«Σήμερα, κρίνεται η βούλησή μας να κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα για να θεραπεύσουμε παθογένειες σε ένα χώρο εξαιρετικά ευαίσθητο για κάθε κοινωνία, στο χώρο της Παιδείας. Σήμερα, κρίνεται η ειλικρίνεια των προθέσεων όλων μας όταν διακηρύττουμε ότι θέλουμε τις μεγάλες αλλαγές που θα διορθώσουν τα κακώς κείμενα του παρελθόντος» δήλωσε ο πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου κατά την παρέμβασή του στη Βουλή με αφορμή το νομοσχέδιο για τη νέα δομή και λειτουργία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
«Κάνουμε σήμερα ένα μεγάλο βήμα. Είναι ένα αποφασιστικό, ένα καθοριστικό και ιστορικό θα έλεγα βήμα για το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Μια μεγάλη μεταρρύθμιση με την οποία αλλάζουμε τη λογική του συστήματος. Μια αλλαγή που θα αφήσει τη σφραγίδα της για πολλά χρόνια στην ιστορία του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας. Ας σταθούμε όλοι αντάξιοι της ευθύνης μας να αλλάξουμε αυτή τη χώρα, στηρίζοντας αυτή την προσπάθεια» συμπλήρωσε ο πρωθυπουργός, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τη στήριξή του στην προωθούμενη μεταρρύθμιση.
Ο κ. Παπανδρέου παραδέχτηκε ότι «το παρόν νομοσχέδιο, όπως και κανένα νομοσχέδιο, δεν είναι πανάκεια» αλλά «μια αναγκαία νέα αρχή». «Και αυτό σημαίνει ότι έχουμε ακόμα σημαντικά βήματα αλλαγών να κάνουμε: Τα επαγγελματικό δικαιώματα δεν είναι δουλειά του κράτους αλλά των φορέων. Και θα κρίνεται αντικειμενικά το έργο των ΑΕΙ και ΤΕΙ για το αποτέλεσμά τους, την ουσία και όχι το χαρτί που θα σφραγίζουν».
«Παραμένει επίσης ζητούμενο το μεγάλο θέμα των εισαγωγικών εξετάσεων όπως και του προσδιορισμού των αριθμών των φοιτητών. Όπου πρέπει να φύγουμε από το numerus clausus. Να φύγουμε από την έννοια της εισαγωγής με προκαθορισμένο επάγγελμα. Να δώσουμε ευελιξία και ελευθερία στις επιλογές του φοιτητή. Κάτι που θα σπάσει το κόστος της φροντιστηριακής προετοιμασίας που σήμερα έχει υπονομεύσει κάθε έννοια δωρεάν παιδείας» πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.
Ο κ. Παπανδρέου τόνισε ότι «η μεγάλη αλλαγή που φέρνουμε με το παρόν νομοσχέδιο στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν είναι θέμα του μνημονίου, δεν μας το επιβάλει κανείς, δεν μας το υπαγορεύει κανένας τρίτος, μας το υπαγορεύει η συνείδησή μας. Η συνείδηση ότι πρώτοι εμείς και κανένας άλλος θα λύσουμε τα προβλήματά μας».
«Οι κακοδαιμονίες στην παιδεία δεν είναι αποτέλεσμα ούτε του ΔΝΤ, ούτε της ΕΕ, ούτε καν της κρίσης. Οι αλλαγές που φέρνουμε στην παιδεία σημαίνει να συγκρουστούμε με τους εαυτούς μας, με νοοτροπίες παρελθόντος, ακόμα και δικές μας στο ΠΑΣΟΚ -παρότι είμαστε περήφανοι για τον Νόμο Πλαίσιο που φέραμε στη δεκαετία του ’80» συμπλήρωσε.
Ο πρωθυπουργός άφησε αιχμές για τη στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα της ΝΔ για τις αλλαγές που προωθούνται, λέγοντας: «Υπήρξαν και υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που αρνούνται τις ευθύνες τους σε μια κρίσιμη στιγμή για το έθνος και τον λαό μας. Πολλοί προτίμησαν την αποφυγή του πολιτικού κόστους, προτάσσοντας το μικροκομματικό συμφέρον πριν από το εθνικό. Προτίμησαν να αποστασιοποιηθούν από την εθνική προσπάθεια που κάνουμε θεωρώντας ότι έτσι θα κερδίσουν ψηφοθηρικά. Ψάχνουν προσχήματα για να κρυφτούν.»
Καταγγελίες για στρεβλές πρακτικές
Ο κ. Παπανδρέου σκιαγράφησε ένα τοπίο αδιαφάνειας και πελατειακών σχέσεων στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνέπεια των γενικότερων πελατειακών αντιλήψεων που κυριάρχησαν στην ελληνική κοινωνία. «Σήμερα όμως, η κοινωνία ζητά αξιοσύνη, ευνομία, απελευθέρωση της κοινωνίας από παραγοντίσκους, είτε στο ποδόσφαιρο, είτε στον επιχειρηματικό χώρο, είτε στα ΑΕΙ και ΤΕΙ» σημείωσε.
