«Τα τσιγάρα αναβοσβήνω κάνω το πικρό γλυκό κι ο καπνός που πάει πάνω φτιάχνει ένα μηδενικό»
Στην Ελλάδα έχουμε την τάση να επαναστατούμε συχνά. Κάνουμε δηλαδή πολλές μικρές επαναστάσεις που όμως είτε τελειώνουν άδοξα όπως ξεκίνησαν είτε γίνονται για λάθος λόγους. Γενικά όταν πρόκειται για κίνηση που κρατάει λίγο τα πάμε καλά. Αν δηλαδή πρέπει να κλείσουμε τα φώτα για μια ώρα για να σωθεί η Γη, είμαστε οι πρώτοι σε ποσοστά συμμετοχής ίσως και παγκοσμίως. Αντίθετα αν πρέπει να οργανώσουμε μακροχρόνια μια πιο οικολογική πολιτική, τα πράγματα δεν γίνονται όπως τα σχεδιάσαμε αρχικώς.
Σήμερα ζούμε την επανάσταση των καπνιστών. Σύμφωνα με τον νέο αντικαπνιστικό νόμο (που δεν είναι και πολύ νέος ) απαγορεύεται το κάπνισμα σε όλους τους κλειστούς χώρους. Το λόγο τον γνωρίζουν όλοι. Η αλήθεια σε αυτή την περίπτωση είναι μία και μοναδική. Το κάπνισμα σκοτώνει! Για την ακρίβεια σκοτώνει 20.000 Έλληνες κάθε χρόνο. Πολύ περισσότερους δηλαδή απ’ μόσους το αλκοόλ, οι αυτοκτονίες, οι δολοφονίες, οι πυρκαγιές, τα ναρκωτικά και το AIDS όλα αυτά μαζί. Ο λόγος που δεν επιτρέπεται το κάπνισμα στους κλειστούς δημόσιους χώρους και γραφεία είναι ότι το παθητικό κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει καρκίνο ή άλλες ζημιές στους πνεύμονες καθώς και καρδιακές παθήσεις.
Γιατί έχει πρόβλημα στην εφαρμογή του ο αντικαπνιστικός νόμος; Γιατί έπρεπε να αυξηθούν τα πρόστιμα από πλευράς Υπουργείου για να αρχίσει να συζητιέται στα πηγαδάκια των θαμώνων; Με δύο λόγια αυτό που συμβαίνει είναι ένας εκβιασμός των καπνιστών απέναντι στους μη καπνιστές. Ο εξαρτημένος εκβιάζει τον υγιή.
Ο καπνιστής είναι εξαρτημένος άνθρωπος. Η εξάρτηση του προέρχεται από τις ουσίες που περιέχονται στο τσιγάρο και κυρίως την νικοτίνη αλλά είναι και ψυχολογική κίνηση, συνήθεια, καταναλωτικά πρότυπα).
Τις τελευταίες μέρες, οι ιδιοκτήτες των καφενείων, εστιατορίων και καφέ, είναι σαστισμένοι και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Φοβούνται πως αν εφαρμοστεί ο νόμος θα χάσουν την πελατεία τους. Έχει και αλλού καφενεία σιγομουρμουρίζουν φεύγοντας οι καπνιστές. Χρησιμοποιούν την αγοραστική τους δύναμη δηλαδή για να εκβιάσουν τον καταστηματάρχη, ο οποίος φοβούμενος μήπως τους χάσει σε καιρούς κρίσης κάνει συχνά τα στραβά μάτια.
Το πρώτο ερώτημα εδώ είναι αν όλοι οι καταστηματάρχες εφαρμόσουν το νόμο, που θα πάνε οι καπνιστές; Θα σταματήσουν να πίνουν καφέ ή θα σταματήσουν να τρώνε έξω; Μάλλον τίποτα από τα δύο δε θα συμβεί. Απλά θα προσαρμοστούν.
Το δεύτερο ερώτημα είναι, που είναι οι μη καπνιστές σε όλο αυτό; Δεν έχουν άποψη επ’ αυτού; Γιατί βλέπουμε μόνο το δικαίωμα των καπνιστών και αφήνουμε τους υπόλοιπους έξω από την απόφαση;
Πρόσφατα επιδημιολογικές μελέτες εκτιμούν ότι το ποσοστό των ενηλίκων που καπνίζουν καθημερινά στην Ελλάδα φτάνει το 40 %. Το ποσοστό αυτό είναι τεράστιο, δεν παύει όμως να αποτελεί μειοψηφία έναντι του υπόλοιπου πληθυσμού. Είναι ίσως η μοναδική φορά που μια μειοψηφία αποφασίζει τη μη εφαρμογή του νόμου που αποδεδειγμένα είναι για το κοινό καλό.
Από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του τσιγάρου, η Ελλάδα έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη βιομηχανία του και την παραγωγή του.
Στο μεσοπόλεμο Έλληνες καλλιεργούσαν και εξήγαγαν τον καπνό τους στη Γερμανία και Ολλανδία. Ολόκληρες περιοχές επιβίωσαν χάρη στον καπνό. Αμύθητες περιουσίες δημιουργήθηκαν από ξακουστούς σε όλη τη Μεσόγειο καπνέμπορους, βιομηχανίες κατασκευάστηκαν και συνεργάστηκαν με πολυεθνικές.
Παράλληλα με τις εξαγωγές άρχισε να δημιουργείται και μια εγχώρια αγορά καπνού, η οποία αρχικά αποτελούσε προνόμιο των εύπορων τάξεων και αποκλειστικά συνήθεια των αντρών. Μετά τους παγκόσμιους πολέμους εξαπλώθηκε και στα λαϊκά στρώματα και πολύ αργότερα και στις γυναίκες κυρίως μέσω κινηματογραφικών προτύπων όπως η Μελίνα Μερκούρη.
Η ραγδαία ανάπτυξη των προϊόντων του καπνού βασίζεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι αποτέλεσε μόδα της εποχής και ότι οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τα καταστροφικά του αποτελέσματα.
Το τσιγάρο στην Ελλάδα περνάει τις τελευταίες του μεγάλες στιγμές πριν την οριστική του απαγόρευση. Είναι λάθος τα αντανακλαστικά αυτών που αντιδρούν γιατί το κάπνισμα δεν είναι το μέλλον, είναι το παρελθόν και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Λάζαρος Νικολάου
[email protected]