Με επτά λέξεις μπορείς να συνοψίσεις 100 χρόνια και βάλε Δυναστείας των Γλύξμπουργκ: Ανθελληνισμός, αίμα, ταπεινωτικές ήττες, προδοσίες, καταστροφές και αθλιότητες.
Είναι ν’ απορείς με κάποιους, που όταν μιλούν για την περίοδο της Βασιλευομένης Δημοκρατίας στην Ελλάδα, και πιο σωστά για την περίοδο των Γλύξμπουργκ (όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται η Δυναστεία) 1863 – 1974 να επικαλούνται την Ιστορία για να εξάρουν τα έργα και τα έπη των μοναρχών. Οι ταλαίπωροι! Η ίδια η Ιστορία τους διαψεύδει παταγωδώς και τους καθιστά κοινούς μυθοποιούς και ψευδολόγους!
Κι επειδή η Ιστορία έχει καταγραφεί πια και δεν αλλοιώνεται με κορώνες, είτε σκουριασμένες – σύμβολα μιας εποχής απευκταίας, που πέρασε ανεπιστρεπτί – είτε από υψηλές νότες φανατισμού αμετανόητων παράφωνων, θεληματικά ανιστόρητων, διαβάζουμε την Ιστορία και καταγράφουμε:
Γεώργιος Α’: Μαριονέττα των Άγγλων, ανθέλληνας, αδίστακτος
Στις 30 Οκτωβρίου του 1863, φτάνει στην Ελλάδα ο νέος Βασιλιάς της Ελλάδας, των οποίων οι μεγάλες δυνάμεις ονόμασαν Γεώργιο A’. Βασιλιάς – μαριονέτα τον Άγγλων, ο Γεώργιος, ήταν αδιάφορος για τα προβλήματα της Ελλάδας, διπρόσωπος, αδίστακτος και καιροσκόπος!
Δανός πρίγκιπας, γεννημένος στην Κοπεγχάγη, ο Χριστιανός Γουλιέλμος Φερδινάνδος Αδόλφος Γεώργιος του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν – Σόνντερμπουρκ – Γκλίξμπουρκ είχε όνειρα να κάνει καριέρα στο Πολεμικό Ναυτικό της πατρίδας του. Τα όνειρά του, έγιναν εφιάλτες για την Ελλάδα… Στην ελληνική αντιπροσωπεία, που βρισκόταν στο Λονδίνο για να βολιδοσκοπήσει τον Αλφρέδο, δευτερότοκο γιό της Βασίλισσας Βικτωρίας, παρουσιάζεται ο έφηβος Βίλχελμ, ο οποίος είχε καταφθάσει συμπωματικά ως ναυτικός δόκιμος με τη δανέζικη φρεγάτα, «Jylland». Την υποψηφιότητά του για τον ελληνικό θρόνο προώθησε ο Καρλ Γιόαχιμ Χάμπρο, Βρετανός τραπεζίτης δανικής καταγωγής…
Ο Γεώργιος ήρθε στη χώρα μας, αφού πρώτα επισκέφτηκε τους καθοδηγητές του στην Αγία Πετρούπολη, στις Βρυξέλλες, στο Λονδίνο και στο Παρίσι για να πάρει εντολές· έφτασε στον Πειραιά με το πλοίο «Ελλάς» πρώην «Αμαλία» με τιμητική συνοδεία τριών πολεμικών καραβιών των Προστάτιδων Δυνάμεων. «Συγκινητικότατο το θέαμα» γράφει στην περιγραφή του ο πολιτικός και ιστορικός Σπύρος Μαρκεζίνης στην «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος» για την διοργανωμένη υποδοχή ενός 18χρονου που δεν ήξερε ούτε λέξη ελληνική! Οι Μεγάλες Δυνάμεις μας είχαν δώσει – δήθεν – ως δώρο τα Επτάνησα, όμως η βασιλική χορηγία αυξανόταν κατά 10.000 λίρες το χρόνο για αυτό το δώρο και ακόμα 12.000 λίρες, τις οποίες κρατούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις από το δάνειο Των 60 εκατομμυρίων φράγκων που μας είχαν χορηγήσει. Δώρον άδωρον δηλαδή. Ή καλύτερα, τα αγοράσαμε τα Επτάνησα!
