Οι κ.κ. Στέφανος Μακρυγιάννης και Δήμητρα Λιουλιάκη καταθέτουν τις απόψεις τους για το πρόγραμμα εισαγωγής νηπιαγωγού συνεργάτη από τη μειονότητα στο δημόσιο νηπιαγωγείο
Τις απόψεις τους για το πιλοτικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) σχετικό με την εισαγωγή νηπιαγωγού συνεργάτη από τη μειονότητα στο δημόσιο νηπιαγωγείο καταθέτουν οι κ.κ. Στέφανος Μακρυγιάννης και Δήμητρα Λιουλιάκη.
Ο πρόεδρος και η ταμίας αντίστοιχα του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Ροδόπης «Οι Τρεις Ιεράρχες», εκλεγμένοι στο Δ.Σ. με την Ανεξάρτητη Ριζοσπαστική Παρέμβαση, ζητάνε την απόσυρση του προγράμματος και την έναρξη διαλόγου από μηδενική βάση με όλους τους εκπαιδευτικούς φορείς για την χρήση των μητρικών γλωσσών.
Αναλυτικά, στην κοινή τους τοποθέτηση σημειώνουν:
«Ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών ΠΕ Ροδόπης εδώ και ένα χρόνο ζητά ουσιαστικό διάλογο για το ζήτημα της υποστήριξης φοίτησης των νηπίων της μειονότητας στο δημόσιο νηπιαγωγείο. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης και του ΙΕΠ το αδιέξοδο που έχει επέλθει καθώς προχώρησαν με διαδοχικές υπουργικές αποφάσεις στην επιβολή ενός κατά τα άλλα πιλοτικού προγράμματος, που ορίζεται ως έρευνα δράσης, δηλαδή ως πείραμα, χωρίς τη συναίνεση των εμπλεκόμενων οικογενειών και των εκπαιδευτικών. Οι επαναλαμβανόμενες στάσεις εργασίας στα νηπιαγωγεία ήταν το έσχατο μέσο που είχε το σωματείο μας.
Καμιά ενημέρωση των γονέων δεν πραγματοποιήθηκε από το ΙΕΠ ή τη Διοίκηση της Εκπαίδευσης ούτε ζητήθηκε πρόθεση συμμετοχής από τους συλλόγους διδασκόντων των νηπιαγωγείων όπως γίνεται σε όλα τα πιλοτικά προγράμματα.
ΙΕΠ και Υπουργείο Παιδείας δηλώνουν πως επιθυμούν να στηρίξουν τη φοίτηση των νηπίων της μειονότητας σε νηπιαγωγείο και δημοτικό με την εισαγωγή νηπιαγωγού συνεργάτη από τη μειονότητα στο δημόσιο νηπιαγωγείο. Αντιφατικά ωστόσο διατηρούν σε ισχύ τις διατάξεις του ν.4310/2014 με τις οποίες απαγορεύεται στους δασκάλους ΠΕ70 που προέρχονται από τη μειονότητα η εργασία στο ελληνόγλωσσο πρόγραμμα των μειονοτικών σχολείων!
ΙΕΠ και Υπουργείο Παιδείας επιλέγουν να επιβάλουν ένα πιλοτικό πρόγραμμα σε 6 νηπιαγωγεία και αγνοούν την έλλειψη δημόσιων νηπιαγωγείων σε αρκετούς οικισμούς. Δηλαδή η μειονότητα για την οποία υποτίθεται φροντίζουν δεν έχει καν πρόσβαση παντού σε δημόσιο νηπιαγωγείο ενώ αποτελεί κοινή παραδοχή ο θετικός ρόλος του στην κοινωνικοποίηση των νηπίων και στην ομαλή συνέχεια της σχολικής τους ζωής στο δημόσιο ή το μειονοτικό δημοτικό σχολείο.
ΙΕΠ και Υπουργείο Παιδείας παραβλέπουν πως υπάρχουν νηπιαγωγοί που υπηρετούν επί χρόνια έχοντας οικοδομήσει σχέσεις επικοινωνίας και εμπιστοσύνης με τις τοπικές κοινότητες, που γνωρίζουν να μιλούν και σέβονται τις μητρικές γλώσσες και τον πολιτισμό των νηπίων και επιμορφώνονται με δική τους πρωτοβουλία σε αυτές για την καλύτερη επικοινωνία με τα νήπια και τις οικογένειές τους. Το πιλοτικό πρόγραμμα εστιάζει σε επιμόρφωση μόλις 6(!) νηπιαγωγών ενώ είναι αίτημα των εκπαιδευτικών η επιμόρφωση όλων σε ζητήματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης που θα περιλαμβάνει και τις μητρικές γλώσσες της μειονότητας.
Το πρόγραμμα αναπαράγει το μοντέλο του σχολείου της αγοράς με αποσπασματική κάλυψη των μορφωτικών αναγκών, με έναρξή στο τρίτο τρίμηνο της σχολικής χρονιάς σε νηπιαγωγεία που άγνωστο είναι πως επιλέχθηκαν. Ταυτόχρονα δεν υπάρχουν διαθέσιμες νηπιαγωγοί για κάλυψη κενών που προκύπτουν από ασθένειες λόγω των περιορισμών στις προσλήψεις!
Εισάγονται σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου (μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών) και συνδέεται ο μισθός της συνεργάτιδας νηπιαγωγού με αξιολογικούς μηχανισμούς. Η είσοδος εκπαιδευτικού – ελεύθερου επαγγελματία στο δημόσιο σχολείο είναι το πρώτο βήμα για τη μεταφορά των προσλήψεων σε φορείς εκτός Υπουργείου Παιδείας και την πλήρη καταστρατήγηση των πινάκων προσλήψεων. Δηλαδή επεκτείνεται μέσω ενός προγράμματος το μοντέλο του ελαστικά εργαζόμενου που αποτελεί στόχευση των υπερεθνικών οργανισμών (ΕΕ, ΟΟΣΑ) και του κεφαλαίου για τη δημόσια εκπαίδευση, στόχευση που υπηρετείται από την παρούσα και τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά έχει ανατραπεί έως τώρα από τους αγώνες του εκπαιδευτικού και εργατικού κινήματος.
Αναμφισβήτητα τα δημόσια νηπιαγωγεία υποδέχονται τα νήπια της μειονότητας σε ένα περιβάλλον αλλόφωνο σε σχέση με αυτό του σπιτιού ή της γειτονιάς τους, σε ένα χώρο όπου το πρώτο διάστημα παρατηρούνται δυσκολίες στην επικοινωνία νηπίων – οικογενειών με τις νηπιαγωγούς.
Το φαινόμενο γίνεται εντονότερο λόγω των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και της απουσίας μόνιμων διορισμών καθώς αρκετά νηπιαγωγεία στελεχώνονται από αναπληρώτριες που την επόμενη χρονιά βρίσκονται σε άλλη περιοχή της χώρας με αποτέλεσμα να διακόπτεται η συνέχεια στην επικοινωνία τοπικής κοινωνίας – νηπιαγωγού. Αντίθετα το φαινόμενο αμβλύνεται ή και εκλείπει όπου υπάρχει μονιμότητα και αυτοεπιμόρφωση των νηπιαγωγών είτε όπου μειονότητα και πλειονότητα έχουν αναπτυγμένες επαφές και εκτός σχολικών χώρων ώστε στοιχεία των «άλλων» γλωσσών και πολιτισμών να έχουν προσληφθεί από τα νήπια και των δύο κοινοτήτων πριν ακόμα φτάσουν στην ηλικία φοίτησης σε νηπιαγωγείο.
Ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών ΠΕ Ροδόπης και η 86η Γενική Συνέλευση της ΔΟΕ αναφέρουν χαρακτηριστικά στις αποφάσεις τους:
«Για τη στήριξη της χρήσης των μητρικών γλωσσών ως γλωσσών στήριξης διεκδικούμε αύξηση της οργανικότητας σε νηπιαγωγεία όπου φοιτούν νήπια της μουσουλμανικής μειονότητας ή γενικά νήπια με μητρική γλώσσα άλλη από την ελληνική. Η αύξηση της οργανικότητας θα στηρίζεται πάντα σε προσλήψεις νηπιαγωγών απόφοιτων ΤΕΑΠΗ μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων που θα έχουν προσληφθεί κεντρικά από το Υπουργείο Παιδείας και με ενιαίο τρόπο (όπως όλοι/ες οι νηπιαγωγοί), για τη διευκόλυνση της παιδαγωγικής πράξης».
Είναι απαραίτητο στο περιβάλλον και το αναλυτικό πρόγραμμα του δημόσιου δωρεάν νηπιαγωγείου να βρεθεί χώρος, θέση και χρόνος για τις μητρικές γλώσσες και τον πολιτισμό της μειονότητας. Η ανάπτυξη χρήσης της ελληνικής σαν δεύτερης γλώσσας και η κατάκτηση κάθε άλλης δεξιότητας μπορεί να ενισχυθεί από τη χρήση της μητρικής γλώσσας ως γλώσσας στήριξης.
Ρατσιστικές, εθνικιστικές και συντηρητικές απόψεις που προκρίνουν αφομοιωτικές εκπαιδευτικές πολιτικές και/ή αντιτίθενται στη χρήση των μητρικών γλωσσών στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης είτε εκπαιδευτικές πολιτικές απομόνωσης και διαχωρισμού μειονότητας – πλειονότητας δεν έχουν επιστημονικές και παιδαγωγικές βάσεις ενώ επιπλέον έχουν αποτύχει ιστορικά. Η εκμάθηση και η χρήση της μητρικής γλώσσας ως μέσου διδασκαλίας είναι καλά κατοχυρωμένο εκπαιδευτικό μειονοτικό δικαίωμα στο ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο.
Το Υπουργείο Παιδείας λοιπόν εάν θέλει να στηρίξει όντως τη φοίτηση των νηπίων της μειονότητας χωρίς υποσχέσεις και αποσπασματικά προγράμματα μπορεί να ακολουθήσει συγκεκριμένα βήματα:
Να μειώσει το μέγιστο μέγεθος τμήματος στα 15 νήπια, να λειτουργήσει όλα τα αναγκαία δημόσια νηπιαγωγεία για τη δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή – εκπαίδευση και να ιδρύσει τις αντίστοιχες οργανικές θέσεις για αυτό.
Να πραγματοποιήσει μαζικούς μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών με κριτήρια πτυχίο και προϋπηρεσία που βάσει των στοιχείων των σημερινών πινάκων θα συμπεριλάβουν και νηπιαγωγούς της μειονότητας που εργάζονται αναπληρώτριες ανά την Ελλάδα ή περιμένουν άνεργες (τέτοιες μάλιστα είναι και οι συνεργάτιδες νηπιαγωγοί του πιλοτικού προγράμματος του ΙΕΠ).
Να υλοποιήσει πρόγραμμα εθελοντικής και εντατικής μαζικής επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σε ζητήματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης που μπορούν να περιλαμβάνουν ενδεικτικά αντικείμενα όπως η εκμάθηση των μητρικών γλωσσών και η χρήση τους ως γλωσσών στήριξης και εμβάθυνσης.
Να αποσύρει τώρα το πρόγραμμα του ΙΕΠ και να ξεκινήσει διάλογο από μηδενική βάση με όλους τους εκπαιδευτικούς φορείς για την χρήση των μητρικών γλωσσών.
Οι εκπαιδευτικοί της Ροδόπης, οι εκπαιδευτικοί της τάξης και της πράξης, έχουμε πολλές προτάσεις προς συζήτηση, προτάσεις που η αναλυτική παρουσίασή τους υπερβαίνει τη δήλωση αυτή».
[TheChamp-Sharing]