Το προσφυγικό ως υποκατάστατο θερμού επεισοδίου, χρησιμοποιεί η Τουρκία σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην μακροσκελή απόφαση Πολιτικού Συμβουλίου της Κίνησης Ιδεών του πρώην ΥΠΕΞ, Νίκου Κοτζιά.
Το ΠΡΑΤΤΩ αναφέρει ότι «η πίεση πάνω στα σύνορά μας είναι προϊόν πολιτικής επιλογής του ίδιου του Ερντογάν», ασκεί δριμεία κριτική στην κυβέρνηση της ΝΔ ενώ καταλήγοντας τονίζει «χωρίς πατριωτισμό και πρόγραμμα δεν υπήρξε ποτέ αριστερά που να μεγαλούργησε».
Αναλυτικά, η απόφαση Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΡΑΤΤΩ:
«Ζούμε δύσκολες μέρες. Πιθανόν να γίνουν πιο δύσκολες. Χρειαζόμαστε νηφαλιότητα, γνώση και αναστοχασμό, αποφασιστικότητα και δράση. Ζούμε σε μια περίοδο που, για άλλη μια φορά, περιπλέκονται μεταξύ τους σειρά από προβλήματα, τα οποία απαιτούν νέες, συχνά σύνθετες, απαντήσεις. Είναι επείγον να οργανώσει η αριστερά με τρόπο δημοκρατικό, σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο, συζητήσεις για τη διαμόρφωση, διατύπωση και υλοποίηση εναλλακτικών λύσεων, αξιοποιώντας και την εμπειρία από τις μάχες και την πρακτική της.
Ενώπιον μας εξελίσσεται μια σύνθετη και περίπλοκη κρίση, που μπορεί να εξελιχθεί και σε κρίση εθνικής ασφάλειας, δικαίου και ηθικής. Η χώρα, μόλις πριν από λίγο καιρό, βγήκε από την οικονομική-μνημονιακή κρίση και κινδυνεύει να βυθιστεί σε μια νέα πολυσύνθετη κρίση. Συγκρατούμε με προσοχή και ανησυχία τα τελευταία στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία για πρώτη φορά από το 2015 υποχώρησε το ΑΕΠ κατά -0,7%! Πρέπει να προσεχθούν και να μελετηθούν συστηματικά οι οικονομικές επιπτώσεις από αυτές τις κρίσεις, ιδιαίτερα ως προς τον Τουρισμό.
Κατά τη γνώμη του ΠΡΑΤΤΩ θα χρειαστούν ειδικά οικονομικά εργαλεία και μέτρα στήριξης για τις περιοχές που πλήττονται περισσότερο, ιδιαίτερα τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και τον Έβρο.
Ως προς την αντιμετώπιση των κρίσεων κάνουμε στη συνέχεια μια σειρά από προτάσεις. Όμως, καταλήξαμε, ότι η Κεντρική μας Πρόταση, που συνδέεται άμεσα με τα εθνικά μας ζητήματα και τη θέση μας στην ΕΕ και τον κόσμο, που αφορά και το προσφυγικό και την πορεία της οικονομίας, είναι: Η ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΑΣΚΗΣΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΝΑ ΑΣΚΗΣΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑ ΔΙΕΥΡΥΝΕΙ: όπως είναι η εφαρμογή του δικαίου της Θαλάσσης, του Διεθνούς Δικαίου εν γένει. Της υπεράσπισης των δικαιωμάτων, δημοκρατικών και κοινωνικών, των πολιτών της. Των δικαιωμάτων της στην άμυνα και στη διασφάλιση της ασφάλειάς της. Το δικαίωμα σε δημοκρατία, των δικαιωμάτων της στην ΕΕ και όπου αλλού χρειάζεται.
Ως προς τις κρίσεις, οι κυριότερες είναι οι εξής:
Α) Η πρώτη κρίση αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το κυπριακό.
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε το θέμα με τρόπο επιπόλαιο, χωρίς μελέτη και κατανόηση του τι συμβαίνει. Δεν αντιλήφθηκε το που το πάει η Τουρκία και με ποιο τρόπο. Οι συνεχείς επιθέσεις της ΝΔ σε βάρος της εξωτερικής μας πολιτικής τα προηγούμενα χρόνια, την τύφλωσαν και δεν μπορούσε να καταλάβει από τι είχαμε περιφρουρήσει τη χώρα.
Η ΝΔ, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τόπου, έκανε επικοινωνιακό σόου, λέγοντας ότι εκείνη «θα τακτοποιήσει» και «αναπτύξει» τις σχέσεις με την Τουρκία. Δεν είχε καταλάβει τον χαρακτήρα της διακυβέρνησης στην Τουρκία και της εξωτερικής της πολιτικής. Υποτίμησε την επιθετικότητά της. Προσπάθησε λανθασμένα να την κατευνάσει και στο τέλος δεν μπορούσε να κατανοήσει πώς έφτασε εδώ που έφτασε η χώρα εξαιτίας της γραμμής υποχωρητικότητας του Μαξίμου που ενθάρρυνε την άλλη πλευρά.
Στην Ελλάδα τείνουμε, και σε ένα βαθμό είναι λογικό, στην απλούστευση των καταστάσεων και στην αποφυγή σύνθετων απαντήσεων. Αλλά συχνά η ζωή επιβάλει αυτή τη συνθετότητα. Και στην υπόθεση του προσφυγικού, όπως και των ελληνοτουρκικών, υπάρχει ο κίνδυνος απολυτοποίησης και κυριαρχίας είτε του ενδοτισμού, που οδηγεί σε συρρίκνωση τη χώρα, είτε της πολεμοκαπηλείας που οδηγεί σε περιπέτειες και ήττες. Η χώρα πρέπει να πολεμά για την ειρήνη, αλλά να είναι και έτοιμη για κάθε δυσκολία.
Η Τουρκία καταγράφει μια συνεχή φοβία των κυρίαρχων δυνάμεων στην Ελληνική κοινωνία απέναντι στην πολιτική των τριβών που εκείνη ακολουθεί. Εμείς, είμαστε υπέρ της ειρήνης και της φιλειρηνικής λύσης όλων των προβλημάτων. Όμως, υπογραμμίζουμε, ότι δεν είμαστε φιλειρηνιστές διότι νιώθουμε την Ελλάδα αδύναμη, δεν επιδιώκουμε το διάλογο και την κατανόηση από φόβο, αλλά διότι νιώθουμε δυνατοί. Διότι έχουμε μια πολιτική που επέβαλλε στην Τουρκία την συνύπαρξη πάνω σε αρχές και όταν χρειαστεί θα το ξανακάνει.
Η ΝΔ δεν έχει καταλάβει ότι η Τουρκία ξεκινά από την αμφισβήτηση της ελληνικότητας τμημάτων των δικαιωμάτων μας και της κυριαρχίας μας. Ότι στη συνέχεια προσπαθεί να εξουδετερώσει τη χρήση τους και εντέλει να τα εμφανίσει ως δικά της. Αυτά έκανε στα Ίμια, αυτό έκανε στην Κυπριακή ΑΟΖ, αυτό κάνει με το μνημόνιο Λιβύης και Τουρκίας. Η ΝΔ δεν κατάλαβε ότι η Τουρκία κινείται όταν βρει το πεδίο ελεύθερο από διεθνή δεσμά, όταν μπορέσει να βρει κάποια άσχετη παράγραφο από το διεθνές δίκαιο για να την επικαλείται, στρεβλώνοντας την βέβαια, όταν έχει απέναντί της μια ανίσχυρη και ανίκανη κυβέρνηση και, τέλος, όταν έχει την αίσθηση ότι δεν θα έχει ουσιαστικά συνέπειες αν προκαλέσει και πιέσει.