Ο νέος βασιλιάς των Ελλήνων είχε έρθει υπό όρους, με τον βασικότερο, ο οποίος είχε τηρηθεί απόλυτα μυστικός, ότι «θα απείχε εχθρικών κατά της Τουρκίας ενεργειών» η Ελλάδα! Ο Όθων δεν είχε αποδεχτεί κάτι τέτοιο.
Στις 30 Οκτωβρίου του 1863 λοιπόν, πατούσε το πόδι του στην Ελλάδα ένας βασιλιάς – μαριονέτα τον Άγγλων, αδιάφορος για όλα τα προβλήματα της πατρίδας διπρόσωπος αδίστακτος και καιροσκόπος. Ο Χαρίλαος Τρικούπης, ως πρωθυπουργός της χώρας, πολλές φορές είχε διαπιστώσει την οργή του λαού εναντίον του Γεωργίου, όμως δεν προχώρησε σε δημοψήφισμα ή σε επανάσταση του τύπου της 10ης Οκτωβρίου 1862 για να τον στείλει από κει που ήρθε… Και η Δυναστεία των Γλύξμπουργκ ρίζωσε στον τόπο μας, αυξήθηκε και πληθύνθηκε.
«Ο Γεώργιος Α’ ήταν επικίνδυνος γιατί κατάφερε να σκεπάσει την κενότητα και τον ανθελληνισμό του με την εμφάνιση και το μειλίχιο ύφος του», γράφει ο στρατηγός Δημήτρης Λιμνιάτης στο βιβλίο του «Κληρονομική Μοναρχία – Ο βασιλικός δεσποτισμός στη Δημοκρατική Ελλάδα» εκδόσεις Ιωλκός. Και συνεχίζει: «Ο Γεώργιος, δυστυχώς για την Ελλάδα, ήταν το αρνητικό του Ηγέτη, που ζητούσε σε αυτήν την καθοριστική για το μέλλον της περίοδο».
Κατά τη διάρκεια της πρώτης διετίας, ο βασιλιάς άλλαξε πέντε κυβερνήσεις, ενώ πριν συμπληρωθεί η πρώτη 11ετία είχε αλλάξει 21 κυβέρνησης, στοιχείο που αποκαλύπτει ότι η διάρκεια της ζωής τους ήταν περίπου 6 μήνες. Οι εκλογές γίνονταν κάτω από τις χειρότερες καταστάσεις βίας και νοθείας, οι δε κυβερνήσεις ήταν αυστηρά προσκολλημένες στην Αυλή.
Ο Γεώργιος, δεν έδειξε κανένα σημάδι ανησυχίας για τα όσα συνέβαιναν έξω και μέσα από την Ελλάδα, όπως η Κρητική Επανάσταση, η ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας, ο Ελληνισμός της Μακεδονίας, η οικονομική καχεξία, η έλλειψη κάθε δραστηριότητας, η πολιτική αναρχία. Ληστείες, με κορυφαία το αποτρόπαιο φονικό στο Δήλεσι, έχουν πάρει ανησυχητικές διαστάσεις και ο νεαρός βασιλιάς δεν δείχνει ικανός να τις καταστείλει. Η Κρήτη καιγόταν και ο βασιλιάς χαριεντιζόταν στο Παλάτι με τους ομοτράπεζους του. Πουθενά δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο, μία λέξη έστω, μια φράση, μία αναγνώριση, ακόμα ίσως και μία αντίθεση, του Γεωργίου του βασιλιά των Ελλήνων για το ολοκαύτωμα στο Αρκάδι· ούτε κουβέντα!
Αποκορύφωμα της ανευθυνότητας και της ασέβειας του Γεωργίου προς τους νεκρούς της Κρήτης ήταν οι προκλητικές και πολυδάπανες εκδηλώσεις που οργάνωσε η κυβέρνηση κατά την ημέρα της επιστροφής του βασιλικού ζεύγους από ταξίδι σε πρωτεύουσες και λουτροπόλεις της Ευρώπης για διασκέδαση.
Ο Γεώργιος, πειθήνιο όργανο της τουρκικής πολιτικής της Αγγλίας, αγνόησέ τους αγωνιστές της Κρήτης και ζήτησε φόρμουλα για τη διπλωματική επίλυση του Κρητικού Ζητήματος. Πτώχευση, ήττες και συμφορές στην ελληνική επικράτεια κατά τη βασιλεία του Γεωργίου Α’ και από την άλλη πολυδάπανα ταξίδια χλιδάτες δεξιώσεις, κοσμικές φανφάρες και απαξίωση για το λαό.
