«Όταν κυνηγούσαν τους ομοφυλόφιλους, εγώ δε μίλησα γιατί δεν ήμουν ομοφυλόφιλος. Όταν κυνηγούσαν τους κομμουνιστές, εγώ δε μίλησα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν κυνηγούσαν τους Εβραίους,εγώ δε μίλησα γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Τώρα που κυνηγούν εμένα δεν υπάρχει κανείς να με στηρίξει…»
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
Τώρα που κυνηγούν εσένα φίλε μου δημόσιε λειτουργέ ποιος θα σε σώσει; Κανείς δε νοιάζεται και ο λόγος είναι ότι είσαι ο τελευταίος που έμεινε, όλοι οι άλλοι έχουν διαλύσει και δεν κοιτούν παρά μόνο την επιβίωση τους. Δεν υπάρχει χρόνος για σένα.
Η αλήθεια είναι ότι δε σε συμπαθώ. Δεν αντέχω τη συναναστροφή μαζί σου και φταις εσύ γι’ αυτό. Αναθεματίζω την ώρα που θα με στείλει μπροστά στο γραφείο σου. Έχεις την εκπληκτική ικανότητα να ανακαλύπτεις προβλήματα (λες και το κάνεις επίτηδες) ενώ πρέπει να δίνεις λύσεις. Δεν θυμάμαι παρά ελάχιστες φορές που να στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων, να έκανες τη δουλειά σου δηλαδή γιατί δε ζήτησα ποτέ τίποτα περισσότερο από αυτό.
Η αδιαφορία του βολεμένου έναντι στον παρία πολίτη υπήρχε και το ένοιωθες στο πετσί σου, το έβλεπες στο μάτι. Μέχρι και οι βλάκες έπαιρναν υπόσταση ανεξάρτητα από τις ικανότητες τους. Μακράν η χειρότερη συμπεριφορά εργαζομένου προς τον εργοδότη του (γιατί εργοδότες σου είμαστε).
Καθόσουν πίσω από το γραφείο με σκοπό να με τυραννήσεις, να ικανοποιήσεις τα κόμπλεξ σου. Δημόσιος υπάλληλος σου λέει, και οι νύφες και οι γαμπροί περιζήτητοι. Και το αυτοκίνητο αυστηρά γερμανικό και σεντάν όχι ότι και ότι.
Αν υπήρχε ένα μαγικό ραβδί που μπορεί να δημιουργήσει την ιδανική κοινωνία, στον τελευταίο που θα έδινε προνόμια θα ήταν ο δημόσιος υπάλληλος. Δεν ξεκινάς να μοιράσεις πλούτο και προνόμια από κει.
Η δουλειά του δημοσίου υπαλλήλου είναι υποστηρικτική, αν είχαμε πόλεμο δηλαδή θα ήταν νοσοκόμα ή αποθηκάριος όχι μάχιμος της πρώτης γραμμής. Ο ρόλος του είναι αυτός του βοηθητικού. Πρέπει να κάνει τη ζωή των υπολοίπων ευκολότερη.
Δε γίνεται και δεν είναι δίκαιο κοινωνικά, ο λιγότερο σημαντικός κρίκος της οικονομικής ζωής του τόπου και ο πλέον αντιπαραγωγικός να απολαμβάνει τα περισσότερα προνόμια. Η κολώνα της οικονομίας είναι ο πρωτογενής τομέας, δηλαδή η γεωργία, η κτηνοτροφία και η μεταποίηση, όταν καταρρέει αυτός, δεν υπάρχει κανείς για να σε πληρώσει. Δεν μπορεί κανείς να σε συντηρήσει. Δεν υπάρχουν λεφτά για μισθούς, συντάξεις και εφάπαξ.
Τουλάχιστον 100 εργοστάσια δούλευαν και παρήγαγαν στη ΒΙ.ΠΕ Κομοτηνής πριν μερικά χρόνια, τώρα η βιομηχανική περιοχή μοιάζει με τεράστιο κουφάρι διαμελισμένο. Δεκάδες ελεύθεροι επαγγελματίες έκλεισαν τα μαγαζιά τους και τα λουκέτα στα καταστήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Ένας φίλος μου είχε εκμυστηρευτεί πως οι συνθήκες εργασίας στην τράπεζα που εργαζόταν ήταν τόσο πιεστικές που έμοιαζαν σχεδόν καταναγκαστικές.
Όχι δεν θα σε φορτώσω με όλη την παθογένεια της ελληνικής οικονομίας. Ούτε είσαι υπεύθυνος για την κακή λειτουργία του ιδιωτικού τομέα και τα λουκέτα των επαγγελματιών (μ’ αυτούς θα ασχοληθούμε άλλη φορά).