Αντί η κυβέρνηση της ΝΔ να κόψει στην κυβέρνηση της Τουρκίας την όποια φόρα, χασκογελούσε (ποιος ξεχνά τις τοποθετήσεις των ΥΠΕΞ και ΥΠΕΘΑ), έλεγε ότι η πολιτική της Τουρκίας δεν παράγει αποτελέσματα, επί μήνες δεν έπαιρνε κανένα μέτρο. Και όταν άρχισε να καταλαβαίνει, είχε φτάσει πια σε διλήμματα που δεν έπρεπε να αφήσει να οδηγηθεί η χώρα. Διότι σε κάθε αρχή μιας πορείας προς την ένταση, το διακύβευμα είναι χαμηλής έντασης, αντιμετωπίσιμο και αποτρέψιμο. Όταν αυτό δεν γίνει έγκαιρα και έγκυρα, το πρόβλημα μεγαλώνει και στο τέλος κινδυνεύουμε να βρεθούμε στο δίλημμα πόλεμος ή υποχώρηση και κατευνασμός…
Η κυβέρνηση της ΝΔ θα έπρεπε, κάτι που θα έπρεπε να είχε κάνει και εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να μας επιτίθεται, να κλείσει όλους τους κόλπους. Να φτιάξει για όλους γραμμές βάσης. Να επεκτείνει την Αιγιαλίτιδα ζώνη βαθμιαία, εκτός από τα νησιά που εμπίπτουν άμεσα στις διερευνητικές. Να το κάνει και για τα τελευταία, αν δεν υπάρξουν συμφωνίες. Μόνο έτσι, θα μεγαλώσει η Ελλάδα στην διπλή έκταση της Θεσσαλίας. Ταυτόχρονα να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις για τις ΑΟΖ με Ιταλία (χωρίς παραχώρηση «παραδοσιακών» δικαιωμάτων αλιείας), Αλβανία και Αίγυπτο. Ακόμα, να συμφωνήσει με την Κύπρο για κοινή ΑΟΖ. Είναι γνωστό ότι την τελευταία θα την αμφισβητήσει η Τουρκία. Ας το κάνει και ας πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο για τις δύο συμφωνίες που τέμνονται. Για αυτές και μόνο για αυτές. Με αυτόν τον τρόπο θα περιορίσουμε και τη θεματολογία με την οποία θα πάμε στα δικαστήρια. Επίσης, όπως έχουμε υπογραμμίσει, η κυβέρνηση θα πρέπει να διαπραγματευτεί με την Τρίπολη για την παραπομπή της διαφοράς μας στο Διεθνές Δικαστήριο.
Ως προς τη Χάγη, ναι είμαστε υπέρ της παραπομπής της διαφοράς υφαλοκρηπίδας / ΑΟΖ στο ΔΔ. Όμως, αυτή θα πρέπει να γίνει μετά από μελέτη για το πότε είναι η ορθή στιγμή και να αφορά αδιάσπαστα τη γραμμή Αιγαίο-Καστελόριζο. Να μην αποδεχτούμε δε, οποιοδήποτε πρόσθετο ζήτημα, όπως αποστρατιωτικοποιήσεις και τις λεγόμενες γκρίζες ζώνες. Τούτο, διότι η αποστρατιωτικοποίηση δεν αφορά τους Τούρκους, διότι δεν είναι μέρος της συμφωνίας του Παρισιού του 1947 και διότι, όπως οι ίδιοι καταθέσαν στη βουλή τους το 1936, η Ελλάδα ακολουθεί στο θέμα τα νέα δικαιώματα από τη Συνθήκη του Μοντρέ. Η τελευταία αναιρούσε τους περιορισμούς της Λοζάνης.
Η κυβέρνηση δεν έχει την πρόσβαση που είχε η προηγούμενη στη διεθνή κοινότητα, σε διεθνείς και περιφερειακούς θεσμούς. Πολλοί δεν την ακούν καν, διότι τη θεωρούν ακραία εθνικιστική, λόγω της αρνητικής στάσης που κράτησε απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών. Σε ένα βαθμό, δηλαδή, η χώρα πληρώνει τα μικροκομματικά προεκλογικά παιχνίδια της ΝΔ.
Θέλουμε, τέλος, να υπογραμμίσουμε, ότι σε μεγάλο κίνδυνο βρίσκεται και το Κυπριακό. Οι δύο γραμμές, εκείνη της υποχώρησης και εκείνη της διχοτόμησης, ανταγωνίζονται ποια θα κάνει περισσότερο κακό στο όνομα του ρεαλισμού, της πολιτικής του κατευνασμού και των υποχωρήσεων. Στην Ελλάδα υπάρχουν κύκλοι που αυτοπροσδιορίζονται ως «αριστερά» και οι οποίοι συστηματικά υποτιμάνε όποιον έχει άλλη άποψη για το Κυπριακό. Που επιθυμούν την αποσιώπηση των διαφορετικών απόψεων, όπως είναι οι δικές μας, όπως, επίσης, όλων όσοι στήριξαν και προώθησαν τις Πρέσπες στην πράξη. Πρόκειται για μια πρακτική στυγνής λογοκρισίας απέναντι στην πατριωτική αριστερά. Ο Μητσοτακισμός και ο Σημιτισμός τους είναι κατά πολύ πιο συμπαθείς από την πατριωτική-ανθρωπιστική αριστερά.
Β) Η δεύτερη μεγάλη κρίση, που τις τελευταίες μέρες φουντώνει όλο και περισσότερο, είναι αυτή του Προσφυγικού. Η καταπάτηση και ακύρωση στην πράξη της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, καθώς και της συμφωνίας επιστροφών Ελλάδας και Τουρκίας, αποτελούν την καλύτερη απόδειξη ότι οι συμφωνίες αυτές, παρά τις αδυναμίες τους, είχαν άμεση χρησιμότητα.
Όπως στα εθνικά ζητήματα, έτσι και στο προσφυγικό, η κυβέρνηση έδειξε να μην κατανοεί την έκταση, το βάθος, συνολικότερα τη σημασία του προσφυγικού προβλήματος. Ένα πρόβλημα ανθρωπιστικό που πρέπει να αντιμετωπίζεται στη βάση του διεθνούς δικαίου. Δεν κατανόησε, επίσης, ότι η Τουρκική ηγεσία επιδιώκει να χρησιμοποιήσει το προσφυγικό ως υποκατάστατο θερμού επεισοδίου, ως γεωπολιτικό όπλο. Ήταν απροετοίμαστη και για τα δύο. Εδώ που μας έφθασε ορθά πήρε μέτρα, αλλά αυτά αμφιβάλλουμε αν μπορούν να λύσουν το ζήτημα στα νησιά, όπου η μορφολογία και γεωπολιτική τους διαφέρει από εκείνη του Έβρου.
Εμείς, επιμένουμε ότι το προσφυγικό είναι ένας συνδυασμός ανθρωπισμού και σεβασμού στο διεθνές δίκαιο, με σαφή αντίληψη και αντιμετώπιση της γεωπολιτικής διάστασης. Πολλές πολιτικές δυνάμεις απολυτοποιούν τη μία ή άλλη πλευρά, διότι είναι πολιτικά πολύ πιο εύκολο και επικοινωνιακά πιο άμεσα κατανοητό. Η τέχνη μας θα είναι να συνδυάσουμε και τα δύο. Να αποτρέψουμε να πάει η κοινωνία στη βαρβαρότητα και να μη γίνει η χώρα ξέφραγο αμπέλι. Ως χώρα δεν πρέπει να αφήσουμε να γίνουμε αστυνομικό κράτος, αλλά ούτε να περιορίζουμε τον ρόλο της.
