Η σωστή και τακτική αξιολόγηση των ματιών, πέρα από τη διαφύλαξη της όρασης και της οπτικής λειτουργίας, μπορεί να αποκαλύψει πολλά για τη σωματική υγεία, καθώς τα μάτια αποτελούν «καθρέφτη» της κατάστασης των αγγείων, των νεύρων και του συνδετικού ιστού σε όλο το σώμα.
Στην πραγματικότητα, οι διαταραχές που μπορεί να εντοπίσει ο οφθαλμίατρος στα μάτια αποτελούν συχνά την πρώτη ένδειξη νόσου που έχει ήδη ή πρόκειται να αναπτυχθεί σε άλλο σημείο του σώματος.
«Ο διαβήτης, η υπέρταση και διάφορα αυτοάνοσα, μολυσματικά ή και σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι μερικές από τις συστηματικές παθήσεις που μπορεί να ανιχνευθούν στη διάρκεια της εξέτασης των ματιών», λέει ο χειρουργός-οφθαλμίατρος Δρ. Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, καθηγητής Οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης, NYU Medical School. «Μάλιστα οι ασθενείς μας συχνά δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από αυτά, ενώ σε μερικές περιπτώσεις η οφθαλμολογική εξέταση αποδεικνύεται σωτήρια».
Όπως εξηγεί, τα μάτια έχουν τους ίδιους ιστούς με τα ζωτικά όργανα του σώματος, ενώ οι νευρικές απολήξεις τους δεν αποτελούν απλώς σημαντικό τμήμα του ευρύτερου νευρικού συστήματος αλλά ουσιαστικά προέκταση του εγκεφαλικού ιστού. Επιπλέον, «όπως το υπόλοιπο σώμα, έχουν πολύπλοκη αιμάτωση, με τη διαφορά ότι τα αιμοφόρα αγγεία τους είναι εύκολα ορατά με απλά όργανα, όπως το οφθαλμοσκόπιο», προσθέτει. «Έτσι, η απεικόνισή τους αποκαλύπτει σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση του αγγειακού συστήματος σε όλο το σώμα (νεφρούς, εγκέφαλο, νευρικό σύστημα, καρδιά). Επομένως, “αντανακλώνται” στα μάτια προβλήματα που μπορεί να αφορούν απομακρυσμένες θέσεις».
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία κλασική ασθένεια που μπορεί να γίνει αντιληπτή πρώτα από τον οφθαλμίατρο, με βυθοσκόπηση. Στη βυθοσκόπηση εξετάζονται το οπτικό νεύρο, η ωχρά κηλίδα στο κέντρο του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, τα αγγεία και η περιφέρεια του αμφιβληστροειδούς. Όταν ένας ασθενής έχει σακχαρώδη διαβήτη, μπορεί να παρουσιάσει διαρροή αίματος ή ορώδους υγρού από τα μικροσκοπικά αγγεία του οφθαλμού (διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια). Αν μάλιστα πάσχει ταυτοχρόνως από αρτηριακή υπέρταση, αυτό είναι ακόμα πιο συχνό.
«Μερικές φορές η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια αναπτύσσεται στα πολύ πρώιμα στάδια του διαβήτη, πριν καν αναγνωριστούν τα παθολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα», λέει ο Δρ. Κανελλόπουλος. «Σε τέτοια περίπτωση δίνεται στον ασθενή η δυνατότητα να ρυθμίσει το σάκχαρό του πριν υποστεί ανήκεστες βλάβες η υγεία του».
Ωστόσο ο διαβήτης δεν είναι η μοναδική ασθένεια που μπορεί να ανιχνευθεί στα μάτια. Η απώλεια της περιφερειακής όρασης, λ.χ., μπορεί να μην αποτελεί σύμπτωμα γλαυκώματος, που είναι η πιο συχνή αιτία της. Ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη προβλήματος στον εγκέφαλο, υποδηλώνοντας ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, τραυματισμό στο κεφάλι, όγκο ή αιμορραγία στον εγκέφαλο.