Την αδιαφορία σου κατηγορώ. Κλεισμένος και ταμπουρωμένος πίσω από τον γκισέ σου, σφύριζες αδιάφορα για τα προβλήματα των άλλων, λες και ήσουν αποκομμένος από την κοινωνία, από άλλο πλανήτη απολάμβανες τη νιρβάνα σου. Στενοχωριόσουν πολύ για το γείτονα αλλά τι να κάνεις; Ας βολευόταν κι αυτός. Στο κάτω κάτω δεν μπορούν να τακτοποιηθούν και όλοι. Πόσες ώρες στάση εργασίας έκανες για όλα αυτά σύντροφε; Που κρυβόσουν βολεμένε μου φίλε; Πως τώρα ζητάς τη βοήθεια μου; Ρωτάει εύλογα ο άνεργος από το παρελθόν.
Είναι απορίας άξιο το πώς εξελίχτηκε το είδος σου τα τελευταία τριάντα χρόνια. Το χειρότερο όλων είναι ότι γαλουχήθηκε μία ολόκληρη γενιά με πρότυπο εσένα. Μεγάλωσες τα παιδιά σου σύμφωνα με τα δικά σου στάνταρ και έκανες τα αδύνατα δυνατά να τα βολέψεις σε μια θεσούλα. Τα έστελνες να σπουδάσουν όχι για να διευρύνουν το μυαλό τους ούτε για να καλλιεργήσουν το ταλέντο τους αλλά για να έχουν στα χέρια τους ένα χαρτί μήπως και μπορέσουν να χωθούν κάπου.
Όλες σου οι επαναστατικές ενέργειες δεν έγιναν παρά για να κερδίσεις κάποιο από τα τραγικά επιδόματα σου όπως αυτό της «έγκυρης προσέλευσης», λες και δεν υποχρεούσαι να προσέρχεσαι στην ώρα σου και πρέπει να επιδοτείσαι γι’ αυτό.
Καμία προσπάθεια δεν έκανες για να βελτιώσεις και να εξελίξεις τη δουλειά σου. Καμία προσπάθεια δεν έκανες για να εξελίξεις τον εαυτό σου. Συνωμοτούσες σιωπηλά με τον πολιτικό σου προϊστάμενο ο οποίος εξαγόραζε τη σιωπή και τη ψήφο σου, τάζοντας σου ακόμη καλύτερες μέρες.
Τώρα που οι καλύτερες ημέρες μοιάζουν σενάριο επιστημονικής φαντασίας και «η πατρίδα απαιτεί θυσίες», έχεις πανικοβληθεί. Τα χτυπήματα που δέχεσαι είναι χωρίς προειδοποίηση και κάτω από τη ζώνη. Αν σε παρηγορεί αυτό, δεν είσαι ο μόνος.
Ο Μπρεχτ αναφέρεται στην κοινωνική συνοχή και στην αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών. Κοινωνική συνοχή όμως δεν υπήρχε ποτέ στη χώρα μας, φαινόταν ότι υπήρχε αλλά στην ουσία όλοι ζούσαν το παραμύθι τους. Όταν τα νούμερα «βγαίνουν» δε μιλάει κανείς και όλοι είναι χαρούμενοι.
Λάζαρος Νικολάου
[email protected]
Το κείμενο δεν έχει ίχνος κομπλεξισμού. Ίσα ίσα αποτυπώνει πλήρως τη νοοτροπία της πλειοψηφίας των δημοσίων υπαλλήλων. Με μια επισήμανση όμως. Ο συντάκτης, ίσως θα έπρεπε να κατηγορήσει πρώτα απ’ όλα τους πολιτικούς και όχι τον απλό εργαζόμενο για την κατάντια του δημοσίου και τη διαιώνιση αυτής της νοοτροπίας.
Γεγονός είναι ότι όταν γράφεις επικριτικά για κάποια ομάδα ανθρώπων θα υπάρχουν αντιδράσεις. Η αλήθεια είναι ότι δεν έτυχε να εργαστώ στο δημόσιο τομέα, θα μπορούσε να είχε συμβεί απλά δεν έτυχε, έτσι που μου τα έφερε η ζωή δεν υπήρχε λόγος και δεν το επεδίωξα. Δεν μπορώ να ξέρω πως θα σκεφτόμουν αν ήμουν δημόσιος υπάλληλος προτιμώ όμως να σκέφτομαι και να γράφω γι’ αυτό που είμαι.
Είναι πολύ καλό να υπερασπίζεσαι τη δουλειά σου αρκεί να βλέπεις και λίγο πέρα από αυτή. Αν πιστεύεις πως ανήκεις στους εργατικούς υπαλλήλους του δημοσίου τομέα που έχω συναντήσει δεν έπρεπε να σε θίγουν αυτά που γράφω γιατί στο κείμενο μου σε εξαιρώ. Αν πάλι θεωρείς πως ο δημόσιος τομέας λειτουργεί σαν καλολαδομένη μηχανή και ότι λειτουργώ κομπλεξικά γιατί δε διορίστηκα κάπου, τότε σου ζητώ δημόσια συγνώμη. Να σου θυμίσω όμως πως γράφω προσωπικά βιώματα και όχι μύθους.
ευχαριστώ,
Λάζαρος Νικολάου
Τόσο κόμπλεξ για τους δημόσιους;; Που ήθελες να βολευτείς και δεν σε βάλανε;