Η κρίση στο προσφυγικό έχει να κάνει με την πολιτική της Τουρκίας. Η πίεση πάνω στα σύνορά μας είναι προϊόν πολιτικής επιλογής του ίδιου του Ερντογάν. Πρόκειται για μια προσπάθεια εκβίασης της ίδιας της ΕΕ, η οποία δείχνει έτοιμη να αποδεχτεί τις Τουρκικές σκοπιμότητες. Η ευθύνη της ΕΕ είναι τεράστια ως προς το προσφυγικό. Ανιστόρητα παρουσιάζεται ως ο φορέας πλήρης κατανόησης για τα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας. Αρνητικός είναι και ο ρόλος της εθνικιστικής πτέρυγας της Βουλγαρίας.
Η ουσία του προσφυγικού αυτή τη στιγμή είναι ότι η Τουρκία το χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο θερμού επεισοδίου. Θέλει να οδηγήσει τη χώρα σε υποχωρήσεις. Έχει μετρήσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη και την έχει βρει λίγη και ελαφριά. Χρησιμοποιεί το Προσφυγικό σε βάρος της χώρας, επικαλούμενη, μάλιστα, το διεθνές δίκαιο και τον ανθρωπισμό. Ποιος; Η χώρα που βομβαρδίζει χωριά μέσα στο ίδιο το έδαφός της, στις κουρδικές περιοχές. Που κρατά ηγετικά στελέχη της αντιπολίτευσης στις φυλακές. Που παρανόμως έχει εισβάλει σε Ιράκ και Συρία και διεξάγει τον «δικό της πόλεμο», προκειμένου να κάνει κατοχή εδαφικών ζωνών, όπως έκανε και με την Αλεξανδρέττα στον μεσοπόλεμο. Οι πολεμικές επιχειρήσεις της Τουρκίας είναι μία από τις αιτίες γέννησης του προσφυγικού. Οι επιλογές της κυβέρνησης της, ειδικά αυτήν την περίοδο, κατευθύνει τους πρόσφυγες στα δικά μας σύνορα. Επιδιώκει να πιέσει και να εκθέσει την Ελλάδα, όχι απλά την ελληνική κυβέρνηση.
Σημειώνουμε ότι τα δύο μέτωπα της Τουρκίας, προς Συρία και προς Ελλάδα, αλληλοσυνδέονται. Από τη μια έχει κλείσει με σκληρό τρόπο τα σύνορά της προς την Συρία. Δεν δέχεται πια πρόσφυγες. Από την άλλη, πιέζει τα Ελληνικά σύνορα. Σε αυτή τη «διπλή» κατάσταση έχει συμβάλλει και η Ρωσία. Αφενός πιέζει την Τουρκία και αφετέρου μέσω της τελευταίας πιέζει την ΕΕ.
Ασφαλώς υποστηρίζουμε και στηρίζουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επιθυμούμε την προστασία της ζωής και της υγείας κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Από την άλλη, όμως, είμαστε και πραγματιστές – πατριώτες. Θέλουμε τη σωτηρία των ανθρώπων που είναι πρόσφυγες. Θέλουμε, όμως, και την επιβίωση της χώρας, λαμβάνουμε υπόψη μας τις ανάγκες του ίδιου του λαού μας. Γνωρίζουμε ρεαλιστικά, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να υποδεχτεί τα εκατομμύρια των ανθρώπων που μετακινούνται στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αυτό και να το θέλαμε, να το επιθυμούσαμε, δεν είναι δυνατό να γίνει. Η αριστερά οφείλει να βρει έναν χρυσό κανόνα στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Αν αφήσουμε όλο και πιο πολλούς πρόσφυγες να εισέρχονται στην Ελλάδα, οι πολίτες της θα μετακινούνται όλο και πιο δεξιά, ακροδεξιά.
Να είμαστε σαφείς, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η αίσθηση ότι δημιουργούνται προβλήματα που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει η δημοκρατία και οι θεσμοί της, οδηγούν απευθείας σε γέννηση ακροδεξιών ρευμάτων ή ενίσχυση των υπαρχόντων. Δυστυχώς, η διαλεκτική της ζωής είναι τέτοια ώστε να μη μπορεί να περιοριστεί κανείς στο ερώτημα: με τους «πρόσφυγες» ή ενάντια;
Κατά τη γνώμη του ΠΣ θα πρέπει, τουλάχιστον μεθοδολογικά, να χωρίσουμε το πρόβλημα στα τρία. Η πρώτη πλευρά του προβλήματος αφορά στους πρόσφυγες που βρίσκονται στη χώρα μας. Αυτοί θα πρέπει να ενσωματωθούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε θεσμούς εκπαίδευσης και θέσεις εργασίας. Να μάθουν όλοι ελληνικά, τους νόμους και κανόνες συμβίωσης στην κοινωνία μας. Και να μετακινηθούν από τα νησιά στην ηπειρωτική Ελλάδα, προκειμένου να αποσυμπιεστούν τα πρώτα. Η δεύτερη, αφορά όσους έχουν πληγεί από πολέμους και εμφύλιους. Σε αυτούς, μετά από έλεγχο, θα πρέπει να επιτρέπουμε την είσοδο. Λελογισμένα και ελεγχόμενα. Σε άλλους (οικονομικούς μετανάστες) θα πρέπει να μπει φραγμός. Ιδιαίτερα να μη στέλνουμε μηνύματα σε Πακιστάν, Ιράν, Βόρεια Αφρική και Αφγανιστάν ότι μπορούν να έρθουν εύκολα ως εδώ. Εξάλλου, η κατάσταση έχει αλλάξει από το 2015 και οι άνθρωποι αυτοί θα εγκλωβιστούν, χωρίς προοπτικές και μέλλον, οι περισσότεροι, στη χώρα.
Τέλος, η κυβέρνηση θα πρέπει να κινητοποιήσει ακόμα περισσότερο την ΕΕ για λήψη μέτρων στήριξης της Ελλάδας, υλικοτεχνικά, σε προσωπικό της Frontex και οικονομικά. Μέτρων περιμαζέματος της Τουρκίας, αντί ανοήτως να εκφράζει την αλληλεγγύη της για πόλεμο που διεξάγει σε τρίτες χώρες. Ταυτόχρονα, πρέπει να αυξηθεί ο έλεγχος έναντι των διακινητών και ορισμένων ΜΚΟ που έχουν κάνει επάγγελμα τους την εξαγωγή κέρδους από το Μεταναστευτικό. Αυτό το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό.
Το πρώτιστο και κύριο είναι να κάνει η κυβέρνηση, αλλά και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, συστηματική εκστρατεία εξήγησης ότι το προσφυγικό είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα. Ένα πρόβλημα σχέσεων ΕΕ και Τουρκίας. Να καταπολεμηθούν οι δυτικές αυταπάτες για τον Ερντογάν και ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει το «σάντουιτς των ψυχών». Να καταργηθεί η Συνθήκη του Δουβλίνου και να αντικατασταθεί από μια ρεαλιστική και πανευρωπαϊκή συμφωνία που να αντιστοιχεί στις σημερινές συνθήκες και όχι σε εκείνες που δεν υπήρχαν μεγάλες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές.
Τέλος, χρειάζεται μια συνεχή ηθική και πολιτική «επαγρύπνηση» προκειμένου να μην επιτραπεί οποιαδήποτε προβοκάτσια σε βάρος της χώρας και της κοινωνίας.
Γ) Η τρίτη κρίση είναι εκείνη του υγειονομικού συστήματος και του συστήματος περίθαλψης. Φαίνεται ότι κατά κάποιο τρόπο εισερχόμαστε σε μία περίοδο στην οποία είναι πιθανότερο, απ’ ό,τι στο παρελθόν, να εκδηλώνονται επιδημίες. Η κατάληψη της γης από τον άνθρωπο τον φέρνει σε επαφή με ζώα, τα οποία είναι φορείς ιών που τα ίδια αντέχουν, αλλά μέρος αυτών των ιών μπορούν να μεταδοθούν στον άνθρωπο, είτε δια της τροφής, είτε δια της άμεσης επαφής. Τα χρόνια που πέρασαν, είχαμε νέες επιδημίες, όπως το AIDS, ο SARS, ο Ebola, ο Zika, ο MERS. Μόνο ο SARS γνώρισε πάνω από 50 μεταλλάξεις. Οι επιστήμονες σήμερα εκτιμούν ότι υπάρχουν πάνω από 1.670.000 τέτοιοι ιοί, για τους οποίους δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη, και πολύ λιγότερο προετοιμασία, για την αντιμετώπισή τους.
