Τέλος εποχής σήμανε για τη Ροδόπη και τη Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής τα ξημερώματα (05:10) της Δευτέρας (5/11) όταν και ο Κυρός Δαμασκηνός άφησε την τελευταία του πνοή στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο όπου και νοσηλευόταν τις τελευταίες 15 περίπου μέρες με νεφρική ανεπάρκεια και αναπνευστικά προβλήματα.
Με το άκουσμα της είδησης, οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν πένθιμα ενώ η Ροδόπη, ύστερα και από απόφαση της Περιφερειακής Ενότητας, τελούσε υπό τριήμερο πένθος με τις σημαίες να κυματίζουν μεσίστια σε όλα τα δημόσια κτίρια.
Η εξόδιος ακολουθία
Η εξόδιος ακολουθία πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη (8/11) στον Ι.Ν. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου χοροσταντούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμου ενώ το παρών έδωσε σύσσωμη η πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική και ακαδημαϊκή ηγεσία της περιοχής.
Μετά την επιμνημόσυνη δέηση ο Κυρός Δαμασκηνός ενταφιάστηκε σε χτιστό τάφο στο προαύλιο του Ι.Ν. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ο οποίος και δημιουργήθηκε κατ’ εξαίρεση για την περίσταση.
Ποιος ήταν ο Κυρός Δαμασκηνός
Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής Δαμασκηνός, κατά κόσμο Πέτρος Ρουμελιώτης, γεννήθηκε το 1920 στην Οιχαλία Μεσσηνίας και προέρχεται από αγροτική οικογένεια. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του και σε ηλικία 13 ετών πήγε στην Αθήνα όπου εργάστηκε ως εμποροϋπάλληλος. Τα δύσκολα χρόνια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής τον βρίσκουν με την οικογένειά του στην Αθήνα.
Τότε συνδέθηκε πνευματικά με τον κατόπιν Μητροπολίτη Μαρωνείας και σε συνέχεια Ν. Ιωνίας Τιμόθεο. Η έναρξη του εμφυλίου πολέμου το 1947 σηματοδοτεί νέες δυσκολίες καθώς επί 40 μήνες πολέμησε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Για την προσφορά του στον αγώνα τιμήθηκε στο Άργος Ορεστικό στην Πρώτη Σιδηρά Μεραρχία με το μετάλλιο Ανδρείας Εξαίρετων Πράξεων.
Το 1951 αφιερώνεται στον κλήρο και χειροτονείται διάκονος. Αρχικά υπηρέτησε στην Μητρόπολη Μεσσηνίας, από όπου άλλωστε ήταν και η καταγωγή του. Το 1953 αποφασίζει να ακολουθήσει ανώτερες σπουδές στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1958. Τότε διορίστηκε ιεροκήρυκας Μαρώνειας και Κομοτηνής, θέση που υπηρέτησε με ζήλο επί 16 χρόνια.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη θέση αυτή πρόσφερε σημαντικό έργο στην περιοχή κάνοντας εξορμήσεις στα χωριά και στα φυλάκια της Περιφέρειας μαζί με τροφίμους του εκκλησιαστικού οικοτροφείου και μέλη των Χριστιανικών Ομίλων της Μητροπόλεως, προκειμένου να βοηθήσει πνευματικά αλλά και υλικά το ποίμνιό του.
Επίσης, φρόντισε για την διατροφή των απόρων μαθητών της Κομοτηνής διοργανώνοντας διάφορα συσσίτια. Παράλληλα, διετέλεσε διευθυντής του μαθηματικού εκκλησιαστικού οικοτροφείου, πρόεδρος των Χριστιανικών Ομίλων Κυριών και Νεανίδων της Ιεράς Μητροπόλεως και γενικός επιθεωρητής της Μητρόπολης.
Για το έργο του τιμήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων με μετάλλια και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με εύφημη μνεία.
Το 1974 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής και συνέχισε το έργο του. Φρόντισε για την συμπλήρωση των κενών της Περιφέρειας από εφημερίους. Ανήγειρε 15 καινούριες εκκλησίες και ένα μεγάλο καθεδρικό ναό στην Κομοτηνή, τον Ιερό Ναό Ευαγγελιστριας που αποτελεί κόσμημα της πόλης και 30 καμπαναριά με φωτεινούς σταυρούς σε μικτά χωριά της περιοχής.
Φρόντισε για τη διαμονή των ιερέων σε χωριά όπου ο πληθυσμός ήταν μικτός από μουσουλμάνους και χριστιανούς, χτίζοντας 15 κατοικίες εφημερίων. Τα περισσότερα έργα του έγιναν με τη συμπαράσταση της Ιωάννας Τσάτσου, συζύγου του τότε Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Υπουργού Πολιτισμού, Κωνσταντίνου Τρυπάνη.