Ο Γεώργιος Α’ βασίλεψε 50 χρόνια (ο μακροβιότερος μονάρχης στον τόπο μας) μέσα σε ένα κλίμα αυταρχισμού, ανευθυνότητας για τα βασικά προβλήματα της χώρας, ζώντας ένα όνειρο στο μικρόκοσμο του. Το τέλος του τραγικό, όπως και η βασιλική θητεία του: δολοφονήθηκε από έναν «αναρχικό και ανισόρροπο», σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή των Αρχών, οι οποίες έσπευσαν να κουκουλώσουν ένα έγκλημα σημαδιακό για την ιστορική πορεία της χώρας. Αυτός ήταν ο Γεώργιος: Καταστροφή από την αρχή μέχρι τέλους και η ευθύνη βαραίνει τους πάτρονες του. Ταλαίπωρη χώρα!
Κωνσταντίνος Α’: Του Αητού ο Γιος αποδείχτηκε κοτόπουλο…
Τον Μάρτιο του 1913, σε έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής ορκίστηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος Α’ με κληρονομικό δικαίωμα βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 45 χρόνων. Οι Έλληνες, είχαν ήδη πάρει μία πρώτη γεύση του χαρακτήρα του νέου βασιλιά και το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Το 1889 είχε γίνει ο γάμος του διαδόχου, τότε, με τη γερμανίδα πριγκίπισσα Σοφία, αδελφή του Αυτοκράτορα της Γερμανίας κάιζερ Γουλιέλμου Β’.
Παρένθεση: Πώς αυτός ο μονάρχης θα έστρεφε τα όπλα κατά του κουνιάδου του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Να ο Εθνικός Διχασμός, να και η εθνική ταπείνωση. Κλείνει η παρένθεση…
Ο πακτωλός των χρημάτων που διατέθηκαν για το γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου, ξάφνιασε τον κόσμο ολόκληρο. Η Ελλάδα έδινε την εντύπωση ότι ζούσε κάτω από συνθήκες απίστευτης χλιδής, ενώ στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο ποσοστό του λαού λιμοκτονούσε!
Το βασιλικό ζεύγος «…επί χρυσότευκτης και μυρσινοστόλιστης αμαξοστοιχίας» είχε φτάσει από τον Πειραιά στην Αθήνα, ενώ οι κάτοικοι που παρακολουθούσαν το θέαμα τους χειροκροτούσαν με το βλέμμα στο κενό…
Πλοία, αμαξοστοιχίες, ξενοδοχεία, δεξιώσεις γεύματα! Όλοι οι εστεμμένοι της Ευρώπης παρόντες και ένας προκλητικά πολυέξοδος στολισμός της Αθήνας σε μία περίοδο που στην Κρήτη έρρεε το αίμα, Ήπειρος, Θεσσαλία και Θράκη στέναζαν ακόμα κάτω από την τουρκική σκλαβιά.
Η κυβέρνηση είχε δώσει τότε στο διάδοχο Κωνσταντίνο ετήσια εισφορά 200.000 δραχμών (ποσό υπερβολικό για την εποχή) και μία τεράστια έκταση χιλιάδων στρεμμάτων στη Μανωλάδα, ως δώρο. Του ανοίχτηκε δε πίστωση από το δημόσιο ταμείο για την ανέγερση του Μεγάρου του Διαδόχου στην οδό Ηρώδου του Αττικού. Επίσης αυξήθηκε η Βασιλική Επιχορήγηση κατά 120.500 δραχμές την ώρα που η Ελλάδα αναζητούσε στα σκουπίδια το ψωμί για να σιτιστεί.
«Ο Κωνσταντίνος, γράφει ο πολιτικός και ιστοριογράφος Γεώργιος Βεντήρης, προκαλούσε τη συμπάθειά με την αφέλεια των τρόπων του, αλλά εστερείτο αβρότητος. Ήταν αυταρχικός με μυαλό άνευ εύρυτητος και υποκείμενος εις μυστικοπάθειαν. Ιδιοσυγκρασία αντιφατική. Και κάποτε ανειλικρινής. Ο Κωνσταντίνος ήτο ακριτόμυθος! Ίσως και να είχε μνήμη μετά διαστροφής του αρχικού αληθούς γεγονότος»!
