Το 1726, ο πειρατής William Fly, λίγο πριν πεθάνει στην κρεμάλα, είχε πει: «Ο καπετάνιος μας και οι αξιωματικοί του μας φέρονταν βάναυσα. Εμείς οι φτωχοί δε βρίσκουμε ποτέ το δίκιο μας. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να παρακαλούμε τον καπετάνιο να μη μας βασανίζει άλλο και να μας φερθεί τουλάχιστον όπως φέρονται στα σκυλιά». Ο William Fly δεν εννοούσε τον καπετάνιο του κουρσάρικου με το οποίο ταξίδευε, αλλά τον πλοίαρχο που είχε παλιότερα, όταν είχε μπαρκάρει σε ένα εμπορικό πλοίο. Η αλήθεια είναι ότι το 18ο αιώνα οι συνθήκες για το κατώτερο πλήρωμα ήταν συνήθως πολύ καλύτερες στα πειρατικά πλοία απ’ ό,τι στα εμπορικά. Γι’ αυτό, πολλοί ναυτικοί αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν το εμπορικό ναυτικό και να γίνουν κουρσάροι.
Ο Peter Leeson, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο George Mason των ΗΠΑ, υποστηρίζει σε μια νέα έρευνά του ότι οι πειρατές του 17ου και του 18ου αιώνα όχι μόνο ήταν πολύ καλά οργανωμένοι, αλλά και λειτουργούσαν πολύ πιο δημοκρατικά απ’ ό,τι πιστεύουμε.
Πρωτοπόροι της δημοκρατίας
Η ιεραρχία στο κουρσάρικο πλοίο στηριζόταν σε αρχές που θα τις χαρακτηρίζαμε δημοκρατικές, κι αυτό σε καιρούς που δημοκρατία δεν υπήρχε ούτε και στις πιο προοδευτικές κοινωνίες. Η οργάνωση των πειρατών διαμορφωνόταν κυρίως στη βάση του κοινού οικονομικού συμφέροντος.
Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε το κουρσάρικο πλήρωμα με μια ανώνυμη εταιρεία, της οποίας όλοι οι μέτοχοι βρίσκονταν πάνω στο πλοίο. Όλοι ήταν συνιδιοκτήτες, χρειάζονταν όμως και έναν καπετάνιο για να κάνει κουμάντο. Οι κρίσιμες αποφάσεις, για παράδειγμα, πώς θα οργάνωναν την επίθεση σε ένα εμπορικό πλοίο, πώς θα καταδίωκαν κάποιον αντίπαλο, ή πώς θα αντιδρούσαν όταν δέχονταν επίθεση οι ίδιοι, έπρεπε να παρθούν χωρίς καθυστέρηση. Δεν υπήρχε χρόνος για συζητήσεις. Οι περιστάσεις απαιτούσαν να υπάρχει κάποιος επικεφαλής, ικανός στο να παίρνει γρήγορες και σωστές αποφάσεις.
Δύο άτομα μοιράζονταν την εξουσία πάνω στο καράβι. Ο καπετάνιος είχε υπερεξουσίες κατά τη διάρκεια της επιδρομής, αλλά όταν οι μάχες τελείωναν, ήταν ο δεύτερος στην ιεραρχία του καραβιού, ο «ύπαρχος», που αναλάμβανε τον ηγετικό ρόλο• αυτός είχε το γενικό πρόσταγμα όσον αφορά την καθημερινή ζωή πάνω στο καράβι. Αυτός ήταν αρμόδιος για τη διανομή των τροφίμων, τον καταμερισμό της δουλειάς, το μοίρασμα της λείας και την επιβολή ποινών στο πλήρωμα. Επιπλέον, ο καπετάνιος εκλεγόταν δημοκρατικά, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. Και αν το πλήρωμα ήταν δυσαρεστημένο, είτε σε ό,τι αφορά τη λεία είτε για την αποτυχία κάποιας επιδρομής, μπορούσε με νέα ψηφοφορία να τον καθαιρέσει.
«Οι πειρατές υπήρξαν πρόδρομοι της συνταγματικής διακυβέρνησης, όπως αυτή καθιερώθηκε στην Αμερική στα τέλη του 18ου αιώνα. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι πειρατές έδωσαν τις πρώτες αποδείξεις ότι η δημοκρατία είναι μια πολύ επιτυχημένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης» επισημαίνει ο Leeson.
Διάδοχος ο ύπαρχος
Σε περίπτωση που ο καπετάνιος καθαιρούνταν και έπρεπε να εκλεγεί στη θέση του ένας άλλος, συχνά αυτός ήταν ο ύπαρχος. Κατά κανόνα ήταν δημοφιλής, επειδή πολλές φορές ενεργούσε με κριτήριο τα συμφέροντα του πληρώματος. Kαι όσο πιο δημοφιλής ήταν, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες είχε να γίνει καπετάνιος.
Στην πράξη, όμως, αυτό ήταν ένα πρόβλημα. Ο ύπαρχος μπορούσε, για παράδειγμα, να μηχανεύεται διάφορα σε βάρος του καπετάνιου, με την ελπίδα να τον διαδεχτεί. Όπως ο κυβερνήτης, έτσι και ο ύπαρχος εκλεγόταν από το πλήρωμα, αλλά επειδή ο δεύτερος είχε την αληθινή εξουσία στην καθημερινή ζωή των κουρσάρων, μπορούσε, αν ήταν επιτήδειος, να μηχανορραφεί, εξαπατώντας πλήρωμα και καπετάνιο, ώστε να ενισχύει τη θέση του. Και αυτό φυσικά συνέβαινε, μέχρις ενός σημείου.
Γενικά, πάντως, οι διαμάχες πάνω στο πλοίο δεν ήταν ιδιαίτερα συχνές. Όλοι είχαν μπαρκάρει με ένα και μοναδικό σκοπό: να κάνουν περιουσία το ταχύτερο δυνατό. Μπορούσαν να υπομένουν πολλά και από τον καπετάνιο και από τον ύπαρχο, αρκεί το μερίδιό τους από τα λάφυρα να ήταν τέτοιο, που να έχουν ένα γερό κομπόδεμα όταν θα ξεμπάρκαραν.
Διανομή της λείας και μπόνους
Στην πειρατεία ίσχυε ένας πολύ απλός κανόνας: χωρίς λάφυρα, δεν υπήρχε πληρωμή. Στην πραγματικότητα, οι πειρατές που έγιναν πλούσιοι από την «εργασία» τους ήταν λίγοι. Το 1695, το πλήρωμα του Henry Every εξασφάλισε λεία που η αξία της έφτανε τις 600.000 λίρες Αγγλίας. Κάθε μέλος του πληρώματος πήρε από 1.000 λίρες, δηλαδή 40 φορές το ετήσιο εισόδημα ενός απλού ναύτη εκείνης της εποχής.
Παράλληλα με τη μοιρασιά της λείας, υπήρχε και ένα ειδικό σύστημα επιβράβευσης. Αν κάποιος επεδείκνυε ιδιαίτερο θάρρος στη μάχη, ή ήταν ο πρώτος που είδε πλοίο-στόχο στον ορίζοντα, έπαιρνε ένα μπόνους. Για παράδειγμα, εκείνος που θα εντόπιζε πρώτος εχθρικό πλοίο είχε το δικαίωμα να διαλέξει τα καλύτερα όπλα από τα λάφυρα.