Έκθεση σχετικά με τα προβλήματα της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα συνέταξε το τουρκικό κοινοβούλιο, στην οποία εξετάζονται τα προβλήματα, όπως αναφέρεται, της μειονότητας που ζει στη Δυτική Θράκη και τα Δωδεκάνησα και οι δυσκολίες διατήρησης της «κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς» στην Ελλάδα.
Η έκθεση φέρει τον τίτλο «Τα προβλήματα της τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα» και αποτελείται από 6 κεφάλαια. Αρχικά, αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση πως η «τουρκική μειονότητα της Δυτικής Θράκης», η οποία αποτελούσε το 65% του πληθυσμού της δυτικής Θράκης κατά τη δεκαετία του 1920, μειώθηκε σημαντικά φτάνοντας σήμερα στο 30% και η ιδιοκτησία γης των «Τούρκων της Δυτικής Θράκης» από 84% το 1923 μειώθηκε στο 25%.
1. Στην πρώτη ενότητα «Το πρόβλημα έλλειψης εθνικής ταυτότητας», υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα δεν αποδέχεται το δικαίωμα ορισμού εθνικής ταυτότητας από την μειονότητα, υποστηρίζοντας ότι η φράση «Τουρκική Μειονότητα» δεν αποτελεί μέρος της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης.
Η έκθεση αναφέρει ότι το «Κυβερνείο» της Θράκης εξέδωσε δύο εγκυκλίους το 1954 και το 1955, οι οποίες απαιτούσαν τη χρήση της λέξης «Τουρκική» αντί για «Μουσουλμανική» για τη μειονότητα, όπως και ότι η Ελλάδα άλλαξε την πολιτική της για πολιτικούς σκοπούς τη δεκαετία του 1970, αυτή τη φορά κάνοντας υποχρεωτική τη χρήση της λέξης «Μουσουλμανική» αντί για «Τουρκική».
Η έκθεση τονίζει ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε να καταβάλει 8.000 ευρώ ως ηθική αποζημίωση για παραβίαση των άρθρων της ΕΣΔΑ σχετικά με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα δίκαιης δίκης στην υπόθεση απαγόρευσης χρήσης της λέξης «Τουρκική» στο όνομα της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης».
Η Ελλάδα δεν ήθελε να εφαρμόσει, όπως αναφέρεται στην έκθεση, την εν λόγω δικαστική απόφαση, παρά τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, οι κλειστές ενώσεις δεν μπορούσαν να ανοίξουν εκ νέου και δεν επιτρέπεται η ίδρυση «τουρκικών» νέων ενώσεων, προσθέτοντας ότι αυτή η «απροθυμία» παραμένει στην ημερήσια διάταξη της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, του οργάνου που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της εφαρμογής των αποφάσεων του ΕΔΑΔ.
2. Στην ενότητα της έκθεσης «Δεν επιτρέπεται να ανοίξει δίγλωσσο νηπιαγωγείο για την μειονότητα», αναφέρεται ότι τα αιτήματα της «τουρκικής» μειονότητας για άνοιγμα δίγλωσσων νηπιαγωγείων, που θα επιτρέψουν την εκπαίδευση στα τουρκικά, και που εντάσσονται στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δικαιωμάτων, όπως εκπορεύονται από τη Λωζάνη, έχουν μείνει αναπάντητα από τις ελληνικές αρχές από το 2011.
Στο πλαίσιο των προσπαθειών διοικητικής μεταρρύθμισης της ελληνικής κυβέρνησης και υπό τον τίτλο «Κλείσιμο και ενοποίηση των μειονοτικών σχολείων», αναφέρεται στην έκθεση ότι δεκάδες δημοτικά σχολεία, που ανήκουν στην «τουρκική μειονότητα Δυτικής Θράκης», έκλεισαν ή ενοποιήθηκαν από το 2011.
Επιπλέον, η έκθεση τονίζει ότι, από το ακαδημαϊκό έτος 2003, η Ελλάδα δεν επέτρεψε το διορισμό μελών της «τουρκικής» μειονότητας, που αποφοίτησαν από σχολές για εκπαιδευτικούς στην Τουρκία, σε δημοτικά μειονοτικά σχολεία, σημειώνοντας ότι «δεν επιτρέπονται προσοντούχοι εκπαιδευτικοί αρκετοί σε αριθμό να υπηρετούν σε μειονοτικά σχολεία και πέφτει η ποιότητα της εκπαίδευσης».
