Γράφει η Βούλα Ελευθεριάδου
Ειδικός Παθολόγος
Θεώρησα καλό να κωδικοποιήσω κάποια δεδομένα τα οποία συνέλεξα από άρθρα και αναφορές συναδέλφων που νοσήλευαν ασθενείς με covid-19, τα οποία, θεωρώ πως θα ήταν ωφέλιμα για όλους.
Το γεγονός ότι πρόκειται για έναν νέο ιό που τώρα μαθαίνουμε, προσθέτει συνεχώς πληροφορίες στην φαρέτρα μας, τόσο όσον αφορά την κλινική του πορεία αλλά και την θεραπεία του, μια που συνεχώς δοκιμάζονται καινούρια σχήματα φαρμάκων.
Καταρχάς αρχίζει και γίνεται ολοένα και πιο εμφανές ότι αν και η θνητότητα είναι μεγαλύτερη στις προχωρημένες ηλικίες, παρόλα αυτά η μόλυνση και νόσηση αφορά και μικρότερες ηλικίες με μάξιμουμ τις ηλικίες από 40 ως 65.
Η μόλυνση τείνει να ακολουθεί μια διφασική πορεία, δηλαδή μια πρώτη φάση με πυρετική κίνηση, πονόλαιμο, κεφαλαλγία που υποχωρεί σε λίγες μέρες, ξεγελώντας έτσι τον πάσχοντα, που μπορεί να θεωρήσει ότι επανήλθε. Στα ευαίσθητα άτομα όμως, η νόσος επανέρχεται καθώς ο ιός κατέρχεται στον πνεύμονα και προκαλεί βαριά πνευμονία. Είναι προφανές πως αυτό καταδεικνύει την αναγκαιότητα της παραμονής, υπό περιορισμό επί 14 ημέρου γιατί η νόσος μπορεί να εξελιχθεί σε βάθος χρόνου.
Η πνευμονία μπορεί να οφείλεται είτε στον ίδιο τον ιό, είτε σε επιμόλυνση από βακτηρίδια και έχει ως κλινικά χαρακτηριστικά τον πολύ υψηλό πυρετό, έντονο ξερό βήχα, δύσπνοια και ταχύπνοια. Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη πτώση του κορεσμού του οξυγόνου στο αίμα, γιατί στην ουσία ο ασθενής δεν μπορεί να προσλάβει το οξυγόνο από τον αέρα και ν αποβάλλει το διοξείδιο.
Ο κορεσμός του οξυγόνου μετράται εύκολα με το οξύμετρο.
Η εξέλιξη αυτή αναφέρεται πως είναι σχετικά πολύ γρήγορη, δεδομένο που καθιστά προβληματική την πρόβλεψη της νόσου εξ αρχής, δηλαδή στα περιστατικά τα οποία ακολουθούν την κατ οίκον νοσηλεία. Το ερώτημα το οποίο προκύπτει εδώ και είναι πολύ σοβαρό, είναι αν οι ήπιες περιπτώσεις θα μπορούσαν να νοσηλευτούν κάτω από ιατρική επιτήρηση, με το φόβο της γρήγορης εξέλιξης, σε κάποια ειδική δομή Υγείας, και όχι στο σπίτι.
Αυτή η αντιμετώπιση θα προστάτευε και το φόβο διασποράς, μέσα στην οικογένεια, που είναι υπαρκτός αλλά και μια που ο ίδιος ο ασθενής αδυνατεί να αναγνωρίσει έγκαιρα τα συμπτώματα επιδείνωσης, αφαιρείται πολύτιμος χρόνος.
Θεραπευτικά έως τώρα η οδηγία είναι μόνο η παρακεταμόλη, ως αντιπυρετικό, όμως πολύ σύντομα αναμένουμε επίσημα από την επιστημονική κοινότητα τη χορήγηση ενός σχήματος για τα περιστατικά η οποία θα μπορούσε να αποτρέψει πιθανώς την εξέλιξη της νόσου. Το σχήμα αυτό συνίσταται στη χορήγηση χλωροκίνης και αζιθρομυκίνης που όμως πρέπει να χορηγείται αυστηρά κάτω από ιατρική παρακολούθηση.
Η νόσος δείχνει να έχει μια προτίμηση στους άνδρες, στους καπνιστές, ενώ από τους παράγοντες κινδύνου εξέχουσα θέση έχουν η αναπνευστική ανεπάρκεια, η αρτηριακή υπέρταση (για τα φάρμακα δεν έχει αποδειχθεί κάτι επιβαρυντικό οπότε και δε συνίσταται διακοπή θεραπείας με κανένα τρόπο), ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι και ΙΙ, η στεφανιαία νόσος και η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
Ένας μόνο επιβαρυντικός παράγοντας είναι αρκετός.
Ένα καινούριο στοιχείο καταγράφεται στους παράγοντες κινδύνου και είναι παχυσαρκία ΒΜΙ >32 τείνει να εμφανίζεται σε πολλές των περιπτώσεων. Έχει πλέον περάσει επίσημα στα συμπτώματα τις πρώτες ημέρες η ανοσμία και απώλεια γεύσης.
– Υπάρχουν εργαστηριακά ή κλινικά ευρήματα που θα μπορούσαν διαγνώσουν τη λοιμωξη;
Η κλινική εικόνα της πνευμονίας γενικότερα είναι οικεία για τον γιατρό εφόσον έχει την πολυτέλεια να εξετάσει τον ασθενή έγκαιρα, η ακτινολογική εικόνα και η αξονική σχεδόν χαρακτηριστική. Από την αιματολογική εικόνα επίσης έχουμε έμμεσες ενδείξεις, ώστε να υποθέσουμε τον covid 19, όπως η λευκοπενία, η αυξημένη CRP, αυξημένη φερριτίνη και LDH, αν και δεν είναι ειδικά για τη νόσο.
Προστατευτικά έχει αναφερθεί πως βοηθά η λήψη βιταμίνης C και D ως ενισχυτικά της άμυνας του οργανισμού.
Το TEST, έχει γίνει μεγάλη κουβέντα για το περίφημο TEST και ποιοί πρέπει να το κάνουν.
Η οδηγία ως τώρα είναι σε όσους έχουν σοβαρά συμπτώματα, παρόλα αυτά όμως ενίοτε υπάρχει ένα ικανό ποσοστό ψευδώς αρνητικών περιπτώσεων, δηλαδή γίνεται θετικό μετά από επανάληψη κάποιων ημερών.
Συμπερασματικά, έχουμε συνεχώς νέα δεδομένα και ελπίζουμε ν’ αποδώσουν τα δοκιμαζόμενα θεραπευτικά σχήματα.
Η επάρκεια προστατευτικών υλικών στους ιατρούς και τους νοσηλευτές σ’ όλα τα επίπεδα περίθαλψης, τόσο στο Δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα Υγείας παράλληλα με την ανεύρεση των ύποπτων περιστατικών, ένα γρήγορο τεστ ανίχνευσης θα μπορούσε να βοηθήσει πολύ την επιβίωση των ασθενών και να ελαττώσει την μεταδοτικότητα.