«Οι θεσμοί διαμόρφωσαν στρεβλές συμπεριφορές. Αντί να αναδεικνύουν το καλύτερο, οι θεσμοί δέσμευσαν τον ακαδημαϊκό χώρο, σε μια πελατειακή αντίληψη και πρακτική. Παρουσιάζουμε τις υψηλότερες δαπάνες ανά φοιτητή, χωρίς όμως ανάλογο αποτέλεσμα. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα παράγει πολύ περισσότερους φοιτητές και πτυχιούχους που δεν βρίσκουν διέξοδο στην αγορά εργασίας, γιατί ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός έγινε με πελατειακά κριτήρια, κατόπιν πιέσεων στους υπουργούς» ανέφερε ο Πρωθυπουργός. Κι απέναντι στο επιχείρημα ότι το νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση παραβιάζει το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων, υπενθύμισε πως «το υπουργείο αποφασίζει ποια τμήματα θα δημιουργηθούν, πόσοι φοιτητές θα είναι νοσοκόμοι, μηχανικοί, κτηνίατροι κλπ. Για ποια αυτοδιοίκηση μιλάμε λοιπόν;»
Το «σοβιετικό μοντέλο κεντρικού σχεδιασμού», με τις πελατειακές σχέσεις που καλλιέργησε, είχε επιπτώσεις και στο φοιτητικό κίνημα: «Η αγνή πρόθεση για συμμετοχή, μετατράπηκε σε ευκαιρία συναλλαγής των φοιτητοπατέρων με καθηγητές που φιλοδοξούσαν να αναλάβουν θέση διοίκησης. Η εξαγορά αυτών των συνειδήσεων, μετέτρεψε τα ΑΕΙ σε κέντρα που δεν διδάσκουν αξιοκρατία, αλλά πελατειακή συναλλαγή. Πώς να ευδοκιμήσει η όποια προσπάθεια αποτελεσματικότητας, λογοδοσίας, διαφάνειας και αξιοκρατίας; Σήμερα έχουμε καταστρέψει τον υγιή συνδικαλισμό. Η ΕΦΕΕ είναι ανύπαρκτη εδώ και χρόνια».
Αναφερθείς στα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων, ο κ. Παπανδρέου τόνισε πως αυτά «δεν είναι δουλειά του κράτους, αλλά των Επιμελητηρίων. Και θα κρίνονται από την ουσία και όχι το χαρτί που θα σφραγίζουν. Θα κρίνεται και θα αξιολογείται ένα master, αν είναι πραγματικά master. Θα κρίνονται από τον ίδιο τον φοιτητή που η επιλογή του θα είναι κριτήριο χρηματοδότησης, αλλά και από την αγορά. Παραμένει ζητούμενο το μεγάλο θέμα των εισαγωγικών εξετάσεων και του προσδιορισμού του αριθμού των φοιτητών. Πρέπει να φύγουμε από την έννοια της εισαγωγής με προκαθορισμένο επάγγελμα».
Συστημικά προβλήματα την Ευρωζώνη
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε επίσης στα θέματα της οικονομίας, λέγοντας ότι τη μάχη για την αντιμετώπιση του χρέους και των ελλειμμάτων «βήμα – βήμα την κερδίζουμε. Με τους κόπους και θυσίες του Ελληνικού λαού, αλλά και με τις σκληρές και επίπονες διαπραγματεύσεις στην Ευρώπη και αλλού.»
«Δημιουργούμε ισχυρό περιβάλλον ασφάλειας – παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή οικονομία και τις διεθνείς αγορές. Παρά τα συστημικά προβλήματα που αναδεικνύονται στην Ευρωζώνη. Οι δικές μας θέσεις, αναλύσεις αλλά και προτάσεις για την ευρύτερη κρίση θεωρώ ότι δικαιώνονται. Όμως αυτό δεν αρκεί. Η λύση των συστημικών προβλημάτων στην ΕΕ και την Ευρωζώνη είναι ακόμα μπροστά μας. Είναι λοιπόν απαραίτητο, θα έλεγα ακόμα πιο αναγκαίο, να συνεχίσουμε το έργο που ξεκινήσαμε, να βάλουμε τάξη στα του οίκου μας.» συμπλήρωσε.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης
«Ο πρωθυπουργός με την ομιλία του, ουσιαστικά προέβη σε μία καταγγελία των νομοθετημάτων που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση και της άρνησής του ως αντιπολίτευση, να υιοθετήσει τις πολιτικές που προώθησε η Νέα Δημοκρατία» σχολίασε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ κ. Σπ.Ταλιαδούρος, ο οποίος εκτίμησε πως τα προβλήματα τα οποία διαπίστωσε ο πρωθυπουργός έχουν αφετηρία το νόμο-πλαίσιο του 1982, αλλά και την κατάργηση εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ, πολιτικών που είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1992.