Η κρίση συνδέεται και με το γεγονός ότι η όλο και μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση της φαρμακοβιομηχανίας οδήγησε στη μονόπλευρη ανάπτυξη της έρευνας για ασθένειες γνωστές και στην πρόοδο της αντιμετώπισής τους με τρόπο κερδοφόρο. Ουσιαστικά, έχει εγκαταλειφθεί η έρευνα για την αντιμετώπιση των προαναφερθέντων ιών. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η αποδιάρθρωση της δημόσιας υγείας και περίθαλψης. Η κυρίαρχη ιδιωτική περίθαλψη δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει, ούτε να οργανώσει την αντίσταση σε εν δυνάμει επιδημίες.
Ένας τρίτος παράγοντας, που επιτείνει τους κινδύνους, είναι η νεοφιλελεύθερη αντίληψη και πρακτική της ΝΔ. Με τη θεώρηση ότι οι αγορές έχουν λύση για όλα, υποτίμησε τον χαρακτήρα της εν δυνάμει επιδημίας. Μίλαγε ανοήτως ότι η χώρα είναι θωρακισμένη όταν γνωρίζει ότι περάσαμε μια δεκαετή συνεχούς πολιτικής λιτότητας, με έλλειψη προσωπικού στην υποχρηματοδοτούμενη υγεία. Στη συνέχεια, προσπάθησε να προσανατολίσει τη λύση του επερχόμενου υγειονομικού προβλήματος στον ρατσισμό και στη ξενοφοβία. Έτσι, δεν έκανε τους απαραίτητους υγειονομικούς ελέγχους στα σύνορα προς τη Δύση και ιδιαίτερα ως προς εκείνους που επέστρεφαν από την Ιταλία. Δεν έλαβε ούτε δείγματα από εκατοντάδες μαθητές σχολείων που επέστρεφαν από εκεί. Η υποτίμηση αυτή είναι προϊόν της επιπολαιότητας με την οποία η κυβέρνηση αντιμετωπίζει όλα τα μεγάλα προβλήματα, δείγμα της ανικανότητάς της να αντιληφθεί το είδος και την έκταση των προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει η Πατρίδα μας.
Η κυβέρνηση δεν φρόντισε να συντονιστεί με τρίτες χώρες που έχουν μεγαλύτερη πείρα στην αντιμετώπιση του COVID-19. Δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία να μελετήσει την κινέζικη και ιταλική πείρα. Με τον ανόητο ισχυρισμό ότι η χώρα «είναι θωρακισμένη», απέφυγε να κάνει τη δουλειά που έπρεπε να κάνει και για αυτό έχει μέγιστη ευθύνη.
Είναι απαραίτητη η ανάπτυξη τις διεθνούς συνεργασίας στο ζήτημα του COVID-19. Η αξιοποίηση της υπάρχουσας πείρας. Η εγκατάλειψη ρατσιστικών και ξενοφοβικών αυταπατών. Η καλύτερη ενημέρωση της κοινής γνώμης και η διασφάλιση των πολιτών με τα απαραίτητα μέσα αυτοπροστασίας τους. Η άμεση έγκριση κονδυλίων για την ενίσχυση σε προσωπικό, μέσα και υλικά των δημόσιων νοσοκομείων και η δημιουργία ειδικών μονάδων για τον COVID-C19 στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Υπογραμμίζουμε, ότι αν επεκταθεί η κρίση του υγειονομικού προβλήματος καθώς και οι άλλες πλευρές της κρίσης, τότε οι πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις θα είναι ιδιαίτερα δραματικές για την υπερχρεωμένη Ελλάδα.
Ισχυρό στοιχείο της πολύπλευρης κρίσης είναι οι τρόποι αντιμετώπισής της από την κυβέρνηση και άλλους παράγοντες. Στο εσωτερικό, η βασική στρατηγική της κυβέρνησης είναι μια πολιτική κοινωνικής ανασφάλειας. Αυτή η επιλογή σημαίνει αυταρχισμό και αστυνομοκρατία και προσπάθεια συγκρότησης ενός προσωποπαγούς τρόπου λειτουργίας της κυβέρνησης. Όχι απέναντι στο έγκλημα, αλλά απέναντι στην κοινωνία και τα κινήματά της. Η ΝΔ τείνει μαζί με τη διαπλοκή, με την υποστήριξη των ΜΜΕ της τελευταίας, στην κατάργηση σειράς κατακτήσεων που χαρακτηρίζουν το ευρωπαϊκό κράτος. Απέναντι σε αυτή την τάση, η δημοκρατική αντιπολίτευση δεν αντιδρά με επάρκεια. Έχει αυτοεγκλωβιστεί στην υπερκατανάλωση του δόγματος της «υπεύθυνης αντιπολίτευσης».
Η κυβέρνηση της ΝΔ αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με έναν ιδιόμορφο δυϊσμό. Αφενός, εμφανίζεται να υποτιμά όλα τα προβλήματα. Είτε διότι τάχα δεν έχουν καμία σημασία και επιπτώσεις πάνω στην Ελλάδα και τις πολιτικές της, είτε διότι, ακόμα και αν έχουν, δεν χρειάζεται η λήψη μέτρων διότι η Ελλάδα τα έχει «ήδη» προετοιμάσει όλα, διότι τάχα η κυβέρνηση «μας έχει θωρακίσει» έναντι πάσας νόσου και κατάστασης. Αφετέρου, χρησιμοποιεί ακραίες αυταρχικές μεθόδους, για να καταστείλει έμπρακτα τη διαφορετική γνώμη.
Η συμπεριφορά της στα νησιά ήταν ενδεικτική. Πρώτα «κτυπάμε» και «μετά συζητάμε». Μόνο που υπέστη μια ουσιαστική πολιτική ήττα, την οποία, μπόρεσε να την καλύψει προσωρινά πίσω από την ένταση στα σύνορα. Εκεί φάνηκε και η έλλειψη εκπαίδευσης τμήματος των χρησιμοποιηθέντων αστυνομικών. Όχι μόνο ως προς την επαγγελματική, αλλά και όσον αφορά την πίστη τους στη δημοκρατία, τον δημοκρατικό τρόπο λύσης των προβλημάτων, της συνείδησης ότι βρίσκονται σε κοινωνική αποστολή. Παρά τον αυταρχισμό που επέδειξαν, χρειάζεται να προσέξουμε το δημοκρατικό κίνημα να μην απορρίπτει συλλήβδην τις προσωπικότητες τους ή να ανάγει κάθε κομμάτι και πρόσωπο, που εργάζεται στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, ως την πηγή του αυταρχισμού και έναν «εν δράσει φασίστα». Κάτι τέτοιο θα πρόκειται για ένα μεγάλο λάθος του δημοκρατικού κινήματος.
Εκείνο που είναι θετικό σε σχέση με τα γεγονότα στα νησιά του ανατολικού και Βόρειου Αιγαίου, είναι ότι τμήματα της αριστεράς –παρά τις πολλές προκαταλήψεις- κατάλαβαν αυτό που λέμε εδώ και καιρό ως ΠΡΑΤΤΩ, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν αριστερά και δεξιά θέματα, αλλά αριστερές και δεξιές απαντήσεις, καθώς και ιεραρχήσεις θεμάτων. Ότι η ασφάλεια, τόσο της πατρίδας, όσο και του πολίτη, ενδιαφέρει κάθε εργαζόμενο. Όλοι θέλουν να νιώθουν ασφάλεια. Να αισθάνονται ότι η οικογένειά τους, τα παιδιά τους δεν κινδυνεύουν από τρίτους και από την γενικότερη ανομία ή την κρατική (αστυνομική) αυθαιρεσία.