Οι Έλληνες, τον είχα γνωρίσει, τον βασιλιά τους, πολύ πριν από τη στέψη του, από την εμφάνιση του στο αντικυβερνητικό συλλαλητήριο του Πεδίου του Άρεως ως Αρχηγό Στρατού Αθηνών, έφιππο, με την ακολουθία του, σε μία παράνομη πράξη που σηματοδότησε την αρχή του τέλους της κυβέρνησης του Χαριλάου Τρικούπη!
Σε ηλικία 29 ετών ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη διοίκηση του Ελληνικού Στρατού, πιεζόμενος από τον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη. Πήρε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ήττα της Ελλάδας και οι δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες του πολέμου ώθησαν την κοινή γνώμη να κατηγορήσει τον Κωνσταντίνο και τον πατέρα του, Γεώργιο, ως κύριους υπαίτιους της αποτυχίας. Η Ελλάδα ταπεινώθηκε στην Τουρκία και στη διεθνή κοινότητα.
Τον είχαν μάθει οι Έλληνες τον Κωνσταντίνο και από το επεισόδιο με τον Βενιζέλο για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Και για να μην μακρηγορούμε: Το όνομα του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’, που ο θρύλος τον ήθελε να μπαίνει καβαλάρης στην Κωνσταντινούπολη και να λειτουργεί και πάλι την Αγιά Σοφιά, έχει συνδεθεί με τις μεγαλύτερες συμφορές της νεότερης Ελλάδας: Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Εθνικός Διχασμός, και Μικρασιατική Εκστρατεία και η Μικρασιατική Καταστροφή. Όμως ένα γεγονός, σχεδόν λησμονημένο δείχνει την… αγάπη του βασιλέως για τον τόπο που του παρείχε απλόχερα ζωή χαρισάμενη.
Στις 26 Μαΐου του 1916 η κυβέρνηση της Ελλάδας με την υπόδειξη του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ παραδίδουν την Ανατολική Μακεδονία στους Βούλγαρους! Μια ακόμα επαίσχυντη πράξη του Στέμματος σε βάρος του ελληνικού λαού με την αρωγή αυλόδουλων και εξωνημένων Πολιτικών. Η προσκείμενη στον βασιλέα κυβέρνηση Σκουλούδη για να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός υπέρ των Γερμανών, που ήδη είχαν αρχίσει τις μάχες στο πλάισιο του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου αποφάσισε την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στους Βούλγαρους – συμμάχους των Γερμανών.
Ο πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης, ο υπουργός Στρατιωτικών Ιωάννης Γιαννακίτσας, ο αναπληρωτής επιτελάρχη του Στρατού (και κατοπινός δικτάτορας) Ιωάννης Μεταξάς, με τη σύμφωνη γνώμη του φιλογερμανού βασιλιά Κωνσταντίνου, αποφάσισαν την προκλητική παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους, στις 26 Μαΐου 1916 και την παράδοση της Καβάλας. Εδώ αξίζει να παραθέσουμε τρεις επιστολές της βασίλισσας Σοφίας προς τον αδελφό της Κάιζερ Γουλιέλμο από τις οποίες εύκολα ο αναγνώστης καταλαβαίνει τον ρόλο της.
1: «Δυστυχώς ευρέθημεν υποχρεωμένοι να δεχθώμεν τελεσίγραφο της Αντάντ και επιθυμούμεν τον πόλεμον παρά το πλευρόν της Γερμανίας, και λόγω των πολιτικών πλεονεκτημάτων και ένεκα της ανάγκης να απαλλαχθώμεν των λυσσαλέων εχθρών μας»…
2: «Είθε τα άτιμα γουρούνια να λάβουν την τιμωρίαν, η οποία τους αξίζει. Ελπίζω να μη λησμονήσεις ότι η Ελλάς δια τα σχέδιά μας θα ηδύνατο συνδεομένη σιδηροδρομικώς, να παράσχη χρήσιμον και πολίτιμον βοήθειαν εις αγαπητήν μας πατρίδαν (Γερμανία…) λόγω της γεωγραφικής της θέσεως».
