Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι ἀναγκαία μιὰ ἀνασκόπηση καὶ ἕνας ἀναστοχασμός, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω καὶ ἕναν σύχρονο ὅρο, τῶν γεγονότων ποὺ ζήσαμε καὶ γίναμε μάρτυρες τὴν περίοδο αὐτὴ ἀλλὰ καὶ τῶν βιωμάτων μας.
Γιατὶ ἄραγε εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ξανασκεφτόμαστε γεγονότα ἀπὸ τὴν ζωή μας καὶ γιατί χρειάζεται νὰ ἀνακεφαλαιώνουμε τὴν ζωή μας; Ὅπως ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας ἀνακεφαλαιώνει τὴν πίστη της ὅταν δέχεται προκλήσεις, ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ἀνακεφαλαιώνουμε τὴν ζωή μας, τὰ βιώματά μας, τούτη τὴν περίοδο ποὺ εἰσερχόμαστε στὸ στάδιο τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς, τοῦτες τὶς μέρες ποὺ ἑτοιμαζόμαστε νὰ εἰσέλθουμε στὴν περίοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Μᾶς προετοιμάζει ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὸ Πάσχα, νὰ ἑορτάσουμε τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μᾶς προετοιμάζει γιὰ νὰ βιώσουμε τὸ δικό μας Πάσχα, τὸ δικό μας πέρασμα ἀπὸ τὴν πτώση στὴν σωτηρία, μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν δική μας Ἀνάσταση, ἡ ὁποία ὅμως περνᾶ μέσα ἀπὸ τὸ πάθος, τὴν σταύρωση, τὶς δυκολίες τῆς ζωῆς καὶ κυρίως τοὺς πειρασμούς. Καὶ οἱ πειρασμοὶ εἶναι σήμερα, ὅπως πάντοτε ἄλλωστε, πολλοὶ καὶ ποικίλοι.
Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ξανασκεφτοῦμε καὶ νὰ ἀνασκοπήσουμε ὅσα μηνύματα ὡς κοινωνία πιστῶν εἰσπράξαμε αὐτὸ τὸ διάστημα τῶν τριῶν ἑβδομάδων τοῦ Τριωδίου, τόσο ἀπὸ τὴν ζωή μας μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο, τὴν κοινωνία μας.
Καλούμαστε νὰ τὰ συνδυάσουμε καὶ νὰ τὰ σχολιάσουμε, νὰ διατυπώσουμε τὴν ἄποψή μας ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, προκειμένοι περισσότερο προβληματισμένοι καὶ καλύτερα ἐνημερωμένοι νὰ προσπαθήσουμε συνειδητὰ ἀλλὰ καὶ βιωματικὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ μᾶς δημιουργοῦν προβλήματα στὴν πορεία γιὰ τὴν σωτηρία μας. Νὰ ἀποδιώξουμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας ὅλα αὐτὰ ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ πορευτοῦμε στὸν δρόμο τῆς προσευχῆς, στὸν δρόμο τῆς νηστείας καὶ τῆς καταλλαγῆς μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας, ὥστε καθαροὶ καὶ δυνατοὶ μέσα ἀπὸ τὴν συμμετοχή μας στὰ μυστήρια νὰ πορευτοῦμε στὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνάστασή μας καὶ στὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό.
Καὶ πρῶτα-πρῶτα στὴν λατρευτική μας ζωή, τὴν τόσο πλούσια καὶ τόσο διδακτική. Τὶς τρεῖς Κυριακὲς ποὺ πέρασαν ἀκούσαμε τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ καὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας καὶ Κρίσεως. Τρία δηλαδὴ ἀναγνώσματα, τὰ ὁποῖα καθόρισε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ διαβάζονται τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τὰ εὐαγγελικὰ αὐτὰ ἀναγνώσματα διαβάζονται τὴν περίοδο αὐτὴ ὡς ἕνα ἀλφαβητάριο γιὰ ὅλους μας ποὺ μᾶς εἰσάγουν στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας μας. Εἶναι οἱ μόνιμοι, σταθεροὶ καὶ ἀσφαλεῖς «ὁδοδεῖκτες» ποὺ θέτει ἡ Ἐκκλησία στὴν συνειδητὴ καὶ μὲ ἐλευθερία βουλήσεως πορεία μας πρὸς τὴν Ἀνάσταση.