3. Παράλληλα, επισημαίνεται στην έκθεση ότι το δικαίωμα επιλογής μουφτή, των θρησκευτικών ηγετών της μειονότητας, μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με νόμο που ψηφίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση το 1920, ενώ αναφέρεται ότι η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε μια νέα αίτηση το 1990, αφαιρώντας αυτό το δικαίωμα από την «τουρκική» μειονότητα και διορίζοντας τον μουφτή.
Σημειώνεται δε ότι στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη υπάρχουν μουφτήδες που επιλέγονται από τη μειονότητα και μουφτήδες που διορίζονται από την ελληνική κυβέρνηση, ενώ υπενθυμίζεται ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις υπέβαλαν αγωγές για εκβιασμό εναντίον «εκλεγμένων» μουφτήδων από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, υποθέσεις οι οποίες οδήγησαν σε καταδίκες και οι οποίες εν συνεχεία παραπέμφθηκαν στο ΕΔΑΔ. Το ΕΔΑΔ πέντε φορές αποφάνθηκε ότι η Ελλάδα παραβίασε το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που εγγυάται την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας.\\
Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι η πίεση στους «εκλεγμένους» μουφτήδες αυξήθηκε εσχάτως, αναφέροντας το παράδειγμα του «εκλεγμένου» μουφτή στην Ξάνθη, ο οποίος καταδικάστηκε το 2017 σε φυλάκιση 7 μηνών με την κατηγορία ότι σφετερίστηκε την αρμοδιότητα του μουφτή, τελώντας την κηδεία μέλους της μειονότητας.
Υπενθυμίζεται, ακόμα, ότι το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε το 2013 νομοθεσία γνωστή ως «νόμος 240 για τον Ιμάμη», που προβλέπει το διορισμό «θρησκευτικών αξιωματούχων / θρησκευτικών διδασκάλων» σε τεμένη, σχολεία και γραφείο μουφτή μέσω μιας επιτροπής επιλογής.
4. Σε επόμενο σημείο, αναφέρεται πως, σε προηγούμενες περιόδους, η ελληνική κυβέρνηση απέλυσε τις Εκτελεστικές Επιτροπές των «Ιδρυμάτων Τουρκικής Κοινότητας Κομοτηνής και Ξάνθης» και άρχισε να διορίζει τα μέλη τους, χωρίς η μειονότητα να έχει λόγο στην κυβέρνηση. Ο λόγος μεταξύ άλλων ήταν ο υψηλός φόρος εισοδήματος και ακίνητης περιουσίας που είχε συγκεντρωθεί στο ίδρυμα, με αποτέλεσμα η ιδιοκτησία του ιδρύματος να υποθηκευτεί λόγω φορολογικών χρεών.
5. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι με το άρθρο 19 του νόμου περί ελληνικής ιθαγένειας του 1955, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, ως επί το πλείστον μέλη της «τουρκικής μειονότητας Δυτικής Θράκης», στερήθηκαν την ιθαγένεια, άρθρο το οποίο καταργήθηκε το 1998, αλλά δεν έγινε καμία ειδική ρύθμιση που να δίνει εκ νέου στα «θύματά» του την ελληνική ιθαγένεια και να ρυθμίζει με αναδρομική ισχύ τα “παράπονα” των μελών της «τουρκικής» μειονότητας.
6. Αναφέρεται επίσης ότι το όριο του 3% που εισήχθη με τροποποίηση του Ελληνικού Εκλογικού Νόμου στις 24 Οκτωβρίου 1990, ισχύει επίσης για ανεξάρτητους υποψηφίους, επομένως η «τουρκική μειονότητα της Δυτικής Θράκης» στερείται εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα αποστολής ανεξάρτητων εκπροσώπων στην ελληνικό κοινοβούλιο.
7. Τα προβλήματα των μελών της «τουρκικής» μειονότητας, που ζουν στα Δωδεκάνησα χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες σύμφωνα με την έκθεση. Όπως και στη «δυτική Θράκη», έτσι και στη Ρόδο και την Κω, τα μέλη της «τουρκικής» μειονότητας περιγράφονται ως «μουσουλμανικοί» πληθυσμοί, ενώ δε γίνονται δεκτές εγγραφές ενώσεων που περιλαμβάνουν τη λέξη «τουρκική» ή «μειονότητα».
Αναφέρεται δε πως στη Ρόδο έκλεισαν το 1972 τρία δίγλωσσα σχολεία, συμπεριλαμβανομένου του ιεροδιδασκαλείου Süleymaniye, και δύο δίγλωσσα στην Κω, συνεπώς δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχολεία στα Δωδεκάνησα, όπου να προσφέρεται εκπαίδευση στα τουρκικά.
