Στη δίνη ενός γενικευμένου κλίματος πολιτικής (και όχι κομματικής, που μας αφήνει αδιάφορους) κρίσης η οποία συνοδεύεται από την πρωτοφανή κοινωνική δυσπιστία και αντίδραση βρίσκεται η χώρα μας. Μια δίνη που προς τον παρόν εκφράζεται με γενικευμένες κινητοποιήσεις, αργότερα ποιος ξέρει πώς.
Κατά κύματα εκδηλώνεται πλέον καθημερινά η αντίδραση του λαού, που εξαγριωμένος βλέπει το κόμπο να έχει φτάσει στο χτένι και να μην αντέχει άλλο. Κύματα πολλαπλά, αγριεμένα, προς πάσα κατεύθυνση και με πολλές αιτίες.
Ένα κύμα κοινωνικής αγανάκτησης προς όλους τους «υπεύθυνους», εγχώριους και αλλοδαπούς, εκλεγμένους και φυτευτούς, που αποφασίζουν για τους πολίτες μιας χώρας με τόσο πρωτοφανή σκαιότητα και αναλγησία σαν ν’ αποφασίζουν για άψυχα ετοιμόρροπα κτίρια.
Πολιτικοί, εμπειρογνώμονες της τρόικας, στελέχη τραπεζών και όλος ο λοιπός συρφετός, μετράνε κεφάλια και βάζουν φόρους, αδιαφορώντας παντελώς για τα εκατομμύρια ανθρώπων που οδηγούν στην εξαθλίωση, στην απογοήτευση, στα πρόθυρα της ψυχικής κατάρρευσης και στο κατώφλι του σωματικής εξαθλίωσης.
Ένα κύμα θλίψης και απογοήτευσης για τη συνεχιζόμενη με αμείωτους ρυθμούς κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, του κράτους αλληλεγγύης, του κράτους που σέβεται τους ανήμπορους, προνοεί για τους κοινωνικά ευπαθείς, διατηρεί μια χαραμάδα ελπίδας στους κοινωνικά αποκλεισμένους.
Ένα κύμα ασυγκράτητου θυμού προς όλους τους πολιτικούς που έστησαν καριέρες και περιουσίες κοροϊδεύοντας τον λαό, πετώντας ψίχουλα, ενδίδοντας και συναλλασσόμενοι με συντεχνιακά συμφέροντα και κατ’ επάγγελμα εργατοπατέρες.
Πολιτικοί και εργατοπατέρες που πρώτο στόχο είχαν τη διατήρηση της εξουσίας, δεύτερο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ισχυρών, τρίτο την αύξηση των τραπεζικών τους καταθέσεων, τέταρτη τη ρουσφετολογική ικανοποίηση κομματικών αιτημάτων και κάπου στο τέλος της λίστας, στο περιθώριο των προτεραιοτήτων, την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, με τρόπο φυσικά που να εξυπηρετεί και τα δικά τους συμφέροντα.
Ένα κύμα εκκωφαντικής κατακραυγής εναντίον όλων αυτών που ξεφτίλισαν τη χώρα, την κατάντησαν υπέργηρη βιζιτού που εκλιπαρεί για βοήθεια, μια χώρα με γυάλινα πόδια που κάποιοι γνώριζαν ότι βαδίζει στο χείλος του γκρεμού και φρόντισαν να τη σπρώξουν προς τα εκεί, διοργανώνοντας υπέρλαμπρους και πανάκριβους Ολυμπιακούς Αγώνες ώστε να πλουτίσουν λίγες οικογένειες και κάμποσοι πολιτικοί.
Μόλις έξι χρόνια μετά, η ίδια αυτή η χώρα εκλιπαρεί για βοήθεια από το ΔΝΤ και τις τρόικες, οι λογαριασμοί άδειασαν προς Ελβετία μεριά και το κατά κεφαλή φέσι του καθενός μας μεγάλωσε κατά αρκετές χιλιάδες ευρώ.
