Μια μονομερής νομοθετική ενέργεια κατάργησης του θρησκευτικού δικαίου των μουσουλμάνων της Θράκης θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 42 παρ. 2 της Συνθήκης της Λωζάννης, σημειώνει ο βουλευτής
Την διεξαγωγή τοπικού δημοψηφίσματος στην περιοχή της Θράκης για το ενδεχόμενο κατάργησης της Σαρίας, πρότεινε ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Ιλχάν Αχμέτ κατά την διάρκεια τοποθέτησης του σε συζήτηση που διοργάνωσε το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, με θέμα «Η Σαρία και ο Μουφτής υπό αμφισβήτηση».
Ο κ. Ιλχάν Αχμέτ σημείωσε πως «μια μονομερής νομοθετική ενέργεια κατάργησης του θρησκευτικού δικαίου των μουσουλμάνων της Θράκης θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 42 παρ. 2 της Συνθήκης της Λωζάννης, το οποίο προβλέπει τη συμμετοχή ειδικής επιτροπής αντιπροσώπων της Μειονότητας σε αποφάσεις που αφορούν την επεξεργασία μέτρων σχετικά με την οικογενειακή ή προσωπική κατάσταση τους».
Αναλυτικά, στην τοποθέτηση του επεσήμανε:
«Τάσσομαι υπέρ της συντρέχουσας αρμοδιότητας, της δικονομικής ενίσχυσης του ιεροδικείου για την ασφάλεια του δικαίου και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προστασία διαδίκων. Εάν η κυβέρνηση θέλει να προβεί σε πλήρη κατάργηση του συγκεκριμένου θεσμού, θέτω πρόταση για διεξαγωγή τοπικού δημοψηφίσματος ώστε να αποφασίσει η ίδια η Μειονότητα, δημοκρατικά και ελεύθερα.
Με την καθιέρωση της συντρέχουσας αρμοδιότητας σεβόμαστε την ελευθερία της Μειονότητας να επιλέγει με ελεύθερη βούληση το δίκαιο που θα εφαρμοστεί επ’ αυτής. Είναι δημοκρατικό δικαίωμα τον συμπολιτών μας να εκφράζουν, σε περίπτωση που κληθούν, την επιλογή τους. Εξάλλου, πρέπει η Πολιτεία να σέβεται την ετερότητα σε κάθε περίπτωση και βεβαίως όταν αυτή επιδιώκεται και επιλέγεται από την ίδια την Μειονότητα.
Σύμφωνα με τα άρθρα 42 παρ. 1 και 45 της Συνθήκης της Λωζάννης, η Ελλάδα δεσμεύεται να σεβαστεί τα έθιμα που απορρέουν από συγκεκριμένες θρησκευτικές πρακτικές. Η απονομή σε ειδικό όργανο δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων όπου θα εμπίπτουν αυτές οι θρησκευτικές πρακτικές, δεν φαίνεται να απαγορεύεται άμεσα από τη διάταξη αυτή.
Όμως σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της ίδιας διάταξης, ο τρόπος εφαρμογής του περιεχομένου της είναι αντικείμενο επεξεργασίας μικτής επιτροπής, από την κυβέρνηση και αντιπροσωπεία της μειονότητας. Η Ελληνική Κυβέρνηση προτίμησε τελικά να διατηρήσει σε ισχύ το προηγούμενο καθεστώς των μουσουλμανικών δικαστηρίων.
Ο Νόμος 1920/1991 «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών» ρυθμίζει ειδικά το νομικό καθεστώς που διέπει τη θέση του Μουφτή. Αντικατέστησε τον Ν. 2345/1920 και προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από πλευράς της Μειονότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά στη θεσμοθέτηση του διορισμού (αντί της εκλογής ) του Μουφτή.
Μια μονομερής νομοθετική ενέργεια κατάργησης του θρησκευτικού δικαίου των μουσουλμάνων της Θράκης θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 42 παρ. 2 της Συνθήκης της Λωζάννης, το οποίο προβλέπει τη συμμετοχή ειδικής επιτροπής αντιπροσώπων της Μειονότητας σε αποφάσεις που αφορούν την επεξεργασία μέτρων σχετικά με την οικογενειακή ή προσωπική κατάσταση τους.
Η μακρόχρονη εφαρμογή του Ιερού Νόμου στη Θράκη, πλέον αποτελεί μια βαθιά ριζωμένη πρακτική και αποτελεί το πιο σημαντικό έθιμο – και παρά την ύπαρξη σπουδαίων νομικών προβλημάτων στην εφαρμογή του Ιερού Νόμου- η Μειονότητα ακόμα εκδηλώνει μεγάλο σεβασμό σε αυτό το θεσμό επιλέγοντας με μια συντριπτική πλειοψηφία το θρησκευτικό γάμο αντί του πολιτικού.
Θα μπορούσε να θεσμοθετηθεί νομοθετικά άμεσα η συντρέχουσα αρμοδιότητα του Μουφτή, με εφαρμογή της διάταξης ουσιαστικού εθιμικού ισλαμικού δικαίου σε σχέση με τα τακτικά δικαστήρια που θα εφάρμοζαν τις διατάξεις του ΑΚ, με νομοθετική όμως κατοχύρωση ότι σε περίπτωση διαφωνίας των διαδίκων ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, θα υπερισχύει η αρμοδιότητα του Μουφτή.
Εάν θελήσει ο νομοθέτης να υπερισχύσει, σε περίπτωση διαφωνίας των διαδίκων, η αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων, τότε πρέπει περί αυτού να γνωμοδοτήσει η αρμόδια επιτροπή του άρθρου 42 παρ 2 της Συνθήκης της Λωζάννης για τις όποιες μεταβολές πραγμάτων έχουν συντελεστεί στην κοινωνία.
Τέλος, ο ιεροδίκης θα πρέπει να έχει νομική μόρφωση αντίστοιχη με των τακτικών δικαστών. Η κωδικοποίηση και η συστηματική μελέτη του Ιερού Νόμου είναι απαραίτητη, όχι μόνο για τη διασφάλιση της απονομής της δικαιοσύνης, αλλά κυρίως για την κατανόηση και την εφαρμογή κανόνων δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη, όχι σαν να πρόκειται ξένο σώμα, παρά ως sui generis δίκαιο.
Χωρίς αυτό να αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και αποσκοπώντας, παράλληλα, στη διατήρηση των θρησκευτικών και πολιτισμικών διακριτικών χαρακτηριστικών της Μειονότητας».