Μερικές άλλες από τις καταστάσεις που μπορεί να ανιχνευθούν στα μάτια είναι οι εξής:
Ανεύρυσμα εγκεφάλου. Το ανεύρυσμα είναι η διάταση του τοιχώματος ενός αιμοφόρου αγγείου (συνήθως αρτηρίας). Η διάταση εξασθενεί το τοίχωμα και αυξάνει τον κίνδυνο διαφυγής αίματος ή ρήξης του αγγείου. Αν το ανεύρυσμα είναι σχετικά μεγάλο, μπορεί πριν υποστεί ρήξη να πιέζει ιστούς και νεύρα προκαλώντας π.χ. διαστολή της κόρης του ματιού, πόνο πάνω και πίσω από το μάτι, αλλαγές στην όραση ή διπλωπία.
Όγκος στον εγκέφαλο. Μπορεί να αυξήσει την πίεση στον εγκέφαλο (ενδοκρανιακή πίεση) και η αλλαγή αυτή να «μεταδοθεί» στο μάτι. Έτσι, ο οφθαλμίατρος μπορεί, π.χ., να παρατηρήσει αλλαγές στο μέγεθος της κόρης του ματιού ή οίδημα (διόγκωση) στο οπτικό νεύρο.
Καρκίνος. Πολλές μορφές καρκίνου μπορεί να «αποτυπωθούν» στα μάτια. Η λευχαιμία και το λέμφωμα, π.χ., μπορεί να επηρεάσουν την εσωτερική εικόνα των ματιών. Οι καρκίνοι του μαστού και άλλων συμπαγών οργάνων μπορεί να εξαπλωθούν στις οφθαλμικές δομές.
Αρτηριακή υπέρταση. Μπορεί εύκολα να προκαλέσει βλάβες στα μικροσκοπικά αγγεία (αρτηρίδια) του αμφιβληστροειδούς. Στα αρχικά στάδιά της προκαλεί πάχυνση στη μυϊκή στοιβάδα των αρτηριδίων, προσδίδοντάς τους την μορφή «επαργύρωσης ή επιχάλκωσης». Προκαλεί επίσης εκτόπιση των φλεβών από τις αρτηρίες στα σημεία όπου διασταυρώνονται (οι φλέβες «χάνονται» κάτω από τις αρτηρίες). Στα πιο προχωρημένα στάδια αναπτύσσονται μικροαιμορραγίες που μοιάζουν με φλόγες. Η υπέρταση μπορεί επίσης να προκαλέσει απόφραξη στις φλέβες (είναι ύποπτη για επαπειλούμενο εγκεφαλικό επεισόδιο) και πρώιμη έναρξη ή ταχύτερη εξέλιξη οφθαλμοπαθειών, όπως το γλαύκωμα και η εκφύλιση της ωχράς.
Υπερχοληστερολαιμία. Η αυξημένη χοληστερόλη στο αίμα μπορεί να δημιουργήσει κιτρινωπό ή κυανό δακτύλιο γύρω από τον κερατοειδή χιτώνα. Η συσσώρευση λιπωδών ιζημάτων (αθηροσκλήρωση) στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων του αμφιβληστροειδούς αποτελεί ένδειξη αυξημένης χοληστερόλης και μερικές φορές επαπειλούμενου εγκεφαλικού επεισοδίου. Ένδειξη υπερχοληστερολαιμίας είναι και το ξανθέλασμα (κιτρινόλευκες, επίπεδες πλάκες που εμφανίζονται στο πάνω ή στο κάτω βλέφαρο, συνήθως προς την εσωτερική πλευρά του ματιού).
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος. Μπορεί να συνυπάρχει με ξηροφθαλμία. Μπορεί επίσης να προκαλέσει οίδημα (πρήξιμο) στο λευκό τμήμα του ματιού (σκληρός χιτώνας), στην μέση στοιβάδα του ή στα τοιχώματα των φλεβών στον αμφιβληστροειδή χιτώνα.