3: «Θεωρώ το παιχνίδι χαμένο εάν η επίθεση (στη Μακεδονία) δεν γίνει αμέσως. Κατόπιν θα είναι πολύ αργά»!
Έτσι, οι Βούλγαροι ως σύμμαχοι των Γερμανών, κατέλαβαν αμαχητί την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, χωρίς καν να υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.
Και άρχισε το απεχθές έργο των γειτόνων μας, που στα χέρια τους έχουν δεινοπαθήσει οι περιοχές της Μακεδονίας, όχι μόνο τότε, αλλά και πιο πριν – το 1912-13 – και στη διάρκεια της κατοχής 1941-1944. Τραγική συνέπεια αυτής τους της τακτικής: πάνω από 45.000 θύματα, που δεν χάθηκαν σε μάχες πολέμου αλλά σε κατάσταση κατοχής, υπήρξαν δηλαδή περισσότερα θύματα και από την πρώτη (1912-1913) και από την τρίτη (1941-1944) βουλγαρική κατοχή.
Στις 11 Ιανουαρίου του 1923, ο Κωνσταντίνος Α΄ πέθανε σε ξενοδοχείο στο Παλέρμο της Σικελίας από ανακοπή καρδιάς. Λίγους μόλις μήνες νωρίτερα, στις 14 Σεπτεμβρίου 1922, με το αίμα των αμέτρητων θυμάτων της Μικρασιατικής Τραγωδίας να είναι ακόμα νωπό και το ζήτημα της εκκενώσεως της Ανατολικής Θράκης να βρίσκεται σε εκκρεμότητα, ο Κωνσταντίνος Α’, υπό την πίεση του επαναστατικού κινήματος των Πλαστήρα, Γονατά και Φωκά, είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το θρόνο του· τον είχε διαδεχτεί ο πρωτότοκος γιος του, ο Γεώργιος Β’.
Γράφει η εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα»: «Ακόμα και τότε, όταν μετά την καταστροφήν ενός και πλέον εκατομμυρίου Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του αίματος και της δυστυχίας των οποίων υπήρξε πρώτος υπεύθυνος, του υπεδείχθη η ανάγκη της παραιτήσεως υπέρ του Γεωργίου, είπε το αχαρακτήριστον εκείνο: Οι Βασιλείς δεν παραιτούνται, αλλ’ εκθρονίζονται»! Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο Θεός…
Γεώργιος Β’: Το υπάκουο παιδί του πατέρα του
Ο Γεώργιος Β΄ υπήρξε από τις πιο δραματικές φυσιογνωμίες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ήταν το υπάκουο παιδί του πατέρα του για αυτό και ακολούθησε τη μοίρα του: υπηρέτησε στο στρατό ως υπασπιστής του, παρέμεινε στο πλευρό του κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής του με το Βενιζέλο και τον ακολούθησε το 1917 στην εξορία, όταν παραμερίστηκε στη σειρά διαδοχής από το μικρότερο αδελφό του Αλέξανδρο, κατόπιν απαιτήσεως της Αντάντ και του Βενιζέλου. Ο Ο Γεώργιος, επέστρεψε από την εξορία το 1920, μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου και την παλινόρθωση της Βασιλείας.
Ο Γεώργιος Β’ ορκίστηκε βασιλιάς στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922 μετά την υποχρεωτική αποπομπή του πατέρα του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα. Με τον ερχομό του, αποκάλυψε το βασιλικό του πρόσωπο που σκιαγραφείται με την αντίθεση: «ο βασιλιάς κυβερνά δεν βασιλεύει. Παράδειγμα: αντικατέστησε τον υπουργό Στρατιωτικών Αλέξανδρο Παπάγο με τον Ιωάννη Μεταξά, χωρίς να ενημερώσει καν τον Πρωθυπουργό καθηγητή Κωνσταντίνο Δεμερτζή. Ασπάστηκε τη δικτατορία Μεταξά και παρακολουθούσε αμέτοχος τις πράξεις του τυραννικού δικτάτορα προς την πολιτική ηγεσία και το λαό, προφανώς για να μην διακινδυνεύσει το θρόνο του.