Ο μουφτής της Ρόδου συνέχισε να υπηρετεί μετά την «προσάρτηση» της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα το 1947, αναφέρει η έκθεση, προσθέτοντας ότι το γραφείο του μουφτή παραμένει κενό από το 1990. Η «τουρκική» μειονότητα στη Ρόδο στερήθηκε το δικαίωμα να επιλέξει τους ιμάμηδές της και η «τουρκική» μειονότητα, που αναγκάστηκε να πάει σε δημόσια σχολεία, εξαιρέθηκε μεν από τα μαθήματα θρησκευτικών, αλλά στερήθηκε το δικαίωμα να διδαχθεί την ισλαμική θρησκεία.
Παράλληλα με τη διαδικασία «εξάλειψης» της «Διοίκησης Ισλαμικής Κοινότητας», σημειώνεται ότι το ελληνικό κράτος άρχισε να «παρεμβαίνει» σε ιδρύματα που ανήκουν στην «τουρκική» μειονότητα που ζει στη Ρόδο και την Κω, και από το 1967, οι ελληνικές αρχές άρχισαν να διορίζουν εκπροσώπους για τον έλεγχο της διοίκησης της κοινότητας και των ιδρυμάτων.
Επιπροσθέτως, παρόλο που απαγορεύεται η πώληση της περιουσίας του ιδρύματος νομίμως, καταγράφηκε ότι περιουσιακά στοιχεία του Ιδρύματος δωρίστηκαν από τους διορισμένους από τις ελληνικές αρχές διαχειριστές του ή πωλήθηκαν σε χαμηλότερη τιμή από την αξία τους, ενώ απαγορεύτηκε η συμμετοχή μελών της «τουρκικής» μειονότητας σε διαγωνισμούς, προκειμένου να αποτραπεί η αγορά στοιχείων του ιδρύματος από την «τουρκική» μειονότητα. Επισημαίνεται δε ότι τα ιδρύματα με μεγάλα φορολογικά χρέη δεν έχουν την ευκαιρία να επισκευάσουν τα ακίνητα που κατέχουν.
8. Η έκθεση αναφέρει, επίσης, υπό τον τίτλο «Προστασία της Κοινής Πολιτιστικής Κληρονομιάς στην Ελλάδα», ότι υπάρχουν οθωμανικά, ιστορικά μνημεία και τεμένη στη χώρα, πολλά εκ των οποίων δεν μπορούσαν να επιβιώσουν λόγω της έλλειψης των απαιτούμενων συντηρήσεων και επισκευών, προβαίνοντας στα ακόλουθα συμπεράσματα:
- Παρά τα κάποια θετικά βήματα που πραγματοποίησαν οι ελληνικές αρχές τα τελευταία χρόνια, η κοινή πολιτιστική κληρονομιά δεν διατηρείται σωστά στην Ελλάδα. Το Μάρτιο του 2017, το τέμενος του Σουλτάνου Çelebi Mehmet στο Διδυμότειχο, ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της πρώτης οθωμανικής περιόδου, υπέστη σοβαρές ζημιές από πυρκαγιά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ελληνικές αρχές πραγματοποιούν εργασίες αποκατάστασης, αλλά ο χαρακτήρας της πολιτιστικής παρουσίας συχνά δεν επιβιώνει κατά τη διάρκεια αυτών των εργασιών. Οι ελληνικές αρχές δεν καλωσορίζουν την αποκατάσταση ιστορικών οθωμανικών μνημείων σε συνεργασία με τις τουρκικές αρχές, όπως για την αποκατάσταση του τεμένους του Σουλτάνου Çelebi Mehmet.
- Η στέρηση του δικαιώματος διαχείρισης των ιδρυμάτων τους στην «Τουρκική Μειονότητα Δυτικής Θράκης» και στους «Τούρκους» της Δωδεκανήσου επηρεάζει αρνητικά τις προσπάθειές τους να προστατεύσουν τα στοιχεία πολιτιστικής κληρονομιάς τους.
- Τέλος, η απουσία τεμένους σε λειτουργία στην ελληνική πρωτεύουσα, την Αθήνα, και τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Θεσσαλονίκης, προκαλεί την αντίδραση της «τουρκικής» μειονότητας που ζει εκεί. Η Αθήνα είναι η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα χωρίς τέμενος, καταλήγει η έκθεση.