Ο αυταρχισμός της κυβέρνησης εκφράζεται σε πολλά επίπεδα. Σε θεσμικό και σε κοινωνικό. Είναι τμήμα αυτού που ο Αριστοτέλης ονόμασε ως «τυραννία» της πλειοψηφίας. Όταν μάλιστα η ΝΔ δεν είναι ούτε αυτό στην κοινωνία, αλλά μόνο στη Βουλή. Εμείς εξαρχής είχαμε μιλήσει για τον τυραννικό της χαρακτήρα.
Γνώμη μας είναι ότι θα είναι χρήσιμο για την αριστερά συνολικά, αλλά και για τη χώρα, η επαναφορά των προτάσεών μας για εκδημοκρατισμό των κρατικών μηχανισμών. Είχαμε προτείνει τον ειδικό νόμο για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της ΕΥΠ, αλλά και των ανεξάρτητων αρχών. Διότι δεν μπορεί να υπάρχουν αυτόνομοι θεσμοί, υπεράνω του συντάγματος και του δημοκρατικού κοινοβουλίου. Είχαμε προτείνει δημοκρατικές διαδικασίες για το δικαστικό σώμα και εκδημοκρατισμό του δικαίου. Σε όλες αυτές τις προτάσεις μας, όπως και σε εκείνη για την εκλογή του Προέδρου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έδωσε καμία σημασία. Σήμερα το πληρώνει όλη η δημοκρατική παράταξη. Όπως, επίσης, πληρώνει την κατάσταση στα ΜΜΕ. Μια κατάσταση αποτέλεσμα των νόμων του καπιταλισμού, αλλά και του οικονομισμού του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν είδε το δημοκρατικό πρόβλημα ως προς τα ΜΜΕ.
Ως προς τα Σκάνδαλα, είχαμε προειδοποιήσει ότι αυτά θα πρέπει να εξετάζονται με σύνεση και μέσα από τους θεσμούς και τις διαδικασίες της δημοκρατίας, μακριά από επικοινωνιακά παιχνίδια. Δυστυχώς, σήμερα βλέπουμε να εξελίσσεται ένα παιχνίδι εντυπώσεων που έχει δύο αρνητικά. Αφενός, αποπροσανατολίζεται η χώρα από τα μεγάλα της καθήκοντα και την αναζήτηση ενός δημιουργικού δρόμου για το μέλλον της. Αφετέρου, από τους θεσμούς της δημοκρατίας δεν βγαίνει καθαρός αέρας. Αέρας δικαιοσύνης και μέτρου. Η δικαιοσύνη δείχνει να έχει πολιτικές σκοπιμότητες και κάποιοι από τους λειτουργούς της, ένα είδος οικογενειακής διασύνδεσης και εξαρτήσεις. Η υποτίμηση, όμως, των θεσμών της δημοκρατίας, η αναξιοπιστία κατά πολλούς της δικαιοσύνης και άλλα πολλά, δημιουργούν έδαφος για μετακίνηση των δύσπιστων και απογοητευμένων πολιτών στα δεξιά/ ακροδεξιά.
Σε αυτό το σημείο μια παρατήρηση: είμασταν και είμαστε υπέρ του κράτους δικαίου. Αυτό σημαίνει ένα κράτος που φροντίζει για δίκαιους νόμους και δίκαιη ερμηνεία / εφαρμογή τους. Σημαίνει, όμως, πριν από όλα στις σημερινές συνθήκες, ότι είναι ένα κράτος που ελέγχει τον εαυτό του, το ίδιο το εσωτερικό του, προκειμένου να λειτουργεί το ίδιο με βάση το δημοκρατικό δίκαιο. Το ίδιο ισχύει και για τις εσωτερικές του δομές και σχέσεις. Στην ουσία, ο αυταρχισμός της ΝΔ καταργεί αυτή ακριβώς τη θεμελιακή πτυχή του κράτους δικαίου, ιδιαίτερα όταν οι αρμοί και μηχανισμοί του δημοσίου καταργούν στην πράξη την ίδια τη δικαιοσύνη, τη δικαιότητα και τη νομιμότητα.
Όλα τα πιο πάνω, έχουν αρνητικές επιπτώσεις τόσο στη δημοκρατία, όσο και στην ανάκαμψη μιας δίκαιης και ισορροπημένης ανάπτυξης της Οικονομίας. Οι πολλαπλές κρίσεις δυσκολεύουν στην επίλυση σοβαρών και θεμελιακών προβλημάτων της Οικονομίας. Επενδύσεις δεν έρχονται, και αν έρθουν κατευθύνονται περισσότερο στην αγορά έτοιμων δομών και επιχειρήσεων, παρά στη δημιουργία νέας παραγωγικής βάσης. Συνεχίζεται ο ουσιαστικός ενταφιασμός της ελληνικής γεωργίας και ακόμα περισσότερο της κτηνοτροφίας. Η εκπαίδευση δεν συμβάλλει στην άνοδο της παραγωγικότητας, αλλά περισσότερο στην ανεργία και, στη συνέχεια, στη μετανάστευση ταλαντούχων νέων.
Τις ίδιες επιπτώσεις έχει ο τρόπος που επιδιώκει να λύσει η κυβέρνηση τα προβλήματα του ασφαλιστικού. Χειρότερα και από τον κάθε άλλο παρά «καλό» νόμο του Κατρούγκαλου. Τα θεμελιακά προβλήματα του τραπεζικού συστήματος και το ισοζύγιο πληρωμών και εμπορίου δεν λύνονται, ενώ η ατμομηχανή του Τουρισμού μπορεί να γνωρίσει, εξαιτίας των πολλαπλών κρίσεων, νέα μεγάλα απρόβλεπτα προβλήματα.
Η κρίση έκανε μια μεγάλη και βαθύτατα άδικη ανακατανομή εισοδημάτων, που σε ένα βαθμό περιόρισε η προηγούμενη κυβέρνηση. Στην κρίση είχαμε και μαζικά φαινόμενα τόσο υποτίμησης του κεφαλαίου, και καταστροφής ενός τμήματός του, όσο και υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης. Φαινόμενα που συνοδεύτηκαν από τη μαζική φυγή εργαζομένων υψηλής και ακριβής ειδίκευσης. Πρόκειται για θεμελιακά προβλήματα που δύσκολα μπορούν να «επιδιορθωθούν». Απαραίτητη είναι η υπεράσπιση και ο εκσυγχρονισμός του κοινωνικού κράτους. Εδώ έχουμε να κάνουμε πολλή δουλειά ακόμα.
Το εκπαιδευτικό σύστημα γνωρίζει ένταση των προβλημάτων του. Η κυβέρνηση της ΝΔ συνέχισε την αποδιοργάνωση της τεχνικής εκπαίδευσης. Μετά τον λανθασμένο νόμο της προηγούμενης κυβέρνησης, που χωρίς καμία προετοιμασία και μεταβατικά μέτρα καθώς και χρονοδιαγράμματα, που δημιουργεί επιπλέον προβλήματα στη δημόσια εκπαίδευση, η κυβέρνηση της ΝΔ υπέταξε την εκπαιδευτική της πολιτική πλήρως στον παραλογισμό των αγορών. Εξίσωσε με τη σειρά της, κάτι πολύ χειρότερο και ποιοτικά αποδιοργανωτικό, από ότι έγινε με την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, τα μεγάλα δημόσια πανεπιστήμια με μικρές ιδιωτικές μονάδες, τα Κολλέγια. Και το έκανε αυτό χωρίς καμία προετοιμασία, έλεγχο, προαπαιτούμενα. Σε λίγο, όλα δείχνουν, θα προχωρήσει και στην ενίσχυσή τους με δημόσια χρήματα.