Ένα κύμα τυφλού μίσους προς όλους αυτούς που με διγλωσσία και ψέματα υφάρπαζαν την ψήφο του λαού για να τη διαχειριστούν όπως ήθελαν και τους βόλευε. Κυβερνήσεις περιορισμένης ηθικής νομιμότητας που εκλέγονταν με ψεύτικα λόγια και πολιτικές φωτοβολίδες, που ανακάλυπταν πάντοτε τον ορθό δρόμο, το νοικοκύρεμα, το δημόσιο συμφέρον και την ηθική στα έδρανα της αντιπολίτευσης, αλλά ξάφνου πάθαιναν πολιτική αμνησία όταν καταλάμβαναν τα έδρανα της κυβέρνησης και το έριχναν στο ριφιφί του δημόσιου πλούτου.
Αυτή είναι σήμερα η Ελλάδα, χώρα ουσιαστικά ακυβέρνητη, χώρα δίχως κοινωνική πυξίδα, χώρα δίχως πολιτική αξιοπιστία, χώρα δίχως ιδεολογικό προσανατολισμό, δίχως ίχνος συνοχής, σχεδίου, προοπτικών. Πειραματόζωο στα χέρια ντόπιων και αλλοδαπών τσαρλατάνων. Ένα σύγχρονο «γιοφύρι της Άρτας» που συνθλίβει προσωπικότητες, όνειρα, φιλοδοξίες και παραμένει ανολοκλήρωτο.
Μια χώρα που έβαλε στον τόκο όλο το μέλλον της χαραμίζοντας, πετώντας ουσιαστικά στον Καιάδα, μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων που βγαίνοντας στην επαγγελματικό και οικογενειακό στίβο βρίσκουν τα πάντα χρεωκοπημένα, ερειπωμένα, αναξιόπιστα.
Τι χρειάζεται η Ελλάδα; Προφανώς όχι φοροεπιδρομές, προφανώς όχι τη λαιμητόμο του ΔΝΤ, προφανώς όχι κουρέματα, κοντέματα ή φτιασίδια. Αυτό που επειγόντως χρειάζεται ο τόπος είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο.
Ένα κοινωνικό συμβόλαιο δίκαιο, όπου ο καθένας θα βαρύνει και θα βαρύνεται ανάλογα με την προσφορά και τις απολαβές του, ένα κοινωνικό συμβόλαιο διάφανο, χωρίς ψιλά γράμματα, δίχως μεσάζοντες και δίχως διαπλεκόμενους…
Ένα κοινωνικό συμβόλαιο που θα υπογραφεί πάνω σε τραπέζι κι όχι κάτω απ’ αυτό, ένα κοινωνικό συμβόλαιο που θα δίνει όραμα, καθοδήγηση προς κοινό σκοπό, ασφάλεια, κοινωνική αλληλεγγύη, πρόνοια για τους ασθενέστερους.
Ένα κοινωνικό συμβόλαιο που θα υπογραφεί μεταξύ εντίμων και άξιων εμπιστοσύνης πλευρών. Και εδώ τίθεται αμείλικτο το ερώτημα: Ποιος από την πλευρά της πολιτείας είναι έμπιστος ώστε να υπογράψει ένα τέτοιο κοινωνικό συμβόλαιο;
Ο λαός δείχνει έτοιμος, σαν προετοιμασμένος από καιρό. Στωικά υπομένει το μαρτύριο του Σίσυφου, κουβαλώντας βάρη που δεν είναι δικά του, στη συντριπτική πλειοψηφία τουλάχιστον, γνωρίζοντας ότι μάταια κοπιάζει σε μια ατέρμονη διαδικασία γεμίσματος ενός άπατου βαρελιού και αναμένοντας τη λύτρωση του μαρτυρίου.
Σε ποιους όμως μπορεί να στηριχθεί και ποιους να εμπιστευθεί;