Αιχμές για τη διακυβέρνηση της χώρας από τη ΝΔ, την περίοδο 2004-2009, άφησε ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, μιλώντας στο συνέδριο «Athens Forum 2014: Democracy under pressure».
Ταυτόχρονα, δεν παρέλειψε να «καυτηριάσει» την πολιτική των κομμάτουν να αλλάζουν τακτική και να ψεύδονται, προκειμένου να παραμένουν στην εξουσία.
Χαρακτηριστικά, ο κ. Σημίτης σημείωσε ότι, παράδειγμα της διασύνδεσης πολιτικής και οικονομικών κρίσεων στην Ελλάδα «υπήρξε η τεράστια σπατάλη πόρων κατά το διάστημα 2004-2009 για πελατειακές κομματικές εξυπηρετήσεις και κομματικούς διορισμούς».
«Ήταν μια από τις αιτίες του εκτροχιασμού. Κύρια αιτία της κρίσης στην ευρωζώνη υπήρξε επίσης η πολιτική απροθυμία ουσιαστικού ελέγχου των τραπεζών από τα κράτη-μέλη και την ΕΚΤ» σημείωσε.
Ο κ. Σημίτης είπε ότι η αντιμετώπιση των ποικίλων αιτιών της κρίσης στις διάφορες μορφές της απαιτεί νέους τρόπους λειτουργίας της κοινωνίας, ανακατανομή πόρων, διαρθρωτικές αλλαγές, νέες μορφές κοινωνικών πολιτικών.
Όμως, παρατήρησε, οι αλλαγές προκαλούν κοινωνικές αναταράξεις και συναντούν ένα μέτωπο αντίρρησης που, όπως είπε, προέρχεται από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές και μεταξύ τους ασυμβίβαστες και συγκρουόμενες απόψεις και επιδιώξεις, με κοινό τους στοιχείο την απόρριψη κάθε μεταρρύθμισης.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο κ. Σημίτης ανέφερε ότι τα πολιτικά κόμματα είναι πολυσυλλεκτικά, εκπροσωπούν ταυτόχρονα διάφορες κοινωνικές ομάδες, των οποίων τα συμφέροντα αντιτίθενται και ότι είναι κρίσιμο γι’ αυτά τα κόμματα να μην αποξενωθούν από καμία από αυτές τις ομάδες.
Ο πρώην πρωθυπουργός υποστήριξε ότι αυτό έχει ως συνέπεια ο κομματικός λόγος να είναι γενικόλογος και αφηρημένος, η συνέπεια και η ειλικρίνεια να θεωρούνται παράγοντες που περιορίζουν τις πιθανότητες εκλογικής νίκης, οι εξαγγελλόμενες αλλαγές να περιορίζονται σε ελάχιστες παρεμβάσεις και το τυχόν πολιτικό κόστος να αποτελεί ισχυρό παράγοντα ματαίωσης ή αναβολής πρωτοβουλιών.
«Τα κόμματα μπορεί να κάνουν και στροφή 180 μοιρών στις απόψεις τους, για να διατηρηθούν στην εξουσία» τόνισε και συμπλήρωσε: «Το πιο πρόσφατο παράδειγμα στην Ελλάδα αποτελεί η στάση της ΝΔ απέναντι στο μνημόνιο και τη σταθεροποιητική πολιτική. Αφού τα κατήγγειλε, τα εφάρμοσε χωρίς δισταγμούς ως κυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ υποστήριζε το 2009, ότι λεφτά υπάρχουν για βελτίωση εισοδημάτων και κοινωνικές παροχές, για να ανακοινώσει αφού ανέλαβε την εξουσία ότι τα λεφτά δεν υπάρχουν και η χώρα χρειάζεται διεθνή βοήθεια».
«Η στάση αυτή των κομμάτων επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της Δημοκρατίας. Είναι η αιτία οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων και της υστέρησης της χώρας μας» ανέφερε.
Παράλληλα, εκτίμησε ότι η οικονομική κρίση είχε αναμφίβολα αρ4νητική επίδραση στη λειτουργία της Δημοκρατίας, τονίζοντας ότι αυτό το αποδεικνύουν ο αριθμός των ανέργων, που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο στην Ελλάδα και την Ισπανία, η αύξηση κοινωνικών ανισοτήτων και ο εκτεταμένος περιορισμός των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Ο κ. Σημίτης τόνισε ότι η οικονομική κρίση συνδέεται με την ευρύτερη πολιτική αδυναμία των ευρωπαϊκών κρατών και της ΕΕ να χειριστούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στη φάση αυτή της εξέλιξής τους και πως η οικονομική και πολιτική κρίση τόσο στην ΕΕ όσο και στα κράτη- μέλη συνδέονται, συμπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται.
Το φαινόμενο της ενίσχυσης της ΧΑ
Ο κ. Σημίτης υποστήριξε ότι η σημαντική ενίσχυση των κομμάτων που αμφισβητούν το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως η Χρυσή Αυγή -το «ελληνικό νεοφασιστικό κόμμα», όπως το χαρακτήρισε- είναι «απόρροια των λαϊκιστικών τακτικών των παραδοσιακών κομμάτων που εφαρμόστηκαν ανενδοίαστα από το 2004 και μετά», για να συμπεράνει ότι «όταν απουσιάζει μια συγκεκριμένη πολιτική, όταν δεν υπάρχει θάρρος για ειλικρίνεια, οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις γίνονται αιτίες αγανάκτησης».
Στο ίδιο πλαίσιο, είπε ότι οι διαμαρτυρίες συνοδεύονται από ουτοπίες «όπως ότι η δραχμή θα επαναφέρει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα ή ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται την οικονομική συμπαράσταση της ΕΕ διότι η Ρωσία ή η Κίνα θα της προσφέρουν τα αναγκαία κεφάλαια».
Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωσε ότι «μια θεμελιώδης αλλαγή είναι αναγκαία», ότι «πρέπει να δημιουργηθεί μια σαφής δομή οικονομικής διακυβέρνησης», «οι χώρες της ευρωζώνης πρέπει να αποφασίσουν πολιτικές πρωτοβουλίες και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κρίση και το δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης».
Το ζητούμενο σήμερα, υπογράμμισε, είναι να προσδιορίσουμε αρχές, κατευθύνσεις και μέσα που θα διασφαλίσουν τη δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας παρά την ισχυροποίηση της αγοραίας νοοτροπίας, την ανάδειξη νέων κέντρων οικονομικο-πολιτικής εξουσίας, τη στενότερη διασύνδεση της χώρας με το παγκόσμιο περιβάλλον και τη μειωμένη απήχηση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων. Καθοριστικό μέσο για να επιτευχθεί αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι μια πολιτική που δεν επικεντρώνεται στην κατάκτηση και διαχείριση της εξουσίας, αλλά επιδιώκει να αντιμετωπίσει τα ουσιαστικά προβλήματα της κοινωνίας και του πολίτη.
«Μια πολιτική που δεν προσφέρει μόνο γενικολογίες, ωραιοποιήσεις, καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις, αλλά διαπραγματεύεται με κοινωνική ευαισθησία συγκεκριμένα μέτρα, οικονομικά εφαρμόσιμα, με αποτίμηση των επιπτώσεων και της συνολικής συμβολής στην ανάπτυξη» τόνισε ακόμη.
Και κατέληξε: «Μια πολιτική που στηρίζεται στην παιδεία, στη γνώση, στην πληροφόρηση, στη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, στο ήθος που προκύπτει από την πίστη στις δημοκρατικές αξίες».