Μέχρι σήμερα εξακολουθούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ποίμνιό του σε όλους τους τομείς με τα των ιδρυμάτων της Μητροπόλεως, των δύο βρεφονηπιακών σταθμών που στεγάζονται σε κτίρια της Μητροπόλεως για τον πλήρη εξοπλισμό, τη στελέχωση τους από καλά καταρτισμένο προσωπικό και κάλυψη όλων των εξόδων, των οποίων φρόντιζε προσωπικώς.
Τα ενοριακά συσσίτια των γερόντων, των οποίων επόπτευε και χρηματοδοτούσε τη λειτουργία των εκκλησιαστικών κατασκηνώσεων στην Μαρώνεια για τα παιδιά της επαρχίας που φιλοξενούνται σε περιόδους, η λειτουργία των οποίων οφείλεται στην προσωπική του μέριμνα και φροντίδα.
Το 1990 ίδρυσε τον ραδιοφωνικό σταθμό της Μητρόπολης με την ονομασία «Ορθόδοξα Μηνύματα» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής, που λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Το έργο του δεν σταματά εδώ καθώς έχει ιδρύσει πνευματικό κέντρο της Μητροπόλεωςς που περιλαμβάνει την βιβλιοθήκη, αίθουσες νεότητος και σχολή βυζαντινής μουσικής. Αγωνίσθηκε με πολύ ζήλο και δυναμισμό για την καταπολέμηση όλων των αιρέσεων στην επαρχία του και διορίσθηκε για το γνήσιο ορθόδοξο φρόνημα του και την αφοσίωση του στην πατερική παράδοση της Εκκλησίας μαχόμενος με παρρησία και θάρρος για την προάσπισή της.
Επίσης, μερίμνησε για την ίδρυση δύο νέων Ιερών Μονών, της ανδρώας Ιεράς Μονής Οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη Παπικίου Όρους δια της οποίας επιδιώκεται η αναβίωση της μοναστηριακής πολιτείας του Παπικίου που άκμασε από τον 10ο έως τον 14ο αιώνα και, της γυναικείας Ιεράς Μονής Εισοδίων Θεοτόκου Πανδρόσου.
Τέλος, εξασφάλισε την ολοκλήρωση της κυριότητας του βυζαντινού μνημείου του Πτωχοκομείου και την αποκατάσταση του καθώς και την εγκατάσταση σε αυτό του Εκκλησιαστικού Μουσείου της Μητροπόλεως, το οποίο λειτουργεί τακτικά από το 1999 έως σήμερα.
Κατά την κρίσιμη περίοδο της επιστρατεύσεως του 1974 διετέλεσε Τοποτηρητής των Ιερών Μητροπόλεων Αλεξανδρουπόλεως και Διδυμοτείχου και συνέβαλε αποφασιστικά με περιοδείες στον Έβρο στην τόνωση του φρονήματος του Στρατού και του ακριτικού λαού.
Επίσης, υπήρξε Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως το 2004 και Διδυμοτείχου το 2009. Υπηρέτησε την Εκκλησία επανειλημμένως ως Συνοδικός και ειδικότερα ως Πρόεδρος της Επιτροπής επί των Αιρέσεων. Πραγματοποίησε επισκέψεις στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας, την Εκκλησία της Κύπρου και το Άγιο Όρος.
Διετέλεσε πρόεδρος του ΠΙΚΠΑ Κομοτηνής, της Εταιρείας Θρακικών Ερευνών και της Συντονιστικής Επιτροπής Οργανώσεων του Ν. Ροδόπης που αγωνίσθηκε για εθνικά και αναπτυξιακά θέματα της Θράκης.
Εξέδωσε τρεις ογκώδεις τόμους με πολύτιμα στοιχεία για την εκκλησιαστική, εθνική και κοινωνική προσφορά της Μητροπόλεως κατά την μακρά αρχιερατεία του.
Σε αναγνώριση της προσφοράς του αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, το οποίο εξέδωσε τιμητικό τόμο αφιερωμένο στον Σεβασμιώτατο με τον τίτλο «Θράκιος», που επιμελήθηκε ο καθηγητής Γ. Παπάζογλου.
Μέχρι και την αποδήμηση του, και παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, συνέχιζε τον αγώνα χάρη της Εκκλησίας, του Ελληνισμού και της Θράκης με όραμα να μεγαλουργήσει ο ορθόδοξος ελληνισμός και να παίξει το ρόλο ενός νέου Βυζαντίου.
Το μόνο που ζητούσε από την Ελληνική Πολιτεία ήταν να δείξει περισσότερη προσοχή στη Θράκη και τα εθνικά και αναπτυξιακά προβλήματά της.