητικός και όχι στατικός. Εκλεπτύνσεις που έγιναν για την επανόρθωση των οπτικών ψευδαισθήσεων. Το αδιαμφισβήτητο δε αποτέλεσμα είναι ένας ναός που ακτινοβολεί τελειότητα, προκαλώντας τους αναστηλωτές να αναμετρηθούν μαζί της.
Ακριβώς όπως και στην αρχαιότητα, οι νέοι μαρμάρινοι ογκόλιθοι του Παρθενώνα κόβονται στο λατομείο της Πεντέλης, 17,4 χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Αθηνών. Στη συνέχεια, οι χοντροκομμένοι ογκόλιθοι πελεκώνται στο εργοτάξιο που βρίσκεται, όπως και την αρχαιότητα, πάνω στην Ακρόπολη, σύμφωνα μ’ ένα τρισδιάστατο γύψινο καλούπι του κομματιού που λείπει. Παραμένει άγνωστο ακόμη το κράμα του μετάλλου από το οποίο κατασκεύαζαν τα εργαλεία τους. Ωστόσο, από τα ίχνη που άφησαν στα μάρμαρα, οι ερευνητές διαπιστώνουν πως οι αρχαίοι Έλληνες είχαν στη διάθεσή τους εργαλεία αιχμηρότερα και ανθεκτικότερα από τα σημερινά.
Η σύνδεση των κιόνων
Η αποκατάσταση των 46 εξωτερικών κιόνων του Παρθενώνα συνιστά ολόκληρο κεφάλαιο. Κάθε κίονας ζυγίζει περίπου 60 τόνους και αποτελείται από 11 σπονδύλους, καθένας από τους οποίους πρέπει να ανυψωθεί και να επανατοποθετηθεί με τεράστιο γερανό. Όταν οι σπόνδυλοι τοποθετούνταν ο ένας επάνω στον άλλο, κλείδωναν μεταξύ τους ερμητικά και με απόλυτη ακρίβεια που θα ζήλευαν ακόμη και σύγχρονοι κατασκευαστές. Ο αρχαίος μηχανισμός κλειδώματος αποδείχθηκε ανυπέρβλητος στο χρόνο, ώστε χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Το μόνο που αντικαταστάθηκε είναι το ξύλο, καθώς τη θέση του πήρε το τιτάνιο, που είναι εξαιρετικά ανθεκτικό.
Όταν χτίστηκε ο Παρθενώνας, ο ναός δεν ήταν το λευκό οικοδόμημα που γνωρίζουμε σήμερα. Οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν την πολυχρωμία. Γι’ αυτό και έβαφαν τα αρχιτεκτονικά μέλη, κυρίως στο επάνω μέρος των κτιρίων, κόκκινο, γαλάζιο, λευκό, κίτρινο, χρυσαφί και πράσινο. Στη διάρκεια των εργασιών καθαρισμού των επιφανειών με λέιζερ εντοπίστηκαν διάσπαρτα, μόλις και μετά βίας ορατά, ίχνη χρωμάτων που έχουν πλέον ξεθωριάσει από τον ήλιο, έχοντας ξεφτίσει από τον άνεμο και τις κακές καιρικές συνθήκες. Η αποκατάστασή τους δε μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί.
Όταν το 1975 ξεκίνησε η αποκατάσταση του μνημείου, ετέθη στους αναστηλωτές το δίλημμα: να προσδώσουν στον Παρθενώνα την πρωταρχική του χρωματιστή όψη ή όχι; Επέλεξαν λοιπόν να αποκαταστήσουν το ναό χαρίζοντάς του την όψη που είχε κατά το μεγαλύτερο μέρος των 2.500 χρόνων της ιστορίας του: ενός επιβλητικού λαμπερού λευκού μνημείου που μαρτυρά περίτρανα το μεγαλείο των αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.