Συνολικά, η ελληνική οικονομία και κοινωνία κινείται σε μια κατεύθυνση υποχώρησης έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού. Δεν έχει επαρκή εξειδίκευση, παραγωγικότητα, ανάπτυξη σε κλάδους που θα καθορίσουν το μέλλον κάθε χώρας και είχαμε προτείνει σε προηγούμενα κείμενά μας ως ΠΡΑΤΤΩ και τα οποία ήταν εξαντλητικά αναλυτικά σε αυτές τις θεματολογίες.
Η συνολική πορεία της χώρας δεν είναι καλή. Η Ελλάδα και η ελληνική κοινωνία, υποβαθμίζονται ποικιλότροπα και εγκλωβίζονται σε αδιέξοδα. Η πολλαπλή κρίση κινδυνεύει να μας γυρίσει σε καταστάσεις πριν από το 2015. Δύο είναι τα μεγάλα χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι η μεγάλη και γρήγορη φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος των μισθωτών και συνταξιούχων. Και ας μην ξεχνάμε, ότι η φτωχοποίηση διευκολύνει την εγκληματικότητα, ιδιαίτερα αν αφορά τμήματα της κοινωνίας που δεν έχουν μοίρα στον ήλιο, δεν πιστεύουν σε ένα καλύτερο μέλλον και δεν βλέπουν πουθενά μια θετική προοπτική.
Η δεύτερη είναι το σπάσιμο της συμμαχίας Ολιγαρχίας και ΝΔ με τα μεσαία στρώματα. Μια συμμαχία που ήταν περισσότερο υπόσχεση παρά πραγματική πολιτική. Παρά το γεγονός ότι η ΝΔ έκανε αρχικά μια έξυπνη στοχευμένη πολιτική προς συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, δεν έχει δείξει ότι μπορεί να διασφαλίσει την μακρόχρονη συμπόρευση των μεσαίων στρωμάτων με την πολιτική που ακολουθεί, καθώς αυτή εξυπηρετεί κυρίως την Ολιγαρχία.
Δυστυχώς, όμως, όλα τα στοιχεία δείχνουν μια μεγάλη διαφορά από εκείνη την εποχή. Τότε το κύμα έφερνε στην κορυφή την (ριζοσπαστική) αριστερά. Τώρα το κύμα σπρώχνει προς τα δεξιά, ακροδεξιά. Όλα δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει μεγάλα κέρδη. Καταφέρνει, όμως, να συγκρατήσει τις δυνάμεις του, ιδιαίτερα εκεί που τον πρώτο λόγο δεν τον έχουν οι αντίπαλοι του πατριωτισμού. Το ΜΕΡΑ25 δεν το παίρνει στα σοβαρά η πλειοψηφία του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι στις περισσότερες περιοχές της χώρας είναι ανύπαρκτο, πλην Θεσσαλονίκης που έχει μια ολιγομελή ομάδα. Το ΚΙΝΑΛ σε αρκετές περιοχές βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης. Εμείς έχουμε πολιτικά κέρδη, νέες οργανώσεις αλλά και ορισμένες οργανωτικές απώλειες.
Είναι άμεσα αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα προοδευτικό-πατριωτικό, αριστερό-αντιδεξιό μέτωπο προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Όχι, μόνο έναντι της δεξιάς, του τυραννικού καθεστώτος που με αυταρχισμό επιδιώκει να δημιουργήσει, και της υποχωρητικότητάς της απέναντι στις έξωθεν πιέσεις, αλλά κυρίως προκειμένου να διαμορφωθεί μια θετική ατζέντα με ορίζοντα τη ριζοσπαστική αλλαγή αυτής της κατάστασης της χώρας, συνολικά. Της υπεράσπισης και διεύρυνσης του δημοκρατικού ελέγχου κάθε είδους εξουσίας, του κράτους δικαίου και των κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ένα μέτωπο που θα υπερασπιστεί την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδας μας. Τις δημοκρατικές κατακτήσεις και τα κοινωνικά δικαιώματα, με στόχο τη διεύρυνση και των δύο. Μια νέου τύπου οικονομική ανάπτυξη, όπως περιγράφεται σε μια σειρά από κείμενα του ΠΡΑΤΤΩ. Ταυτόχρονα πρέπει να διαμορφώσουμε μια σύγχρονη εθνική – πατριωτική ταυτότητα.
Υπενθυμίζουμε, ότι μια θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στη ΝΔ-Συντήρηση και Αριστερά-Πρόοδο είναι το κοινωνικό κράτος και τα κοινωνικά δικαιώματα. Η ΝΔ κατανοεί τα δικαιώματα μόνο ως ατομικά δικαιώματα στο περιβάλλον της κυριαρχίας της αγοράς και του αυταρχισμού. Εμείς υποστηρίζουμε τα ατομικά δικαιώματα. Τα υπερασπιζόμαστε και παλεύουμε για την διεύρυνσή τους. Αλλά, ταυτόχρονα, θεωρούμε τα κοινωνικά δικαιώματα θεμέλιο ενός κράτους δικαίου, μιας κοινωνίας που είναι κοινωνία, με αλληλεγγύη και ευθύνη.
Προκειμένου να προωθηθεί αυτό το μέτωπο πρέπει να υπάρξει, όπως ήδη έχουμε προτείνει, ένα Κοινό Πρόγραμμα των δυνάμεων της προόδου, της δημοκρατίας, του πατριωτισμού, της οικολογίας. Περιεκτικό και σαφές. Σύντομο και μεστό.
Σε μεταβατικές περιόδους, όπως η σημερινή, όταν μια χώρα έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα του τύπου που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα με την Τουρκία, με τις προσφυγικές ροές, με τη μη ουσιαστική λειτουργία πολλών πλευρών της ΕΕ, οι πολίτες νιώθουν να κινδυνεύει η ταυτότητά τους. Αν δεν παλέψει η αριστερά για έναν προοδευτικό προσδιορισμό αυτής της ταυτότητας, τότε το θέμα θα το καταλάβουν οι «υπερπατριώτες» και οι λύσεις των προβλημάτων της χώρας θα δυσκολευτούν και άλλο. Σε αυτήν την κατεύθυνση λειτουργεί και η αίσθηση όλο και πιο πολλών πολιτών-εργαζομένων και της νεολαίας ότι δεν διαθέτουν δυνατότητα να επηρεάσουν τη ροή των πραγμάτων και της αδυναμίας να αμυνθούν απέναντι σε μια σειρά από εξελίξεις, πριν από όλα όσες αναφέρθηκαν πριν ως στοιχεία των πολλαπλών κρίσεων. Τους διαπερνά η αίσθηση ότι δεν ελέγχουν τις ζωές τους, δεν επηρεάζουν τους θεσμούς και τις πολιτικές και ότι η χώρα μας είναι παραδομένη σε έξωθεν δυνάμεις. Πρέπει να παλέψουμε να κάνουμε εκ νέου την πολιτική ελκυστική. Και αυτό διότι οι πολίτες είναι απαισιόδοξοι, απορριπτικοί και τείνουν στην απαξίωση της πολιτείας, του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων χωριστά.