Είναι, τουλάχιστον, θετικό το στοιχείο ότι στην κρίσιμη περίοδο του 1940 δεν παρουσιάστηκε το φαινόμενο της διχογνωμίας βασιλιά πρωθυπουργού και έτσι δόθηκε η ευκαιρία στον ελληνικό λαό να ταρακουνήσει την ανθρωπότητα με το πνεύμα της αυτοθυσίας του για την ελευθερία.
Ο Γεώργιος, το 1921 ακολούθησε τον άρρωστο πατέρα του στη Σμύρνη με το βαθμό του συνταγματάρχη. Ο Κωνσταντίνος για να προστατεύσει τον γιο του τον κρατούσε στο στρατηγείο, 500 χιλιόμετρα πίσω από την πρώτη γραμμή· ήταν τότε 31 χρόνων. Ο Γεώργιος είχε γίνει λοχαγός με βασιλικό διάταγμα σε ηλικία 23 χρονών, όταν άλλοι αξιωματικοί έμειναν στο βαθμό του λοχαγού 7 χρόνια και έπαιρναν το βαθμό του συνταγματάρχη μετά 30 χρόνια και ας είχαν τελειώσει όλες τις Σχολές και ας είχαν δοκιμαστεί σε όλα τα κλιμάκια της ιεραρχίας. Αυτοί βλέπετε ήταν κοινοί θνητοί.
Στις 25 Μαρτίου 1924 ανακηρύχθηκε η Αβασίλευτη Δημοκρατία στην Ελλάδα με ψήφισμα της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης και η δυναστεία κηρύχθηκε έκπτωτη. Το ζήτημα τέθηκε στο Δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924 και εγκρίθηκε με το 69% της λαϊκής ψήφου.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό, ο Γεώργιος, αρνήθηκε να αναγνωρίσει το νέο πολίτευμα, χαρακτηρίζοντάς το προϊόν βίας από την επαναστατική κυβέρνηση και το στρατό. Σύμφωνα με τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις, ο τέως βασιλιάς είχε πεισθεί να διεκδικήσει εκ νέου το θρόνο με τη βοήθεια των διεθνών διασυνδέσεων του ελευθεροτεκτονισμού και μυήθηκε γι΄ αυτόν το σκοπό σε στοά του Λονδίνου.
Ο Γεώργιος αγαπούσε περισσότερο την Αγγλία με τη συγγενική του βασιλική οικογένεια και αυτό φάνηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου· είχε το στρατηγείο του στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», αφού εκτός και από βασιλιάς ήταν και αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Στην περίοδο της κατοχής, που ο λαός περνούσε αφόρητα δεινά, πού ήταν ο Γεώργιος; Τι έκανε;
Στα τέλη του 1941 είχε φτάσει στο Λονδίνο και έναν μήνα αργότερα, με υπόδειξη των Άγγλων είχε κηρύξει το τέλος της δικτατορίας. Τι θεαματικός ελιγμός για την Ελλάδα, αφού τότε οι Ναζί είχαν μπει στην Αθήνα, κυβερνούσε κατοχικό καθεστώς και ο Μεταξάς είχε ήδη πεθάνει. Το καλοκαίρι του ‘42 πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μόνο που απασχόλησε τον Γεώργιο όλο αυτό το διάστημα, ήταν η επιστροφή στο θρόνο. Στις 8 Νοεμβρίου του 1943 δήλωνε επίσημα ότι: «Κατά τη στιγμή της απελευθερώσεως θέλω εξετάσει εκ νέου το ζήτημα της επιστροφής μου εις την Ελλάδα από συμφώνου μετά της κυβερνήσεως».
Σχεδόν όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις, μετά την απελευθέρωση, έθεταν το ζήτημα του πολιτεύματος και του Βασιλιά εξαιτίας της δράσης του Γεωργίου Β’ κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας.
Στο δημοψήφισμα που διεξήχθη, και το οποίο, όπως και τα προγενέστερά του, αμφισβητήθηκε έντονα για το αδιάβλητο των διαδικασιών και πολλοί «φώναζαν» για εκτεταμένη νοθεία, «υπερψηφίστηκε» η επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β’, που γύρισε περιχαρής τον Σεπτέμβριο του 1946.
