Τα τελευταία χρόνια η γνώση μας για τη βιταμίνη D έχει αναβαθμιστεί. Ξέρουμε πλέον ότι πέραν του ρόλου της στην καλή υγεία των οστών μας η «βιταμίνη του ήλιου» σχετίζεται με την μεταβολική μάστιγα της εποχής μας, τον σακχαρώδη διαβήτη και επιπλέον ερευνάται η σχέση της με τα γονίδια μας, την ένταση της νόσησης από τον κορωνοϊό κ.ά.
Εν αναμονή των νέων απαντήσεων η Ευθυμια Κοντελα Ειδική Παθολόγος, Διευθύντρια Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών Metropolitan Hospital εξηγεί τη σχέση τηςβιταμίνης D με τον σακχαρώδη διαβήτη.
Τι είναι η βιταμίνη D και ποια είναι η δράση της;
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που, όπως γνωρίζουμε εδώ και χρόνια, έχει άμεση σχέση με την υγεία των οστών μας. Αυτή η δράση της την έχει κάνει, επίσης εδώ και πολλά χρόνια, απαραίτητη για την πρόληψη της οστεοπόρωσης και της ραχίτιδας. Η σύνθεσή της γίνεται στο δέρμα με τη βοήθεια της ηλιακής ακτινοβολίας, ενώ υπάρχει και σε τροφές.
Βάσει των συγκεκριμένων αυτών χαρακτηριστικών της: ότι μπορεί να παραχθεί στο σώμα, ότι έχει συγκεκριμένους ιστούς-στόχους και ότι δεν είναι απαραίτητο να παρασχεθεί μέσω της διατροφής, η βιταμίνη D χαρακτηρίζεται από κάποιους, ορμόνη.
Στη φύση υπάρχει σε δυο μορφές:
-ως εργοκαλσιφερόλη ( βιταμίνη D2), που βρίσκεται στα φυτά,
-ως χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3), που βρίσκεται σε ζωικές τροφές και είναι άμεσα απορροφήσιμη.
Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για τη βιταμίνη D έχει αυξηθεί γιατί εκτός από τη γνωστή της δράση στον μεταβολισμό και την υγεία των οστών μας (μέσω της συμβολής της στον μηχανισμό απορρόφησης ̶ χρησιμοποίησης ασβεστίου και φωσφόρου) ένα πλήθος μελετών τη συνδέει με την κυτταρική ανάπτυξη, τη μυϊκή λειτουργία, την καταπολέμηση των λοιμώξεων, τη μείωση των φλεγμονών.
Οι μελέτες δείχνουν επίσης προστατευτική δράση σε αυτοάνοσα νοσήματα (σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, σκλήρυνση κατά πλάκας, ψωρίαση κ.ά.), σε καρδιολογικά νοσήματα (στεφανιαία νόσος, καρδιακή ανεπάρκεια), στην αρτηριακή υπέρταση, στην κατάθλιψη, στην παχυσαρκία, σε κακοήθειες (παχέος εντέρου, μαστού, προστάτη) και στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Τι είναι ο σακχαρώδης διαβήτης;
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του οργανισμού να ρυθμίσει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα μας. Αν δεν τεθεί υπό έλεγχο μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές:
- Νευρολογικές
- Αγγειακές: μακροαγγειακές (καρδιαγγειακές, αγγείων εγκέφαλου) και μικροαγγειακές (οφθαλμικών, νεφρικών αρτηριών). ). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προβλέπει πως μέχρι το 2030 ο σακχαρώδης διαβήτης θα αποτελεί την 7η αίτια θανάτου στον κόσμο. Διαχωρίζουμε τον σακχαρώδη διαβήτη σε:
- Διαβήτη τύπου 1, που είναι ασθένεια της παιδικής ή της εφηβικής ηλικίας κυρίως και έχει αυτοάνοση αιτιολογία, δηλαδή ο ίδιος ο οργανισμός μέσω αντισωμάτων που παράγει καταστρέφει τα β-κύτταρα του παγκρέατος, τα οποία παράγουν την ινσουλίνη, με αποτέλεσμα να υπάρχει ελάχιστη ή μηδενική έκκρισή της.
- Διαβήτη τύπου 2, που είναι χρόνια νόσος η οποία εμφανίζεται, όταν το πάγκρεας δεν παράγει την απαραίτητη ποσότητα ινσουλίνης ή όταν ίδιος ο οργανισμός δε μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την παραγομένη ινσουλίνη, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Ποια η σχέση της βιταμίνης D και του σακχαρώδους διαβήτη;
Η δυσλειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος, η αντίσταση στην ινσουλίνη και η συστηματική φλεγμονή αποτελούν βασικούς μηχανισμούς ορόσημο στην εμφάνιση και την εξέλιξη του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Καθημερινές συνήθειες όπως το κάπνισμα, διατροφικές συνήθειες, παχυσαρκία και χρήση αλκοόλ φαίνεται να συμμετέχουν δυναμικά στην παθογένεια του σακχαρώδους διαβήτη. Επίσης φαίνεται να υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ αντίστασης στην ινσουλίνη και ανεπάρκειας βιταμίνης D.
Μελέτες δείχνουν πως η συσχέτιση χαμηλών επίπεδων 25 υδρόξυ- βιταμίνης D (η μορφή στην οποία μετατρέπεται η βιταμίνη D στο ήπαρ) και μεταβολικού συνδρόμου είναι περισσότερο έντονη και ξεκάθαρη σε υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα. Όσον αφορά τους μηχανισμούς που θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί τα υψηλοτέρα επίπεδα βιταμίνης D μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης ΣΔ2 υπάρχουν διάφορες απόψεις.
Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι τα κύτταρα που παράγουν ινσουλίνη στο πάγκρεας έχουν υποδοχείς βιταμίνης D, οπότε η έλλειψη της βιταμίνης οδηγεί σε μειωμένη έκκριση ινσουλίνης και άρα σε αύξηση του σακχάρου του αίματος. Μελέτες επίσης αποδεικνύουν πως οι δραστικοί μεταβολίτες της βιταμίνης D προστατεύουν ινσουλινοπαραγωγά β- κύτταρα από φλεγμονή και κυτταρικό θάνατο.
Ποιες είναι οι πηγές από τις οποίες αντλούμε βιταμίνη D;
Τα επίπεδα 25 υδρόξυ- βιταμίνης D στο αίμα θεωρούνται ο καλύτερος δείκτης της κατάστασης της βιταμίνης D στον οργανισμό. Ως ελάχιστο υγιές επίπεδο 25(OH) D3 στο πλάσμα θεωρούνται τα 30 ng/ml. Για την εξασφάλιση αυτού του επιπέδου συστήνεται πρόσληψη περίπου 3.000 διεθνών μονάδων την ημέρα ή και χαμηλότερη όταν υπάρχει παράλληλη έκθεση στον ήλιο περίπου 10-20 λεπτά την ημέρα.
H κύρια παραγωγή βιταμίνης D (περίπου το 90 %) γίνεται στο δέρμα μας με τη βοήθεια του ήλιου. Το θετικό δε είναι πως μόλις 10-20 λεπτά την ημέρα με μόνο το πρόσωπο και τα χέρια εκτεθειμένα στον ήλιο αρκούν για να συνθέσουμε την απαιτούμενη ποσότητα. Συνεπώς, δεδομένου ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D του οργανισμού επηρεάζονται από τη φυσική έκθεση του σώματος στον ήλιο, θα περίμενε κανείς ότι, στις ηλιόλουστες χώρες της Μεσογειακής Λεκάνης και ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη ηλιοφάνεια, οι κάτοικοι θα είχαν επαρκή επίπεδα συγκεντρώσεων βιταμίνης D στον ορό του αίματός τους.
Μελέτες όμως δείχνουν ότι, αντίθετα με το αναμενόμενο, υπάρχει έλλειψη βιταμίνης D στους εν λόγω πληθυσμούς. Αυτό το γεγονός που περιγράφεται ως «μεσογειακό παράδοξο» (υψηλός επιπολασμός χαμηλού status βιταμίνης D παρά τη φαινομενική ηλιοφάνεια) αφορά και τη χώρα μας και είναι πιθανόν να οφείλεται:
- στην υπερβολική χρήση αντηλιακών,
- στον φόβο να εκτεθούμε στον ήλιο (πρόληψη καρκίνου του δέρματος),
- στο σκούρο χρώμα δέρματος του μεσογειακού πληθυσμού (στο δέρμα σκούρου χρώματος δεν είναι εφικτή η σύνθεση της βιταμίνης D με τη βοήθεια του ήλιου, καθώς η μελανίνη δρα ως φίλτρο στην απορρόφηση της UVB ακτινοβολίας),
- στις διαφορετικές διατροφικές συνήθειες (σε αντίθεση με τη βόρεια Ευρώπη, στις μεσογειακές χώρες δεν καταναλώνονται λιπαρές τροφές, τροφές δηλαδή που περιέχουν βιταμίνη D).
Οι τροφές από τις οποίες μπορούμε να πάρουμε βιταμίνη D είναι τα γαλακτοκομικά, τα ψάρια και κυρίως τα λιπαρά ψαριά, το μουρουνέλαιο, ο κρόκος του αυγού, οι ξηροί καρποί, τα μανιτάρια, τα εμπλουτισμένα τρόφιμα και κάποια συμπληρώματα διατροφής.
Πόσο πολύτιμη είναι τελικά η «βιταμίνη του ηλίου»;
Χάρη στις δεκάδες κλινικές μελέτες που έχουν φωτίσει τις δράσεις της βιταμίνης D, σήμερα γνωρίζουμε ότι η ανεπάρκεια της βιταμίνης D αποτελεί παγκόσμια απειλή για την υγεία. Φαίνεται δε ότι τα υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με μειωμένα συμπτώματα COVID-19 (κάτι που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης).
Το βέβαιο είναι ότι ο ρόλος της βιταμίνης D στην παθογένεια, την πρόληψη και τη θεραπεία και των δύο τύπων διαβήτη αφορά όλες τις εθνικότητες και όλες τις ηλικίες και ο κίνδυνος εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 αυξάνει με τη μείωση των επιπέδων της βιταμίνης D, ενώ σχετιζόμενη με τη βιταμίνη D φαίνεται ότι και η γενετική προδιάθεση για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 σχετίζεται με τη βιταμίνη D.
Για τους παραπάνω λόγους είναι που η «βιταμίνη του ήλιου» θεωρείται υπερόπλο υγείας. Τελευταία δε, εκτός του ότι κινεί τα νήματα για την καλή λειτουργία του οργανισμού, μαθαίνουμε από μελέτες ότι είναι πιθανόν να αποτελεί το «κλειδί ενεργοποίησης» των γονιδίων μας, κάτι που μένει να αποδειχτεί.
Εμείς που ζούμε στην Ελλάδα, χώρα που ο ήλιος «λούζει» με φως για πολλές ώρες την ημέρα, πολλές ημέρες του χρόνου μπορούμε πολύ εύκολα να κάνουμε τη βιταμίνη D ένα πασπαρτού για όλα τα «κλειδωμένα μυστικά» της υγείας μας.