Μὲ τὸ πρῶτο ἀνάγνωσμα ὁ Κύριος ὑποδεικνύει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο διὰ τῆς προσευχῆς μποροῦμε πραγματικὰ νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του. Μὲ τὸ δεύτερο ὑποδεικνύει τὸ ἀτελεύτητο ἔλεος τῆς μεγαλοσύνης Του πρὸς κάθε εἰλικρινῶς μετανοούντα, σηματοδοτώντας ἔτσι τὸν δρόμο ποὺ μποροῦμε ἐν ἐλευθερίᾳ νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν περίοδο τῆς συνειδητοποίησης καὶ τῆς μετάνοιας, ἰδιαίτερα τώρα ποὺ εἰσερχόμαστε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τὸ τρίτο, μᾶς ἀποσαφηνίζει τὸ μέτρο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Κύριός μας στὴν μελλοντική κρίση θὰ ἀξιολογήσει τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴν γῆ ποὺ εἶναι ἕνα καὶ μόνον: ἡ ἀγάπη ποὺ προσφέραμε στὸν πλησίον μας, στὸν ἀδελφό μας.
Στὴν κοινωνία τὰ προτάγματα ποὺ μᾶς πλημμύρισαν καὶ φέτος, παρὰ τὴν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ ἦταν ἄλλα: Ἀπόκριες, μεταμφίεση, μάσκες, γλέντια καὶ χαρά, ἀλλὰ καὶ «ἔθιμα ἀνατροπῆς», γιατὶ οἱ Ἀπόκριες ἔχουν συνδεθεῖ μὲ τὸ ξεφάντωμα καὶ τὴν κραιπάλη, μὲ τὴν ἀναζήτηση μονομερῶς τῶν ὁρίων τῆς ὑλικῆς μας ὑπόστασης. Ἔτσι, ἐξηγοῦνται καὶ τὰ ἀπαραίτητα συνοδευτικὰ τῶν μεταμφιέσεων τῶν Ἀπόκρεων, ὅπως εἶναι οἱ μάσκες ποὺ μετατρέπουν τὸ πρόσωπό μας σὲ προσωπεῖο. Εἶναι ἐπιθυμητὸ νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος, ἡ χαρὰ εἶναι μέσα στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Ὅμως ἡ χαρὰ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν «κατὰ Χριστὸν ζωή», εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν συμμετοχή μας στὴν χαρὰ τῆς λατρευτικῆς ζωῆς, στὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία τῶν προσώπων.
Οἱ μάσκες ὅμως τῆς Ἀποκριᾶς ἀπαξιώνουν τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, τὸ ἀλλοιώνουν, τὸ ἐξουδενώνουν, τὸ ταυτίζουν μὲ τὸ προσωπεῖο. Γιατὶ τὸ προσωπεῖο, ἡ μάσκα, κρύβει τὸ πρόσωπο, κρύβει τὴν ταυτότητά μας, κρύβει τὴν ἴδια μας τὴν προσωπικότητα, διατρεβλώνει τὴν ὕπαρξή μας.
Ἔτσι ἀντιμετωπίζει ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καὶ παράδοσή μας τὸν ἄνθρωπο ὡς μιὰ ψυχοσωματικὴ ἑνότητα, γιατὶ γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο ψυχή, δὲν εἶναι μόνο σῶμα, δὲν εἶναι μόνο ὑλικός, ἀλλὰ εἶναι καὶ τὰ δύο. Εἶναι τὸ «συναμφότερον» τῶν Πατέρων τῆς Ἑκκλησίας μας. Γιατὶ μόνο μὲ τὸ «συναμφότερον» θὰ κατακτήσουμε τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», μόνον ἔτσι θὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν σωτηρία.