Σε ένα τέτοιο κλίμα, αν δεν δράσουμε, θα ενισχυθούν οι ακροδεξιές ερμηνείες, θεωρήσεις, αλλά και σειρά από θεωρίες συνομωσίας. Οι τελευταίες εμφανίζουν το ψέμα και την ψεύτικη είδηση ως αλήθεια και το μετατρέπουν σε σταθερό στερεότυπο στη σκέψη των πολιτών. Αυτό το κλίμα οδηγεί, επίσης, στην αποχή των πολιτών από την Πολιτική σκηνή. Όλο και περισσότεροι πολίτες θα αρχίσουν να νιώθουν ότι η συμμετοχή στα κοινά και στην πολιτική πάλη είναι χαμένος χρόνος, ότι δεν αξίζει τον κόπο. Σε τέτοιες καταστάσεις, αν δεν προσέξει η αριστερά, τυφλωμένη από τα δίκαιά της, δεν θα μπορέσει να αντιστρατευτεί μια τάση, που βοηθά στην υποχώρηση της πολιτικής συνολικά, προς όφελος των φορέων μιας ανίκανης και μη φιλολαϊκής πολιτικής. Επίσης, σε μια τέτοια κατάσταση κερδίζουν τα κόμματα του δεξιού λαϊκισμού που έχουν την «ικανότητα» να δίνουν δήθεν «εύκολες και απλές απαντήσεις» σε σύνθετα προβλήματα.
Εμείς θέλουμε τη μάχη των ιδεών και την αντιπαράθεση ουσιαστικών προτάσεων. Πρέπει να δρούμε ενάντια σε όσους θέλουν να επιβάλλουν στην πολιτική ένα στυλ που δεν είναι ορθολογικό. Που δεν είναι νηφάλιο και με επιχειρήματα, αλλά επιδιώκει απλά την εξύβριση ή έστω «απλά» τη μείωση του αντίπαλου και αντί μιας ουσιαστικής πολιτικής, θέλει να επιβάλλει τακτικισμούς, βραχύχρονες επιλογές πίσω από τις οποίες κρύβεται η πραγματική στρατηγική και να κατατροπώσει την άλλη πλευρά χωρίς ηθική, με ψευτοηθικισμούς.
Το Πολιτικό Σύστημα δεν είναι τόσο σταθερό όσο νόμιζαν ορισμένοι. Ιδιαίτερα η ΝΔ έχει αρχίσει και υποφέρει κάτω από τις πολιτικές αντιφάσεις και εσωτερικές αντιθέσεις. Η φθορά της είναι ταχύτερη του αναμενόμενου και μέσα σε μισό χρόνο η εκλογική της νίκη, φαίνεται ως κάτι που συνέβη στο μακρινό παρελθόν. Η πολιτική της είναι ένας συνδυασμός νεοφιλελευθερισμού και αυταρχισμού. Η λαϊκή της πτέρυγα βρίσκεται σε υποχώρηση, σε αντίθεση με την πιο σκληρή δεξιά. Δεν έχει εξωτερική πολιτική. Στην εσωτερική πολιτική ο διάλογος δεν είναι η προτίμησή της. Έχει ξεγυμνωθεί από την αρχική προπαγάνδα περί επιτελικού σχεδίου και «εξαιρετικής» προετοιμασίας για να κυβερνήσει. Η μόνη, ως φαίνεται, προετοιμασία που είχε ήταν η εκ νέου σκληρή λεηλασία του κράτους και η διασφάλιση θέσεων για τους εκλεκτούς της. Αυτό είναι και το μόνο στοιχείο «επιστροφής στην κανονικότητα».
Εκείνο που ξάφνιασε όλους μας ήταν η ανικανότητα που επέδειξε τόσο γρήγορα σε όλα τα μεγάλα προβλήματα, καθώς και ο τρόπος που ξεφτιλίζει τους θεσμούς. Η ΝΔ προς το παρόν φαίνεται να έχει απώλειες (από τα) και στα εθνικά θέματα και στο προσφυγικό, αλλά και στη διαχείριση των μεγάλων προβλημάτων. Μέχρι στιγμής οι απώλειές της πάνε σε ένα μικρό ποσοστό στην Ελληνική Λύση, αλλά κύρια οδηγούνται στην απόσυρση από την πολιτική συνολικά. Θα υποστηρίζαμε, ότι έχει αρχίσει και συσσωρεύεται στην κοινωνία αρνητική ενέργεια απέναντι στη ΝΔ. Και αυτή η ενέργεια πρέπει να μορφοποιηθεί και οργανωθεί.
Μεγαλώνουν εντός της ΝΔ και οι προσωπικές διαφορές και αντιπαραθέσεις, επικαλυμμένες με ιδεολογικά σχήματα, ιδιαίτερα ως προς τα εθνικά. Αυτές οι αντιθέσεις εκφράζουν και τα αδιέξοδα μιας ΝΔ που αποδείχτηκε ότι δεν είχε πρόγραμμα, αλλά μόνο τη στήριξη των ΜΜΕ. Χάρη και στην λανθασμένη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, με πολλά ελλείμματα σε αυτόν τον τομέα. Πιθανό είναι, να υπάρξει τους επόμενους μήνες ένας ανασχηματισμός που η ίδια η επιλογή του θα ενταφιάζει τη θεωρία ότι η πρώτη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν κυβέρνηση αρίστων.
Είχαμε προβλέψει, ήδη από την πρώτη εβδομάδα μετά τις εκλογές, ότι η ΝΔ δεν θα μπορέσει να κρατήσει ενωμένη όλη την Ολιγαρχία. Διότι όσο μάζευε από τον λαό για να «Αποδώσει» σε αυτήν, την είχε βασικά ενωμένη. Αλλά μόλις άρχισε η μοιρασιά, από το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα μέχρι το Ελληνικό βγήκαν στην επιφάνεια οι ισχυρές αντιθέσεις διαφορετικών μερίδων της Ολιγαρχίας. Και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τις διαφορές ΟΣΦΠ και ΠΑΟΚ έδειξε επιπολαιότητα, φόβο, ανικανότητα και αδιέξοδα.
Η αποκαλούμενη Ελληνική Λύση είναι στην πραγματικότητα ένα στήριγμα της ΝΔ και όχι μια κάποια λύση για τους ψηφοφόρους. Ψηφίζει όλη την οικονομική και κοινωνική νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης, ενώ στηρίζει κάθε αυταρχικό μέτρο και συμπεριφορά της. Το μόνο σημείο διαφοροποίησης είναι τα εθνικά και το προσφυγικό. Ζητήματα στα οποία ακολουθεί μια πολιτική μείγμα Χρυσής Αυγής και αντιπολίτευσης των σκληρών δεξιών της ΝΔ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Επιδιώκει αφενός να στηρίζει την πολιτική του κύριου κομματικού εκπροσώπου της Ολιγαρχίας και αφετέρου να έχει κέρδη από τη φθορά της ΝΔ. Να αποτρέπει αυτά να πάνε αριστερά.