Ο Γεώργιος, σοβαρά άρρωστος, δεν ευτύχησε να απολαύσει επί πολύ την πολυτέλεια του θρόνου. Σχεδόν έξι μήνες μετά, την Πρωταπριλιά του 1947, ανακοινώθηκε ο θάνατός του από καρδιακή προσβολή. Αυτό ανακοινώθηκε, αυτό κατέγραψε η Ιστορία!
Παύλος: Λέγε με Φρειδερίκη
Ο Παύλος παρουσιάστηκε στο δημόσιο βίο αμέσως μετά το θάνατο του αδελφού του Αλέξανδρου από το δάγκωμα της μαϊμούς. Η ελληνική κυβέρνηση μέσω του έλληνα πρέσβη στη Βέρνη, ζήτησε από τον Παύλο να αποδεχτεί το ελληνικό Στέμμα. Εκείνος απέρριψε την πρόταση, αναφέροντας ότι θα την έκανε αποδεκτή μόνο εάν ο ελληνικός λαός αποφάσιζε ότι δεν επιθυμούσε την επάνοδο του πατέρα του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του Διαδόχου Γεωργίου.
Ο Παύλος ακολούθησε και αυτός στρατιωτική σταδιοδρομία, τον εύκολο δρόμο δηλαδή, αφού για τους πρίγκιπες αρκούσαν οι τυπικές γνώσεις για να προάγονται γρήγορα, αφού παρακάμπτεται η στρατιωτική επετηρίδα και οι νόμοι περί ιεραρχίας καταπατώνται. Ο αδελφός του, Γεώργιος, τον προβίβασε σε αντιναύαρχο, αντιστράτηγο, αντιπτέραρχο, με βασιλικό διάταγμα και χωρίς άλλες διαδικασίες! Στις 9 Ιανουαρίου του 1938 παντρεύτηκε μία ξαδέρφη του, τη Φρειδερίκη, μοναχοκόρη του αρχηγού του βασιλικού οίκου του Ανόβερου και την 1η Απριλίου του ’47, μετά το θάνατο του αδελφού του, ορκίστηκε βασιλιάς και κάθισε στο θρόνο μέχρι τις 6 Μαρτίου ‘64 όταν και πέθανε σε ηλικία 62 χρόνων.
Ο Παύλος κλήθηκε να βασιλεύσει σε μία πολυτάραχη εποχή, χωρίς να διαθέτει ούτε την ευφυΐα, ούτε την οξυδέρκεια, ούτε το πείσμα και την υπομονή, που ζητούσαν οι λύσεις των πολυσύνθετων προβλημάτων με πρώτο εκείνο του Εμφυλίου Πολέμου, ο τερματισμός του οποίου ήταν επιτακτικός και άμεσος!
Ο Παύλος ξεπέρασε τον Όθωνα και τον παππού του Γεώργιο Α’ στην προσφιλή τακτική των βασιλιάδων που είναι η αλλαγή των κυβερνήσεων: έμεινε στο θρόνο 17 χρόνια περίπου, για να αλλάξει 26 κυβερνήσεις, με μέσο όρο ζωής 6,5 μήνες η καθεμία. Δεν βασίλευε, κυβερνούσε! Ο Παύλος, είχε μάθει από τον πατέρα του και τον παππού του, τον ελεεινό ρόλο της δήθεν Συνταγματικής Μοναρχίας. Μετείχε στα κυβερνητικά συμβούλια, διέλυε τη Βουλή και προκήρυττε εκλογές· σχημάτιζε υπηρεσιακές κυβερνήσεις, επέλεγε μαζί με τη γυναίκα του τη Φρειδερίκη τους πρωθυπουργούς. Κατά την περίοδο του Εμφυλίου ‘47-’49, διόρισε τον ε.α. Υποστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο Μέγα Αυλάρχη! Ανέχτηκε νοθείες και τραμπουκισμούς σαν εκείνους της ΕΡΕ κατά της Ένωσης Κέντρου, τον Οκτώβριο του ‘61.
