Ο προσδιορισμός της ηλικίας των ψαριών γίνεται με τη βοήθεια της λεγόμενης σκληροχρονολόγησης. Σε αυτή τη μέθοδο, εξετάζονται οι ασβεστοποιημένες δομές στο σώμα των ψαριών: τα λέπια, οι οστεώδεις ακτίνες των πτερυγίων και οι ωτόλιθοι, αυτές οι μικρές πετρούλες από ανθρακικό ασβέστιο που βρίσκονται στο έσω ακουστικό όργανο του ψαριού και χρησιμεύουν για την ισορροπία και την ακοή, όπως τα οστάρια του δικού μας αυτιού.
Αυτές οι δομές, ακριβώς όπως οι κορμοί των δέντρων, σχηματίζουν δακτυλίους ανάπτυξης. Ωστόσο, τα λέπια και οι οστεώδεις ακτίνες των πτερυγίων μπορούν να τροποποιηθούν κατά τη διάρκεια της ζωής του ψαριού, ανάλογα με τις ανάγκες του σε ανόργανα άλατα. Μόνο οι ωτόλιθοι δεν υφίστανται τέτοιες αλλαγές. Από τη στιγμή που γνωρίζουμε την ημερομηνία θανάτου του ψαριού –το τελευταίο σημάδι στην άκρη του ωτόλιθου–, μπορούμε να μετρήσουμε την καθημερινή αύξηση, φτάνοντας μέχρι και την ακριβή ημερομηνία της εκκόλαψης!
Η μελέτη της ηλικίας των ψαριών σε μια συγκεκριμένη ζώνη μας επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε δημογραφικές μελέτες και να αξιολογήσουμε τα διαθέσιμα αποθέματα, ώστε να θέσουμε περιορισμούς στην αλίευση, προκειμένου να μην εξαντληθούν τα αποθέματα. Οι μελέτες μάς προσφέρουν επίσης πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του ζώου (περίοδοι αναπαραγωγής, διατροφικές ελλείψεις κ.λπ.).