Την εκτίμηση ότι ο μηχανισμός του τουρκικού Προξενείου Κομοτηνής στήριξε στις πρόσφατες εκλογές για τον Δήμο Κομοτηνής την παράταξη «Κοινωνία Πολιτών» του Γιάννη Γκαράνη, καταθέτει ο Νεκτάριος Δαπέργολας.
Ο πρώην επικεφαλής του «Σπάρτακου» χαρακτηρίζει τη σχέση του τουρκικού Προξενείου με την, πασοκική όπως την αναφέρει, παράταξη της «Κοινωνίας Πολιτών» ως «μεγάλο έρωτα» προσθέτοντας ότι «η συμμετοχή του είναι ενεργά κατοχυρωμένη και η σχέση δοκιμασμένη σε βάθος χρόνου, αειθαλής και πάντοτε εξαιρετικά αποδοτική».
Η εκλογική αποτίμηση του Νεκτάριου Δαπέργολα:
«Και μία συνολική αποτίμηση όσων είδαμε στις δημοτικές εκλογές εδώ στην Κομοτηνή (γραμμένη εσκεμμένα με αρκετή καθυστέρηση, τώρα που έχει κατακαθίσει εντελώς πια και η τελευταία…σκόνη). Απολύτως αναμενόμενη λοιπόν κατ’ αρχάς η επικράτηση της πρώτης παράταξης (που κέρδισε για 3η συνεχόμενη φορά τον δήμο), παρά την κάμψη λόγω της δεδομένης «κυβερνητικής» φθοράς δύο τετραετιών, της εκούσιας αποχώρησης του νυν δημάρχου Γιώργου Πετρίδη (μεγάλο πλήγμα αναμφίβολα η απουσία του), αλλά και της διαρροής κάποιων ψήφων προς παλαιότερο επικεφαλής της ίδιας ουσιαστικά παράταξης (και πρώην δήμαρχο) που κατέβασε δικό του συνδυασμό.
Ο ήδη υπάρχων όμως καλοστημένος κι οργανωμένος μηχανισμός (οργανωμένος όχι μόνο σε στελέχωση προσώπων από ένα αρκετά ευρύ πολιτικοκοινωνικό φάσμα, αλλά και ως μηχανισμός νομής εξουσίας και κονδυλίων), μαζί με την καθοριστικότατη μειονοτική ψήφο έκαναν και πάλι τη δουλειά. Ευνοήθηκε πάντως βέβαια η νικήτρια παράταξη και από την αποχή (46%), που ήταν αυξημένη σε σχέση με το 2014 (40%), όπως και από τα επίσης αυξημένα λευκά/άκυρα. Όλα αυτά λειτουργούν πάντα υπέρ της πρώτης παράταξης και αυτά πρέπει πρωτίστως να μειώσει όποιος θέλει να κάνει ανατροπή δεδομένων, για να πάρει ένα δήμο (πόσο δε μάλλον τόσο δραματική ανατροπή δεδομένων που απαιτείτο στην Κομοτηνή, δεδομένης της χαώδους διαφοράς 56,11% έναντι 19,68% των δύο πρώτων παρατάξεων στις εκλογές του 2014).
Η αύξηση της αποχής ήταν σε βάρος λοιπόν όλων των παρατάξεων της αντιπολίτευσης και αποτελεί αδιαμφισβήτητο τεκμήριο της αδυναμίας τους να πείσουν ή έστω στοιχειωδώς να εμπνεύσουν το εκλογικό σώμα. Τη δεύτερη Κυριακή, η πρωτιά ασφαλώς δεν μπορούσε να χαθεί (ακόμη και με πολύ μικρότερη διαφορά δεν θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, καθώς οι πλείστοι από τους ψηφοφόρους των μικρότερων παρατάξεων ούτως ή άλλως αναμενόταν πως θα απέχουν, όπερ και εγένετο), τα πιο δύσκολα όμως ξεκινούν τώρα. Με τα περισσότερα προβλήματα της πόλης πάντοτε ανοιχτά, με τις ευρύτερες συνθήκες υποχρηματοδότησης να επιδεινώνονται και χωρίς καν πλειοψηφία πλέον στο νέο δημοτικό συμβούλιο (18 στις 41 έδρες), ο νέος δήμαρχος Γιάννης Γκαράνης θα έχει από τον Σεπτέμβριο μπροστά του δρόμους αρκετά ακανθώδεις για να διαβεί.