Πολλαπλή σκλήρυνση. Η πολλαπλή σκλήρυνση (σκλήρυνση κατά πλάκας) μπορεί αρχικά να προκαλέσει φλεγμονή και αργότερα ατροφία στο οπτικό νεύρο και πιθανές βλάβες στα μικρά νεύρα που ελέγχουν τους οπτικούς μυς, προκαλώντας στραβισμό και διπλωπία.
Φαρμακευτικές τοξικότητες. Ορισμένα φάρμακα μπορεί να έχουν τοξικές επιδράσεις στον αμφιβληστροειδή και στο οπτικό νεύρο, με πιο συχνό την υδροξυχλωροκίνη (χορηγείται στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, το λύκο κ.λπ.). Στα ύποπτα συμπτώματα συμπεριλαμβάνονται ερυθρότητα και απολέπιση (ξεφλούδισμα) στα βλέφαρα, κόκκινα μάτια, αίσθημα κνησμού (φαγούρα) στον κερατοειδή και επιπεφυκίτιδα.
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Η σύφιλη, ο έρπης, τα χλαμύδια, η HIV/AIDS λοίμωξη, η βλεννόρροια, τα οξυτενή κονδυλώματα και οι ψείρες των τριχών της ήβης μπορεί να επηρεάσουν διάφορες στοιβάδες των ματιών και συχνά ανιχνεύονται κατά την οφθαλμική εξέταση.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα. Μπορεί να προκαλέσει σκληρίτιδα, δηλαδή φλεγμονή στο λευκό τμήμα του ματιού (σκληρός χιτώνας). Μπορεί επίσης να προκαλέσει ξηροφθαλμία.
Δρεπανοκυτταρική νόσος. Είναι μία γενετική αιματολογική διαταραχή, κατά την οποία μεγάλο ποσοστό των κυττάρων του αίματος (ερυθρά αιμοσφαίρια) έχουν σχήμα δρεπάνων. Προκαλεί πολλές οφθαλμολογικές αλλοιώσεις, από ρήξη τριχοειδών αγγείων στην επιφάνεια των ματιών έως αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς.
Θυρεοειδοπάθειες. Η πρόπτωση των οφθαλμικών βολβών (εξόφθαλμος) είναι συχνή ένδειξη νόσου στον θυρεοειδή αδένα. Συνήθως οφείλεται στον υπερθυρεοειδισμό και κυρίως στη νόσο του Graves. Ωστόσο στο 15% των περιπτώσεων η αιτία είναι ο υποθυρεοειδισμός που προέρχεται από προηγούμενη φλεγμονή (θυρεοειδίτιδα Hashimoto). Ο εξόφθαλμος μερικές φορές συνυπάρχει με ξηροφθαλμία.
«Οι ασθενείς πρέπει να θυμούνται πως τα προαναφερθέντα συμπτώματα δεν οφείλονται υποχρεωτικώς στις παραπάνω παθήσεις, αλλά μπορούν να έχουν και άλλες αιτίες», τονίζει ο Δρ. Κανελλόπουλος. «Ούτε είναι οι παθήσεις που προαναφέρθηκαν οι μοναδικές που έχουν οφθαλμικές εκδηλώσεις. Υπάρχουν και πολλές άλλες όπως η μυασθένεια, το σύνδρομο Sjögren’s, η σαρκοείδωση, η μολυσματική νόσος του Lyme, οι ιώσεις από κορονοϊό, η ανεπάρκεια βιταμίνης Α κ.λπ. Επομένως οι ασθενείς πρέπει να ελέγχουν τακτικά την όρασή τους και, αν εγερθούν υπόνοιες συστηματικού νοσήματος, ο οφθαλμίατρος θα συστήσει έλεγχο από έναν ειδικό».