Απαντώντας, τόσο ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ κ. Π.Ευθυμίου, όσο και ο αντίστοιχος του ΛΑΟΣ κ. Αστ.Ροντούλης, χρέωσαν στην Νέα Δημοκρατία ανακολουθία, για την τελική της απόφαση να καταψηφίσει ένα νομοσχέδιο που συγγενεύει με την πολιτική της. Ο κ. Ροντούλης μάλιστα, επαναλαμβάνοντας πως «συνιστά πραγματική τομή η κατάργηση του ασύλου», διατράνωσε πως «τώρα είναι η ώρα της ευθύνης και για τα κόμματα και για τους βουλευτές» και κατέθεσε πρόταση ονομαστικής ψηφοφορίας επί της αρχής, η οποία θα διεξαχθεί το μεσημέρι της Τετάρτης.
Από πλευράς ΚΚΕ ο κ. Σπ.Χαλβατζής υπερασπίστηκε τον «σοβιετικό κεντρικό σχεδιασμό» στον οποίον είχε αναφερθεί στην ομιλία του ο πρωθυπουργός, τονίζοντας πως «ο κεντρικός σχεδιασμός συνέβαλε αποφασιστικά για να ανθίσει η παιδεία και η γνώση στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Εσείς δεν ιδρύσατε σε κάθε κεφαλοχώρι και ένα ΤΕΙ, σε κάθε πρωτεύουσα νομού και από μία σχολή; Οι δικές σας δυνάμεις και αυτές της ΝΔ δεν είναι αυτές που συναλλάσσονται στις σχολές;»
Σε σύντομη παρέμβασή του, τέλος, ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Θ.Δρίτσας υπογράμμισε την συμπαράταξη του ΠΑΣΟΚ και του ΛΑΟΣ και σε αυτό το νομοσχέδιο και υποστήριξε, στο κλίμα της ομιλίας και του κ. Αλ.Τσίπρα, πως η κυβέρνηση «κάνει ένα άλμα εκδίκησης» εναντίον της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Για συκοφάντηση των πανεπιστημίων και των πανεπιστημιακών, κατηγόρησε την κυβέρνηση ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς, Φώτης Κουβέλης, καταγγέλλοντας προθέσεις συσπείρωσης της ελληνικής κοινωνίας, εναντίον των δήθεν «βολεμένων πανεπιστημιακών». «Η κοινωνία απαιτεί αλλαγές, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι γνωρίζει αυτές τις αλλαγές που προωθούνται. Αυτές φοβάμαι ότι θα τις γνωρίσει και αναγνωρίσει αργότερα» ανέφερε ο κ. Κουβέλης.
Ο ανεξάρτητος βουλευτής και μέλος της «Δημοκρατικής Συμμαχίας», Λευτέρης Αυγενάκης, διευκρίνισε πως το κόμμα του θα υπερψηφίσει το νομοσχέδιο επί της αρχής, θεωρώντας την μεταρρύθμιση επιτακτική προτεραιότητα, αλλά όχι και επί των άρθρων, καθώς υπάρχουν ρυθμίσεις επί των οποίων το κόμμα του διαφοροποιείται ουσιαστικά.
Περί «αμερικανόφερτων προτύπων»
Την αντίδραση της υπουργού Παιδείας κυρίας Άννας Διαμαντοπούλου προκάλεσε στο μεταξύ παρέμβαση του βουλευτή της ΝΔ κ. Προκόπη Παυλόπουλου, ο οποίος υποστήριξε πως η κυβέρνηση εισάγει «αμερικανόφερτες» συνταγές διοίκησης, ξένες προς τις ελληνικές και ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές παραδόσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ένα σύστημα που θα αντιμετωπίσει εγγενείς δυσχέρειες στην λειτουργία του.
Ο κ. Παυλόπουλος υποστήριξε πως με τον μισθό που λαμβάνει ένας καθηγητής πανεπιστημίου και ένας πρύτανης, το ενδιαφέρον Ελλήνων πανεπιστημιακών του εξωτερικού να καταλάβουν θέσεις πρυτάνεων σε ελληνικά ΑΕΙ (κατά τις προβλέψεις του νομοσχεδίου) θα είναι μειωμένο και αναρωτήθηκε εάν δεν υπάρχουν Έλληνες ακαδημαϊκοί κατάλληλοι για μια τέτοια θέση, ώστε να χρειάζεται να αναζητηθούν στο εξωτερικό.
«Υπάρχει μια αέναη σύγκρουση ανάμεσα στο ξένο και το εθνικό, που παίρνει κάποιες στιγμές τα όρια της ξενοφοβίας» απάντησε η υπουργός Παιδείας.
«Λέτε πως φέρνουμε αμερικανόφερτα πρότυπα, που δεν μπορούν να χωρέσουν στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη φέτος, 25 από τις 27 χώρες υιοθετούν το μοντέλο του Συμβουλίου διοίκησης. Αν θέλουν, τα Συμβούλια επιλέγουν για πρύτανη ένα στέλεχος του δικού τους πανεπιστημίου, ή άλλου, ελληνικού πανεπιστημίου. Γιατί όμως πρέπει υποχρεωτικά να κλείσουμε τις πόρτες και όχι να επιλέξουν αυτοί; Και αν έρθουν διαπρεπείς Έλληνες από το εξωτερικό δεν βλέπω ποιο είναι το πρόβλημα» συμπλήρωσε η κυρία Διαμαντοπούλου.