Απογοητευτική αναμφισβήτητα η εικόνα της δεύτερης παράταξης (καθώς ομολογώ πως περίμενα μικρότερη τη διαφορά την πρώτη Κυριακή). Ναι μεν ανέβασε αρκετά τα ποσοστά της σε σχέση με το 2014, αλλά σε καιρούς που το κόμμα στο οποίο πρόσκειται ετοιμάζεται να κυβερνήσει, που η διοικούσα δημοτική παράταξη αντιμετώπιζε (θεωρητικά τουλάχιστον) ζητήματα αναπροσαρμογής στα νέα δεδομένα και που οι μικρότερες παρατάξεις αναμένονταν πεσμένες (για εσωτερικούς τους πρωτίστως λόγους), το 31,95% του Αντώνη Γραβάνη, έναντι του 44,39% του πρωτεύσαντος Γκαράνη, μόνο ως αποτυχία μπορεί να θεωρηθεί.
Μια φανερή αιτία υπήρξε η στελεχιακή ένδεια (όχι κατ’ ανάγκην τόσο ποιοτικά, όσο από πλευράς κοινωνικής εμβέλειας και συνεπώς ικανότητας προσέλκυσης ψηφοφόρων – γιατί ως προς το πρώτο δεν νομίζω ότι και η νικήτρια παράταξη ούτως ή άλλως υπερτερεί ιδιαίτερα). Επίσης ο κακός σχεδιασμός και η αποξένωση με άλλους ενδοκομματικούς κύκλους της πόλης (δεδομένες παντού εξάλλου – άρα και στην Κομοτηνή – οι νεοδημοκρατικές αυτοκαταστροφικές τάσεις) έπαιξαν σαφώς τον ρόλο τους, μαζί φυσικά και με την αδυναμία (παρά τις προθέσεις και τις απόπειρες) προσέλκυσης του ελεγχόμενου/κατευθυνόμενου μέρους της μειονοτικής ψήφου: τα προξενικά παιχνίδια μπορεί σε επίπεδο Περιφέρειας να αλληθώρισαν (μέχρι… στραβισμού ειδικά τη 2η Κυριακή) προς την επίσημη ΝΔ, στα επίπεδα του Δήμου Κομοτηνής όμως, όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο, παρέμειναν προσηλωμένα εκεί που τα γνωρίζουμε από τότε – κυριολεκτικά – που θυμόμαστε τον εαυτό μας. Και για να το θέσω πιο κομψά: ακόμη κι αν «λίγα ψίχουλα αγάπης» τα μοιράζεις και αλλού για λόγους τακτικής, τους… μεγάλους όμως έρωτες δεν τους προδίδεις εύκολα.
Θυμίζω ότι μόλις είδαμε την 7η νίκη της (πασοκικής επί το πλείστον) νικήτριας παράταξης στις τελευταίες 8 εκλογικές αναμετρήσεις από το 1990 και εξής (ενώ και η μοναδική ήττα το 2006 ήταν οριακή και οφειλόταν κυρίως σε πολιτική αυτοκτονία). Ποιος ο λόγος άραγε να ρισκάρεις, ως Προξενείο, με νέες κι αβέβαιες… ερωτικές περιπέτειες, από τη στιγμή που ο ισχυρός μηχανισμός συνεχίζει να λειτουργεί καλά, η συμμετοχή σου σε αυτόν είναι ενεργά κατοχυρωμένη και η σχέση δοκιμασμένη σε βάθος χρόνου, αειθαλής και πάντοτε εξαιρετικά αποδοτική; Απολύτως κανείς. Και, ως γνωστόν, οι κινήσεις των παιδιών από την οδό Ιώνων προσπαθούν να είναι πάντοτε σχεδόν μηδενικού ρίσκου.