Ὁ πιστὸς συνειδητὰ ἀρνεῖται αὐτὸν τὸν διαχωρισμό, αὐτὴν τὴν διάσπαση τῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὴν τὴν ἐξουδένωση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἀπὸ τὸ προσωπεῖο, τὴ μάσκα, καὶ ἰδιαίτερα ὅταν μὲ τὸ πρόσχημα τῆς σάτυρας βεβηλώνονται –ἀκόμα καὶ ὅταν ὑπάρχει ἀγαθὴ προαίρεσις κατὰ τὸ ἔθος τῆς λαϊκῆς παράδοσης ἢ δημιουργικῇ ἀδείᾳ– ἀσεβῶς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Εἶναι λυπηρὸ νὰ βεβηλώνεται ἡ πίστη, νὰ χλευάζονται τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τοῦ λαοῦ μας.
Τὸ κέντρο τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς μας εἶναι ἡ λατρευτικὴ σύναξη, ὁ ἐκκλησιασμός μας, καὶ ἡ συχνὴ μετοχή μας στὸ κατ’ ἐξοχὴν μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, στὸ μυστήριο τῆς Ζωῆς.
Ἡ λατρευτική μας ζωὴ εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἡ κιβωτὸς τῆς πολιτιστικῆς μας παράδοσης, εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας τῆς γλώσσας μας, τῆς ποίησής μας, τῆς μουσικῆς μας παράδοσης, εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς ζωῆς μας. Οἱ ἱερὲς εἰκόνες διασώζουν τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας, διασώζουν τὸν τρόπο ποὺ βλέπουμε τὸν κόσμο, εἶναι τὸ βλέμμα μας, εἶναι ὁ τρόπος ποὺ γνωρίζουμε τὸν κόσμο, τὴν Πλάση, εἶναι ὁ τρόπος ποὺ προσεγγίζουμε τὸν Θεό. Εἶναι ὁ τρόπος τῆς σωτηρίας μας, καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας ὅρισε ἡ Α΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, νὰ εἶναι ἀφιερωμένη στἠν Ἀναστήλωση τῶν Εἰκόνων.
Τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας εἶναι καὶ ἡ Κυρία Θεοτόκος. Εἶναι ἡ Παναγία καὶ Μητέρα ὅλων τῶν χριστιανῶν. Εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπισθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἡ Ἐνδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ. Εἶναι ἡ μεσίτρια πάντων τῶν χριστιανῶν, ἡ ἔχουσα παρρησία πρὸς τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Θεό μας.
Ὁ πιστὸς ἀγωνίζεται για τὴν κατάκτηση τῆς «ἐν Χριστῷ ζωῆς», νὰ μετάσχει στὴν ζωή, στὸ Πάθος καὶ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γνωρίζει τὴν πίστη του, ἀγωνίζεται καὶ τὴν διαφυλάσσει ἀπὸ τὶς κατὰ καιροὺς ἐπιθέσεις, ὅπως ἔχει δείξει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν δισχιλιετὴ ἱστορία της. Τὰ «κατ’ ἔθος» δρώμενα εἶναι ἑπομένως μᾶλλον δικαιολογίες γιὰ τοὺς «ἀνηλίκους» τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ παράδοσής μας, στὴν ὁποία ὁ θρησκευτικός, ἢ καλύτερα ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἀναλφαβητισμὸς δὲν δικαιολογεῖται νὰ εἶναι διαρκής.
Ἐλαχίστη ἐνθύμηση γιὰ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ πιστὸς πορεύεται πρὸς τὴν χαρὰ καὶ κατακτᾶ τὴν χαρά, οἱ λόγοι τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, διαρκῶς σύγχρονοι καὶ καθημερινοί: Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστὲ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. (Β΄ Κορ. 6, 14-16)
Ἂν καὶ ἐφ’ ὅσον βέβαια συνειδητὰ ἐμεῖς θεωροῦμε ὅτι εἴμαστε «ναὸς» καὶ «λαὸς» «Θεοῦ ζῶντος».
Καλὴ Ἁγία καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστὴ