Τα σκαμπανεβάσματα του καιρού, τον φετινό Απρίλη, μας κρατούν ακόμη πίσω στις πασχαλιάτικες δουλειές μας. Βάλθηκε, βλέπετε, να δικαιολογήσει τη φήμη του, «Απρίλτς κι αν εκαταπράεσεν, απρινάρευτος ’κ’ εξέβεν», δηλαδή ακόμη και αν μαλάκωσε ο Απρίλης δεν έφυγε χωρίς πρινάρια. Πάντα όμως του συγχωρείς τα σκέρτσα του, γιατί «Απρίλην έβρεξεν και το κοκκίν έστρωσεν. Ας χαίρεται πολλά τ’ αμπάριν π’ ευκαιρώθεν» όπως έλεγαν οι παλαιοί, θέλοντας να τονίσουν πόσο ευεργετικές είναι οι σιγανές βροχές του Απρίλη για τα σπαρτά.
Καλή η βροχούλα σου Απρίλη μου, όμως εμείς αύριο θα ψάλλουμε τα κάλαντα των Βαΐων και με βάζεις σε σκέψεις. Στέκομαι στο παράθυρο και «νουνίζω», αν δεν σταματήσει, θα είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που «’κι θα επορούμε να βαϊζομε». Η βροχή συνεχίζει ακάθεκτη, «Θεού δουλείας» και η γη αχόρταγη ρουφάει το νερό που της προσφέρεται. Είναι όμορφο να την ακούς και να τη βλέπεις να πέφτει σιγανά, να σχηματίζει μικρά ρυάκια και να αναδύει το άρωμα της από το ποτισμένο χώμα. Και έτσι μαγικά, με όχημα τις αισθήσεις, η μνήμη αρχίζει να θυμάται, να τρέχει σαν το νερό της βροχής πίσω στο χρόνο και σταματά εκεί στην παιδική ηλικία. Εκεί που οι αισθήσεις ακούν, βλέπουν, μυρίζουν, αγγίζουν και γεύονται και έτσι με καθαρή καρδιά και άδολη αγάπη αποθηκεύουν τα υλικά με τα οποία θα χτιστεί το μέλλον.
Ναι θυμάμαι, θυμάμαι μυρωδιές από λουλούδια κάθε λογής, ανακατεμένες με την ευωδιά, που προκλητικά ξεχύνονταν από τους φούρνους του χωριού, που έψηναν «κερκέλια», το Σάββατο του Λαζάρου. «Έναν καρσάν κερκέλε, εποίναμε ατό την ημέραν. Εδίναμε τα μωρά που εβάιζαν την Κερεκή των Βαΐων και όλεν την Μεγάλη Εβδομάδα που έτον νεστεία, απ’ ατά έτρωγαμε. Όλ’ ’ς σο χωρίο εποίνανε κερκέλε» λέει και αναστενάζει νοσταλγικά η θεία η Κερεκούλα Ταϊρίδου, 94 χρονών σήμερα.
Θυμάμαι όμως ακόμη πιο έντονα, τη θεϊκή μυρωδιά από τα «αμαρτωλά» «κουλούρε», τα γνωστά τσουρέκια, που «σκουντούλιζαν» σε κάθε γειτονιά, τη Μεγάλη Πέμπτη και μας έβαζαν στον γλυκό πειρασμό να τα γευτούμε, χαλώντας τη νηστεία που επί επτά εβδομάδες υπομονετικά κρατούσαμε. Η επιτυχία τους ήταν στοίχημα νοικοκυροσύνης για τις μανάδες μας, που κρέμονταν κυριολεκτικά από τα χείλη των δοκιμαστών και τα σχόλια τους. «Εποίκα κάτ’ κουλούρε οφέτος!» έλεγαν με περηφάνια στις γειτόνισσες, σαν να κέρδισαν τον πρώτο λαχνό. Αυτές όμως ήταν οι αξίες της εποχής.
Θυμάμαι εικόνες από παιδιά να παίζουν έξω στις αυλές και στις αλάνες και να μην χορταίνουν, γυναίκες να αναστατώνουν το σπίτι με δουλειές, να ασπρίζουν τα κράσπεδα ακόμη και τους κορμούς των δέντρων, λουλούδια στα δέντρα, στις αυλές, στα παρτέρια, παντού, τα οποία το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης θα τα μαδούσαμε κυριολεκτικά, προκειμένου να στολίσουμε τον επιτάφιο.
Θυμάμαι τις φωνές των παιδιών να ψάλλουν τα κάλαντα των Βαΐων σε όλο το χωριό, με τα καλαθάκια στολισμένα με βάγια από την εκκλησία και την ειδική κατασκευή για τα «κερκέλια». Και όποτε ανταμώναμε παρέες, παρέες, να ανταλλάσουμε πληροφορίες για τα σπίτια που έδιναν ξεχωριστές λιχουδιές, εκτός από «κερκέλια», καραμέλες και αυγά. Οι παλιοί λένε ότι τους δίνανε και «τσούγκουρα», δηλαδή βρασμένα καλαμπόκια, αλλά τη μεγαλύτερη αξία τότε την είχαν τα αυγά. Θα σας εξομολογηθώ μια μικρή μου αμαρτία. Κάθε τέτοια μέρα, κουβαλούσα μαζί μου στα κάλαντα και μια καρφίτσα, με την οποία τρυπούσα το αυγό και έτσι ωμό το ρουφούσα και φυσικά χαλούσα τη νηστεία. Μάνα σχώρα με, άμα έτον πολλά έμνοστον. Γέμιζε το καλάθι με αυγά, «κερκέλια» και καραμέλες, εκείνες τις κόκκινες με την άσπρη ρίγα, χωρίς περιτύλιγμα και τις ροζ με γεύση τριαντάφυλλο, τυλιγμένες με άσπρο χαρτί. Δεν υπήρχαν πιο νόστιμες λιχουδιές, θα έλεγα ότι συναγωνίζονται ακόμη και τα εκατοντάδες γλυκά που σήμερα γεύονται τα παιδιά.
Θυμάμαι να βάφουμε την Μεγάλη Πέμπτη τα αυγά με τα κρεμμύδια και τη μάνα μας υπομονετικά να τυλίγει τα αυγά σε καλσόν βάζοντας πάνω διάφορα φύλλα από τα λουλούδια της αυλής. Και όταν αυγά και τσουρέκια ήταν έτοιμα πηγαίναμε στη νουνά μας με αυτά και εκείνη μας έδινε τη λαμπάδα και τα δώρα της.
Θυμάμαι πολλά ακόμη και κυρίως εκείνα τα όμορφα παιδικά συναισθήματα που συνόδευαν τα βιώματα μας. Ευτυχώς έχουμε βιώματα που χτίσανε τη μνήμη μας και μπορούμε να ανατρέχουμε σε αυτά, κάθε που κάποιο ερέθισμα ενεργοποιεί τις αισθήσεις μας.
Η βροχή δείχνει να σταματάει. Σταματάει μαζί της και το δικό μου ταξίδι στις θύμισες. Πρέπει να ετοιμάσουμε το μέλλον με αυτές, να εξασφαλίσουμε τη συνέχεια, ίσως όχι με τον τρόπο των παλιών, ούτε καν με τον τρόπο τον δικό μας, με τον τρόπο των παιδιών μας που ζουν σε μια άλλη εποχή, η οποία όμως μπορεί να έχει μυρωδιές από την εποχή του παρελθόντος και τις αξίες των προγόνων μας.
Η Κυριακή των Βαΐων που μας ξημέρωσε είναι ηλιόλουστη. Τα παιδιά με τα καλαθάκια τους κατευθύνονται στην πλατεία. Με το σχόλασμα της εκκλησίας παίρνουμε τα βάγια και στολίζουμε τα καλαθάκια, ετοιμάζουμε και τις ειδικές κατασκευές για τα «κερκέλια» και ξεκινάμε.
Τα κάλαντα είχαν σταματήσει κάποτε να ακούγονται στο χωριό, σταμάτησαν και οι νοικοκυρές να κάνουν τα «κερκέλια». Τότε ο Σύλλογος ανέλαβε να τα αναβιώσει. Χαίρομαι που δεν θυμάμαι πόσα χρόνια πέρασαν από τότε, γιατί αυτό σημαίνει ότι πέρασαν πολλά και το έθιμο ακόμη συνεχίζεται. Και αφού λένε τα παιδιά τα κάλαντα, φτιάχνουν πλέον και οι νοικοκυρές «κερκέλια», αυτά πάνε μαζί.
Περπατούμε με τα παιδιά στα σοκάκια του χωριού και οι φωνούλες τους χρωματίζουν την πλάση. Νομίζω ότι το χωριό έχει άλλη ομορφιά κάθε τέτοια μέρα. Σιγοντάρει και ο ήλιος και νιώθεις πραγματικά τυχερός που είσαι κομμάτι αυτής της στιγμής. Ταυτόχρονα, διαπιστώνεις με θλίψη, βλέποντας άδεια σπίτια, σιωπηλά, σε κάθε γειτονιά, ότι έφυγαν από τη ζωή πολλοί άνθρωποι, με τους οποίους έζησες και μεγάλωσες. Λίγοι έμειναν πια από τους παλιούς και σίγουρα περιμένουν περισσότερο από όλους να ακούσουν τα κάλαντα και εννοείτε έχουν κάνει και «κερκέλια». Πάμε λοιπόν σε αυτούς πρώτα. «Να τα πούμε;», ρωτάμε, «Να τα πείτε» έρχεται η απάντηση και η θεία με ένα διάπλατο χαμόγελο χαράς και γεμάτα τα χέρια με αυγά, «κερκέλια» και καραμέλες, ανταμείβει τα παιδιά για τα κάλαντα. Και η χαρά μας πολλαπλασιάζεται, γιατί δώσαμε χαρά. «Και του χρόνου» μας εύχεται με νόημα. Και του χρόνου, νουνίζω και μακάρι για πολλά ακόμη χρόνια, να αξιωθούμε να βλέπουμε τις νέες γενιές να διαδέχονται η μία την άλλη με τα ήθη και τα έθιμα μας στη ζωή τους.
Δυστυχώς όμως, χωρίς την πρωτοβουλία των Συλλόγων η παραπάνω ευχή δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Πέρασε πλέον η εποχή που τα έθιμα μας ήταν κομμάτι της καθημερινότητας των ανθρώπων και περνούσαν αβίαστα από γενιά σε γενιά. Οι Σύλλογοι μόνο μπορούν να εγγυηθούν την διάσωση τους. Καθώς τα σκέφτομαι αυτά, αναρωτιέμαι αν τα κάλαντα των Βαΐων ακούγονται σήμερα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αν τα «κερκέλια» μοσχοβόλησαν και σε άλλους τόπους.
Η περιπλάνηση μας στο χωριό καταλήγει στο Σύλλογο, όπου μοιράζουμε στα παιδιά τους καρπούς της προσπάθειας τους. «Κερκέλια», αυγά, κάθε λογής καραμέλες και χρήματα πλέον. Η χαρά των παιδιών ίδια με τη δική μας, όταν ήμασταν παιδιά και ας έχουν πολύ περισσότερες λιχουδιές σήμερα. Τελικά η αξία κάποιων πραγμάτων είναι αναλλοίωτη στο χρόνο και αυτή είναι μια ευχάριστη διαπίστωση.
«Και του χρόνου» εύχομαι στα παιδιά και γυρίζω στο σπίτι. Η χαρά στα πρόσωπα των ανθρώπων που άκουσαν τα κάλαντα, καταγράφεται στα βάθη της καρδιάς μας και φυλάσσεται καλά ως η μεγαλύτερη ανταμοιβή μας. Τελικά είναι ευεργετικό να προσφέρεις χαρά γιατί επιστρέφει σε σένα, με πληθώρα όμορφα συναισθήματα, τα οποία έγιναν και η αιτία της ανάγκης μου να τα μοιραστώ μαζί σας.
Κάπως έτσι λοιπόν αποφάσισα να σας ταξιδέψω στις μνήμες μου, με στόχο να προκαλέσω τις δικές σας, όλων όσων από εσάς έχουν ανάλογα βιώματα και να ενεργοποιήσω ξεχασμένα συναισθήματα, με πολύ μεγάλη όμως αξία. Ελπίζω να το κατάφερα, ελπίζω να γίνατε λιγάκι παιδιά και να ψάλατε μαζί μας:
«Βάι βάι το βαϊ, τρώγω οψάριν και χαψίν
και τ’ απάν’ την Κερεκή, τρώγω το παχύ τ’ αρνί.
Θεία θεία να το κερκέλ’ και δώσ’ με το κόκινον τ’ ωβόν»
ΚΑΛΗ ΛΑΜΠΡΗ!
Χρύσα Μαυρίδου