Μεγάλη εντύπωση μας έχει κάνει η συμπεριφορά του ΜΕΡΑ25. Πρώτος και κυριότερος στόχος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως η ΝΔ. Ακόμα και αν ήταν κεντρώο κόμμα θα κινείτο διαφορετικά. Περισσότερο και από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν κατανοεί πολλά από τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ενώ διακρίνεται για έναν ισχυρότατο οικονομισμό. Υπάρχει και δεύτερος λόγος που μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Αρνήθηκε την πρότασή μας για τη συγκρότηση ενός μετώπου ενάντια στη δεξιά στροφή της κοινωνίας και την υποβάθμιση της χώρας, με το ψευδές επιχείρημα ότι «δεν κάνει συνεργασίες κορυφών». Μάλιστα, με περίσσια αλαζονεία μας κάλεσε να ενταχθούμε κατά μόνας στον προσυνεδριακό του διάλογο. Ύστερα από μερικές μέρες, αντιγράφοντας με επιπόλαιο τρόπο την πολιτική και τις προσπάθειές / προτάσεις μας, κάλεσε τα άλλα κόμματα της Βουλής σε ένα κοινό μέτωπο για την αντιμετώπιση του ζητήματος των κόκκινων δανείων. Εμάς φαίνεται μας κατέταξε στην «άρνηση της σάπιας πολιτικής κορυφών», αλλά με τα άλλα κόμματα της Βουλής πρότεινε μια τέτοια «σάπια πολιτική κορυφών». Η διγλωσσία και η υποκρισία στο τετράγωνο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μας απάντησε θετικά στην πρότασή μας και είχαμε συνάντηση μαζί του. Αναμφισβήτητα είναι η κύρια δύναμη της αριστεράς και πολύ δύσκολα μπορεί να γίνει κάτι θετικό χωρίς αυτόν. Όμως, ακόμα δεν δείχνει να έχει ξεπεράσει τις πολλαπλές ήττες του καλοκαιριού του 2019.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν σύνολο, και όχι κάθε στέλεχός του, συχνά χαρακτηρίζεται από οικονομισμό και τακτικισμό. Ως προς τις μετεκλογικές εξελίξεις έδειξε να υποτιμά την εξωτερική πολιτική και τη σημασία των εθνικών ζητημάτων. Θεώρησε ότι μετά τις εκλογές, το μέτωπο διαμάχης με τη ΝΔ θα ήταν τα οικονομικά. Όπως απέδειξε η ζωή, από το καλοκαίρι μέχρι σήμερα τα κύρια θέματα ήταν τα εθνικά και το προσφυγικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ ορισμένες στιγμές βρίσκεται σε αδυναμία ή και αμηχανία ως προς τα θέματα αυτά. Ιδιαίτερα το τμήμα του νεοσημιτισμού υποτιμά συστηματικά τα εθνικά θέματα και τον πατριωτισμό που πάντα χαρακτήριζε την αριστερά, όταν προχωρούσε στη διαμόρφωση μαζικού κινήματος. Δείχνει να θέλει να αγνοήσει την εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-8.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κατορθώσει, και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, να κερδίσει το τμήμα της κοινωνίας / λαϊκών στρωμάτων που τείνει να αποσυνδεθεί από τη ΝΔ-διεύθυνση. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα που απαιτεί λύσεις. Είναι φανερό ότι από τη στιγμή που ο εσωτερικός ανταγωνισμός στον ΣΥΡΙΖΑ έχει κυριαρχήσει τον πρώτο χρόνο μετά τις εκλογές, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε το κάρο μπροστά από το άλογο. Τα οργανωτικά πρέπει να εξυπηρετούν την πολιτική, και όχι αντίστροφα. Ο εγκλωβισμός του στα εσωκομματικά του δεν συγκινεί τα λαϊκά στρώματα, ούτε προσελκύει δεξιούς ψηφοφόρους. Δεν είναι τυχαίο, και αυτό φάνηκε στα νησιά του Αιγαίου, ότι τα κινήματα που αναπτύσσονται αυτήν την εποχή είναι περισσότερο αντιδράσεις στις πολιτικές και αντιφάσεις της ΝΔ-Κυβέρνησης, προϊόν αυθόρμητων κινητοποιήσεων, παρά οργανωμένο κίνημα με κάποιο κόμμα να τα εμπνέει. Μπορεί να προκαλεί η φοβική ΝΔ, αλλά ό,τι χάνει δεν έρχεται προς τα αριστερά και αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα.
Στο κεντρικό πρόβλημα της διεύρυνσης ή μη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει απαντηθεί το πολιτικό πρόβλημα. Συχνά αναρωτιέται κανείς αν στόχος είναι η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ σε μέλη, ή η διεύρυνση της γραμμής του. Εκείνο που σίγουρα δεν γίνεται, είναι η αριστερή διεύρυνση της ίδιας της θεματολογίας του. Δεν υπάρχει δε, και από όλες τις πλευρές στο εσωτερικό του, επάρκεια επεξεργασίας πολιτικής. Όσοι πιστεύουν στην αριστερά, και υπάρχουν αρκετοί, ότι η Εξουσία είναι αυτοσκοπός, δεν είναι αριστερά, αλλά παρέες απολίτικων. Χρειάζεται πιο σαφή πολιτική γραμμή από όλους μας. Ταυτόχρονα, όλοι στην αριστερά πρέπει να κατανοήσουν ότι η Αριστερά δεν την φοβάται την εξουσία. Την επιδιώκει προκειμένου να υλοποιήσει το πρόγραμμά της. Δεν αποδέχεται τον καταμερισμό: η δεξιά να παλεύει για την εξουσία και η αριστερά να τσακώνεται για το ποιος έχει δίκαιο.
Γενικότερα τα κινήματα και οι κοινωνικοί φορείς είναι πολύ αδύνατοι και ανάλογα αδύνατη είναι η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, και ακόμα περισσότερο η δική μας, σε σωματεία, συνδικάτα. Τα τελευταία περνούν μια κρίση ταυτότητας που είναι ανάγκη να συμβάλλουμε να οργανωθεί μια παραγωγική-δημιουργική συζήτηση γύρω από αυτά τα προβλήματα. Συνολικότερα, το μαζικό κίνημα είναι αδύναμο. Ο βαθμός οργάνωσης είναι μικρός. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον συντονισμό και τη μαχητικότητα των πιο διαφορετικών τμημάτων του. Το πρόβλημα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σε σειρά τομέων είχε εκτεθεί τα προηγούμενα χρόνια και κατά συνέπεια, δυσκολεύεται να κάνει ουσιαστική αντιπολίτευση.
Ιδιαίτερο μέτωπο είναι τα κόκκινα δάνεια και οι πλειστηριασμοί. Θα πρέπει να απασχοληθούμε πιο συστηματικά με τέτοιου είδους προβλήματα, να τα μελετήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος και να δράσουμε πρακτικά.
Πιστεύουμε ότι χωρίς πατριωτισμό και πρόγραμμα δεν υπήρξε ποτέ αριστερά που να μεγαλούργησε.
Χωρίς ανθρωπισμό και όραμα δεν υπάρχει καν αριστερά.
Είμαστε δέκτες μεγάλου ενδιαφέροντος από τον κόσμο που εκτιμά βαθιά την πολιτική μας στάση, τις πολιτικές και ιδέες μας. Κάναμε σε αυτό το διάστημα πολλές επιτυχημένες εκδηλώσεις. Σε αυτές συγκεντρώθηκε και μας άκουσε σε πολύωρες συζητήσεις χιλιάδες κόσμος. Ακόμα και σε περιοχές που δεν είχαμε παλιά πρόσβαση. Δεκάδες άτομα συνολικά εξέφρασαν γραπτά την πρόθεση ένταξης στο ΠΡΑΤΤΩ. Όπως και εκατοντάδες άτομα μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι φανερό ότι χρειάζονται άμεσα επιπλέον οργανωτικά μέτρα, προκειμένου να ενταχθεί ο κόσμος που είναι δίπλα μας, να οργανωθεί εκείνος που έρχεται κοντά μας και να διακινούμε καλύτερα τα κείμενα με τις πολιτικές μας. Χρειάζεται ακόμα να αναδείξουμε τις θέσεις που διαθέτουμε σε όλες τις θεματικές. Να συνεχίσουμε τις εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα. Να κάνουμε εξόρμηση για τα οικονομικά μας. Να προωθήσουμε την παρούσα απόφαση του ΠΣ του ΠΡΑΤΤΩ.
Για να ισχυροποιηθεί το ΠΡΑΤΤΩ, είναι αναγκαίο να ληφθούν άμεσα μέτρα ως προς τη Δημόσια Παρουσία του, την αξιοποίηση των κοινωνικών δικτύων και τα οργανωτικά.
Εκείνο που σίγουρα πρέπει να συνεχίσουμε, είναι η παραγωγή ιδεών και πολιτικής. Η επιμονή μας στη θέση μας για μέτωπα. Για αντιμετώπιση του Συστήματος και κατονομασία των αντιπάλων της αριστεράς, της προόδου, του δημοκρατικού και πατριωτικού κινήματος. Για την αναβάθμιση της χώρας. Τη δίκαιη ανάπτυξή της. Την περισσότερη δημοκρατία. Ένα ισχυρότερο ΠΡΑΤΤΩ».