Για τον Παύλο, ο χαρακτηρισμός που αποτυπώνει τη δομή του, είναι εκείνος που έδωσε ο Γεώργιος Παπανδρέου όταν έμαθε το θάνατο του: «Ήταν καλός κ’ αγαθός»…
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Πάυλος, ακολούθησε το δρόμο της αυλικής του παιδείας. Δεν είχε την ευφυΐα και τη διορατικότητα που χαρακτηρίζουν έναν ηγέτη, ήταν ο κλητός και όχι ο εκλεκτός, δεν έγραψε την Ιστορία, αλλά τη λέρωσε και ίσως να ήταν ένας άλλος βασιλιάς λιγότερο αρνητικός αν δεν είχε παντρευτεί τη Φρειδερίκη, η οποία τον επηρέαζε στις αποφάσεις του περισσότερο από ό,τι η Αμαλία τον Όθωνα Οι Γάλλοι λένε μία φράση που ίσως να αδικεί τη γυναίκα, όταν θέλουν να βρουν τον ένοχο για κάθε ανωμαλία: «cherchez la femme». Δεν θα ήταν ούτε αναληθές, ούτε παραδοξολογία αν λέγαμε ότι για όλες τις πολιτικές αναταράξεις και ανωμαλίες – τουλάχιστον για την περίοδο 1955 1967 – που στοίχισαν πολύ ακριβά στην Ελλάδα: «αναζητήστε τη Φρειδερίκη»!
Κωνσταντίνος ο Μικρός: Και τέλος…
Έχουν γραφεί πολλά από το βράδυ που έγινε γνωστή η εκδημία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου. Τετριμμένα, κοινότοπα, όλα ιστορικά τεκμηριωμένα όμως, που αποτελούν αποστομοτική απάντηση σε όσους – εθελοτυφλούντες φανατικούς – συνεχίζουν να υπερασπίζονται ένα θεσμό επιζήμιο για τον τόπο μας.
Δεν θα γράψουμε τα πολυγραμμένα, θα παραθέσουμε όμως μια μικρή παράγραφο από το σπουδαίο βιβλίο του δημοσιογράφου Γιάννη Κάτρη, «Η Γέννηση του Νεοφασισμού στην Ελλάδα»: «Η 15η Ιουλίου του 1965 είναι ο «θερμιδώρ» της Ελληνικής Δημοκρατίας. Για τους σημερινούς νέους, σημειώνω περιεκτικά ότι, την ημέρα εκείνη στην Ελλάδα, ο νεαρός μονάρχης κατάργησε τον νόμιμο Πρωθυπουργό, που διέθετε τη «δεδηλωμένη πλειοψηφία» του έθνους και της Βουλής και επανέφερε, δια της τεθλασμένης, στην εξουσία τις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που ο ελληνικός λαός είχε αποδοκιμάσει με την ψήφο του. Μέσα σε μία καλοκαιριάτικη νύχτα, το όνειρό της δημοκρατίας, που είχε αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά διαλύθηκε σαν καπνός. Η αναλαμπή, που φώτισε τη μοίρα του λαού μας έσβησε. Ολοταχώς προς τα πίσω! Ξαναγυρίσαμε στην απεχθή τριακονταετία της δεξιάς ή μάλλον σε ένα κακέκτυπο της, που θα ανοίξει αργότερα τις «κερκόπορτες» για να εισβάλει η ωμή δικτατορία των συνταγματαρχών. Στην πολιτική ιστορία η 15η Ιουλίου πολιτογραφήθηκε ως το «βασιλικό πραξικόπημα». Ακριβέστερη θεωρούμε την ορολογία «μοναρχικό πραξικόπημα» μιας και ο Κωνσταντίνος, με την πρωτοβουλία του εκείνη αυτοαπέβαλε και τυπικά την ιδιότητα του συνταγματικού βασιλιά και έδρασε ως μονάρχης, «Ελέω Θεού», όπως έκαναν οι μεσαιωνικοί πρόγονοι του»!
Και ο τελευταίος άνθρωπος που κατείχε τον τίτλο του βασιλιά των Ελλήνων, ο Κωνσταντίνος ο Μικρός για τους ασεβείς λοιδορούντες, από το απόβραδο της Τρίτης απολογείται στον Θεό για τις αμαρτίες του. Και κάτι τελευταίο: Είναι καμιά φορά να ανατριχιάζεις, μελετώντας την Ιστορία; Ο Κωνσταντίνος άφησε την τελευταία του πνοή 10 Ιανουαρίου του 2023. Ο παππούς του, Κωνσταντίνος Α’ είχε πεθάνει ακριβώς 100 χρόνια πριν 11 Ιανουαρίου του 1923! Μια αιωνιότητα και μια μέρα… Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει στο Τατόι…
Πηγή: ethnos.gr