Όσον δε αφορά τέλος τις υπόλοιπες δημοτικές παρατάξεις, απολύτως φυσιολογική η εκλογική τους εικόνα. Για κάποιους – πέρα φυσικά από την αφόρητη τιποτολογία και την πλήρη αδυναμία διατύπωσης κάποιων απόψεων που να παρεκκλίνουν έστω και εικονικά από τις κυβερνητικές θέσεις – η βασική αιτία της πτώσης ήταν η αναμενόμενη (για ευρύτερους πολιτικούς λόγους) μείωση της κατευθυνόμενης προς αυτούς ροής της μειονοτικής ψήφου (ή ίδια ψήφος ήταν άλλωστε που τους είχε εκτοξεύσει το 2014 σε υπερδιπλάσια νούμερα από το σύνηθες 4-5%).
Για κάποιους άλλους – και με δεδομένη την ακατανόητη απόπειρα επαναφοράς και παλινόρθωσης προσώπων και πρακτικών ενός εντελώς παρωχημένου πλέον παρελθόντος, αλλά και την έκδηλη στελεχιακή τους ανεπάρκεια, η εκλογή 3 συμβούλων αποτελεί ξεκάθαρη επιτυχία (δεν πρέπει να ξεχνάμε ωστόσο ότι οι συνθήκες ήταν πραγματικά πρωτόγνωρα ευνοϊκές, λόγω του νέου εκλογικού νόμου που κυριολεκτικά τους «διέσωσε»), σε ένα εγχείρημα πάντως χωρίς νόημα και σίγουρα χωρίς και περαιτέρω προοπτική.
Για κάποιους άλλους πάλι, οι συνθήκες ήταν επίσης εξαιρετικά ευνοϊκές, όχι μόνο λόγω του «Κλεισθένη» που επίσης τους… έσωσε (με τον «Καλλικράτη» είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα κατάφερναν επίσης να σχηματίσουν καν ψηφοδέλτιο), αλλά και εξαιτίας όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω: με τις δύο μεγαλύτερες παρατάξεις να αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα θέματα, κυρίως χωρίς τον Πετρίδη απέναντι, αλλά και με τον ΣΥΡΙΖΑ σε αποδρομή, η ευκαιρία θα μπορούσε να θεωρηθεί ίσως και ιστορική για κάτι αρκετά μεγαλύτερο. Η ευκαιρία όμως χάθηκε παταγωδώς και, αντί της εκτόξευσης, ήρθε η καθίζηση – που ακριβώς λόγω των ευνοϊκών συνθηκών δεν ήταν απλώς καθίζηση, αλλά εκκωφαντική αποτυχία.
Ορατοί φυσικά και εδώ οι λόγοι – ή για την ακρίβεια μερικοί από τους λόγους (δεν χρειάζεται να αναφερθώ στους υπόλοιπους): τραγικές σε βάθος χρόνου επιλογές, στελεχιακή ένδεια που διευρύνθηκε, ξεκάθαρη ανεπάρκεια ουσιαστικού αντιπολιτευτικού λόγου (έως τον συχνό εκτροχιασμό σε αστείες αντιπολιτευτικές τακτικές κυρίως για το θεαθήναι), εμμονικές προσκολλήσεις σε συγκεκριμένα θέματα, αλλά πάνω απ’ όλα: πρωτοφανής έπαρση, ματαιοδοξία, απουσία ακόμη και εικονικής στοιχειώδους σεμνότητας (έστω για τα προσχήματα), σνομπισμός, πλήρης ανικανότητα προσγείωσης και αυτοκριτικής.
Όμως με εκστρατείες εγωπαθούς αυτοπροβολής, κενολογίες αυτοδικαίωσης, μουσολίνεια συμπλέγματα, μεταθέσεις των ευθυνών πάντοτε στους άλλους (και ποτέ στους εαυτούς μας), ειρωνείες κι επιθέσεις στους συμπολίτες (που δεν μπορούν να καταλάβουν το πόσο… σπουδαίοι είμαστε), εξυπνακισμούς κι επικοινωνιακά παπατζιλίκια, δουλειά δεν γίνεται. Εφεξής ίσως να είναι πλέον λίγο πιο προσεκτικοί. Αν και ομολογουμένως ο τρόπος διαχείρισης της ήττας και αντιμετώπισης της επόμενης μέρας, ήδη δείχνει ξεκάθαρα να προδιαθέτει ακριβώς για το αντίθετο…».